Αν υπάρχει κόλαση, λογικά θα διαθέτει μια ξεχωριστή πτέρυγα για όσους πετούν φόλες. Για εκείνους κι εκείνες που φτιάχνουν με αγάπη κεφτεδάκια για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, αλλά αφήνουν λίγο κιμά στην άκρη προκειμένου να του προσθέσουν ένα επιπλέον συστατικό.
Συνήθως ποντικοφάρμακο ή απορρυπαντικό και (σε περίπτωση που μιλάμε για πραγματικούς σαδιστές) γυαλί, για να το προσφέρουν στα ενοχλητικά αδέσποτα της γειτονιάς τους.
Το συγκεκριμένο σκυλάκι, μια σταλιά πράγμα, ζύγιζε-δεν ζύγιζε πέντε κιλά. Το φθαρμένο περιλαίμιο μαρτυρούσε πως δεν ήταν πάντα έτσι. Πως κάποτε ίσως «έπεισε» κάποιον να σκάσει 3-4 κατοστάρικα, ξεγελώντας τον με το παρουσιαστικό του πως είναι Τζακ Ράσελ. Προφανώς δεν το έκανε το ίδιο το ζωντανό, αλλά αυτός που το πούλησε ή το πλάσαρε ως τέτοιο, μέχρι να αποδειχθεί πως δεν είχε αρκετά ευγενική καταγωγή για να μείνει στο σπίτι.
Όπως και να ‘χει, για όποιον λόγο κι αν βρέθηκε στο δρόμο, μετά από περίπου μισή -βασανιστική- ώρα, όλα είχαν τελειώσει. Τόσο χρειάστηκε για να ξεψυχήσει εκεί μέσα στα χόρτα, αφού πρώτα δοκίμασε για μία τελευταία φορά να δείξει εκείνα τα δόντια που δεν τρομάζουν λόγω μεγέθους κανέναν, σε κάνα δυο που πλησιάσαμε να δούμε τι συμβαίνει.
Το χειρότερο της υπόθεσης είναι πως το φόλιασμα δεν είναι μια διαδικασία που οδηγεί σε θάνατο τόσο γρήγορα όσο περιγράφτηκε πιο πάνω. Συχνά το μαρτύριο κρατά ώρες, ενώ σε άλλες περιπτώσεις, ακόμη και μέρες. Ο θάνατος δεν προέρχεται από το δηλητήριο αυτό καθαυτό, αλλά από τη ζημιά που προκαλεί στα όργανα τα οποία το ένα μετά το άλλο σταματούν να λειτουργούν.
Θα μου πεις, όταν χάνεται μια ζωή ενός είδους που τα τελευταία 30.000 χρόνια αποτελεί τον πιο πιστό σύντροφο του ανθρώπου, έχει σημασία το πόση ώρα θα περάσει μέχρι να πεθάνει; Η απάντηση είναι «ναι», όταν ο θύτης δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα σαδιστικό κάθαρμα. Για τέτοιους τύπους αυτά τα πράγματα είναι οι μικρές πινελιές που τους κάνουν να αισθάνονται ακόμη μεγαλύτερη ικανοποίηση όταν σκέφτονται πως καθάρισαν την περιοχή από τα ενοχλητικά «βρωμόσκυλα» ή «βρωμόγατα».
Το περιστατικό συνέβη στην Καισαριανή, μια γειτονιά που σε σχέση με πολλές άλλες της Αττικής, διαθέτει κατοίκους με πολύ μεγαλύτερη ευαισθησία και παιδεία σχετικά με τα ζώα συντροφιάς, όπως συνηθίζουμε να τα λέμε. Στο σκοπευτήριο όπου καθημερινά δεκάδες (για να μην πω εκατοντάδες) σκύλοι με τους «κηδεμόνες» τους κάνουν μια βόλτα κι έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν και να ενισχύσουν τους δεσμούς που διατηρούν τη συνοχή των μικρών κοινωνιών.
Αυτό το πράγμα που έρχεται σε αμέτρητα σχήματα, χρώματα και παραλλαγές -ανάλογα με τα κέφια της φύσης- προσφέρει δύο αφορμές στους ανθρώπους: να γνωριστούν μεταξύ τους και να γνωρίσουν ατομικά τους εαυτούς τους. Και η αλήθεια είναι πως δεν συναντά κανείς τόσο εύκολα ευκαιρίες για τίποτα από τα δύο πια.
Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να «διανθιστεί» με πολύ οπτικό υλικό σχετικά με το θέμα της συστηματικής κακοποίησης ζώων στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο από ανάλογα περιστατικά έχουν γεμίσει το διαδίκτυο σε τέτοιο σημείο που να προκαλούν θλίψη και να σε κάνουν να αναρωτιέσαι για το με τι σόι άτομα συναναστρέφεσαι καθημερινά. Τρομάζεις στην ιδέα και μόνο του τι άλλο είναι ικανοί να κάνουν εάν συμπεριφέρονται έτσι απέναντι σε πλάσματα ανυπεράσπιστα, αδύναμα και –ρε γαμώτο- αθώα. Πολύ αθώα για να τα καταδικάζει οποιοσδήποτε σε τέτοιο θάνατο.
Εδώ και λίγα χρόνια ο νομοθέτης έχει αντιληφθεί ότι όποιος προβαίνει σε τέτοιες πράξεις είναι εγκληματίας και φρόντισε να τον συμπεριλάβει στον ποινικό κώδικα. Φυλάκιση από ένα έως πέντε έτη και ένα βαρύ διοικητικό πρόστιμο ίσως σε κάποιους από εμάς να μην φαίνεται μια δίκαιη τιμωρία και πάνω στην πίκρα και την οργή της στιγμής να ζητάμε συχνά πολύ λιγότερη επιείκεια.
Δεν χρειάζεται πάντως να αρχίσουμε να τους «φολιάζουμε» κι εμείς ευχόμενοι «ψόφους» και άλλα τέτοια σε όσους συμπεριφέρονται σαν ζώα στους συντρόφους μας. Όσο κι αν μια τέτοια αντίδραση μοιάζει τρομερά ελκυστική, η καταγγελία και η προσφυγή στη δικαιοσύνη, θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι οι κατάρες μας.