Μόνο τυχαίο δεν είναι: Εσύ ξέρεις το λόγο που η μπίρα πωλείται σε συσκευασίες των 330 ml;

Σου μιλάει... εμπειρία χρόνων!

Όταν έπεσε η ιδέα για τη δημιουργία αυτού του θέματος ήταν καλοκαίρι. Παρουσία, τι άλλο, δύο ποτηριών με μπίρα. Τι απόλαυση αλήθεια. Από τις μικροχαρές της θερινής καθημερινότητας ένα κρύο ποτήρι, είτε το απόγευμα στην παραλία είτε το βράδυ σε μπαράκι.

Η… ζύμωση έγινε σε συζήτηση σχετικά με τον όγκο ενός μπουκαλιού/κουτιού. Γιατί είναι 330 ml; Σαν άλλος Γιώργος Κωνσταντίνου στην περίφημη σκηνή με το προφιτερόλ στο «Χτυποκάρδια στο θρανίο», η στήλη όφειλε να απαντήσει «δεν θέλω να το μάθω, θέλω να το… πιω». Και, πράγματι, αυτό συνέβη εκείνη τη στιγμή. Έπειτα, όμως, με πλήρη νηφαλιότητα, κρίθηκε ότι πρέπει να δοθεί απάντηση.

Για την ακρίβεια, ο σκοπός είναι να ριχτεί φως στο ερώτημα «γιατί έχουν καθιερωθεί συγκεκριμένα ml, τύπου 330, 500 κ.ο.κ.;» Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί ότι η μπίρα δεν έχει και τις λιγότερες θερμίδες εν συγκρίσει με τα υπόλοιπα ποτά, όμως, το μικρό ποσοστό σε αλκοόλ, την αναγάγει σε safe επιλογή. Προφανώς αν δεν γίνεται κατάχρηση και κατανάλωση 7×7.

Αναζητώντας, λοιπόν, απαντήσεις η γενική ενημέρωση θέλει οι συγκευασίες να κατασκευάζονται ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε χώρας, από 150 μέχρι 750 ml.

Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μπίρα στις ΗΠΑ πωλούνταν σε μεταλλικά κουτάκια 355 ml. Ήταν το μέγεθος που είχε οριστεί και για την κονσερβοποίηση μπιζελιών. Αυτό διατηρήθηκε ως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν εισήχθη το μοντέρνο στυλ των δύο διαφορετικών τεμαχίων (two-piece cans). Πάντως το αμερικανικό πρότυπο παραμένει μέχρι σήμερα.

Η Ευρώπη, από την πλευρά της, έχει καθιερώσει το 1/3 περίπου του λίτρου και το στρογγυλοποίησε στα 330 ml. Οι κάτοικοι της Ελλάδας υπάγονται σε αυτήν την κατηγορία, εξ ου και ο τίτλος που επικεντρώνεται στη συγκεκριμένη μονάδα. Βέβαια, η ζήτηση στη «γηραιά ήπειρο» οδήγησε στα 440 ml και αργότερα στα 500. Αναφορικά με τις συσκευασίες (όχι αυτές που σχετίζονται με αλκοόλ), μικρότερα μεγέθη, όπως 150, 200 και 250 ml, χρησιμοποιούνται για παιδικά ποτά, όπου δεν απαιτούνται μεγαλύτεροι όγκοι.

Όπως προαναφέρθηκε, οι ανάγκες της εκάστοτε χώρας καθορίζουν και τα μεγέθη. Στη Βενεζουέλα, για παράδειγμα, μέχρι πριν από 10-15 χρόνια τουλάχιστον κυριαρχούσαν τυπικά κουτάκια των 235 και 295 ml. Ο λόγος; Έτσι είχε οριστεί να τοποθετούνται στα ψυκτικά μηχανήματα αυτόματης πώλησης. Επίσης, κατά κύριο λόγο, η Ινδία επιλέγει επίσης αυτά των 330, η Νότια Αφρική των 340 και η Αυστραλία των 375. Ο Καναδάς πορευόταν με 280 ml μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν αυτά έγιναν 355.

Να προστεθεί ότι ο σημαντικότερος λόγος που υπερίσχυσε ο κύλινδρος είναι η πρακτικότητα. Σκεφτείτε π.χ. η συσκευασία να ήταν τετράγωνη ή κυκλική. Αν, μάλιστα, πίνατε και 3-4, οι επόμενες πιθανότατα θα κατέληγαν στο έδαφος παρά στην (μπιρο)κοιλιά.

Προφανώς έχουν υπολογίσει το ιδανικό μέγεθος για το χέρι. Σε περίπτωση που υπήρχε δυσκολία στο κράτημα, τότε πολύ λιγότεροι θα ήταν εκεινοι που θα αγόραζαν. Το ίδιο φυσικά ισχύει και με τα μπουκάλια.

Όσον αφορά τα σούπερ μάρκετ, τις κάβες και γενικώς τους καταστηματάρχες, είτε είναι 330, είτε 355, είτε 375 ml, ο ίδιος αριθμός κουτιών θα τοποθετηθεί σε μία παλέτα, ανεξαρτήτως ύψους.

Για το τέλος, αν θέλετε δεχθείτε την ταπεινή μας, πλην… έμπειρη άποψη. Προτιμήστε εκείνες με τα 330 ml. Σχεδόν 150 θερμίδες θα λάβετε, αν πιείτε μία. Δηλαδή χρειάζεστε περίπου ένα μισάωρο γρήγορο περπάτημα για να τις κάψετε. Επίσης, είναι καλύτερο να παραγγείλει κανείς μία δεύτερη με 330, παρά μία δεύτερη με 500. Γιατί είναι πιο πιθανό να ευθυμήσει με 1.000 ml στον οργανισμό του. Αν, μάλιστα, βρίσκεται και σε κάποιον χώρο που καλοπερνάει για τους δικούς του λόγους (μουσική, ποιοτική συζήτηση, κάποια γνωριμία κ.λπ.), τότε η τρίτη αποφασίζεται πιο εύκολα από τη δεύτερη.

Οπότε… 330 ml. Λιγότερες θερμίδες, λιγότερες τύψεις την επόμενη μέρα, λιγότερα έξοδα. Αλλά κυρίως μεγαλύτερη νηφαλιότητα!