«Ολοκληρώθηκε η τελευταία προπόνηση της ΑΕΚ η οποία συνεχίζει την προετοιμασία της στο προπονητικό κέντρο των Σπατών (sic!)», λέει ο άλλος στο ρεπορτάζ στην τηλεόραση, υποχρεώνοντας τον γράφοντα του παρόντος κειμένου να μεταφέρει την πληροφορία χρησιμοποιώντας και αυτός έναν λατινικό όρο (sic) που έχει ταλαιπωρηθεί όσο ελάχιστοι στην χώρα μας.
Συνήθως είναι οι περίφημες… ελληνικούρες, όπως συνηθίζουμε να λέμε, που υποφέρουν στα στόματα και στα χέρια όλων μας. Τρομερές γενικές, τύπου «του Αιγαλέου» αντί «του Αιγάλεω» ή ατάκες του στυλ «ο προπονητής εξέφρασε την… πλήρης ικανοποίηση του» έχουν κάνει πολλούς εξ ημών να βγούμε από τα ρούχα μας περισσότερες φορές και από επίδοξη influencer στα social media. Με την υποσημείωση βέβαια ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, εάν το οπτικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό, όλοι μας λίγο πολύ είμαστε έτοιμοι να συγχωρήσουμε τέτοιου τύπου «ανορθογραφίες». Με εξαίρεση ίσως τον Γιώργο Μπαμπινιώτη…
Ωστόσο στο παρόν (ή παρών, sic, διάολε) πόνημα δεν είναι οι ελληνικούρες το θέμα μας, αλλά μια… λατινικούρα. Και όπως ήδη ενδεχομένως θα αντιλήφθηκαν οι πλέον παρατηρητικοί φίλοι, πρόκειται για την χρήση του όρου sic ο οποίος δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο να συγχέεται με το chic το οποίο αποτελεί μεταφορά που στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται για να περιγράψει το κομψό ή το… σικάτο, για να το πούμε… ελληνικά, βρε αδερφέ!
γλώσσα
Αντίθετα, δεν είναι καθόλου κομψός ο λεκτικός βιασμός του λατινικού sic, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα απλό τροπικό επίρρημα που δεν σημαίνει τίποτα άλλο εκτός από «έτσι» ή –για να το πούμε έτσι όπως θα ήθελε ενδεχομένως και ο κύριος Μπαμπινιώτης, «ούτως».
Η χρήση του με την σημερινή έννοια εμφανίστηκε κάποια στιγμή και στα ελληνικά πριν από περίπου 200 χρόνια (πώς περνάει ο καιρός…), σε μια απόπειρα να τονιστεί ότι μεταφέρεται κείμενο ή λόγος τρίτου για να τονίσει ότι η μεταφορά είναι πιστή, περιέχοντας και τα όποια λάθη του αρχικού συντάκτη.
Στην πορεία μετατράπηκε σε ειρωνεία, βέβαια… Και όχι μόνο προκειμένου να ειρωνευτούμε το γλωσσικό ατόπημα του αρχικού κειμένου, αλλά ώστε να τον ειρωνευτούμε έτσι γενικά και αόριστα, επειδή μπορούμε. Και εάν, άμα λάχει, γουσταρίζουμε (sic!) να το τερματίσουμε, κοτσάρουμε κι ένα θαυμαστικούλι για να δείξουμε πόσο έξω φρενών μας κάνουν οι απόψεις των άλλων, ακόμη κι αν οι δικές μας πολλές φορές είναι για τα πανηγύρια.