Με το πέρασμα των χρόνων κάναμε κάποιες ανακαλύψεις που μας συγκλόνισαν.
Ήρθαμε αντιμέτωποι με βασανιστικά διλήμματα, όπως το αν η σάλτσα ντομάτας λέγεται πούμαρο ή πουμαρό…
Διαπιστώσαμε ότι ο Θάνος Καλλίρης τραγουδούσε «γιορτάζω, γιορτάζω, μ’ ακούτε (και όχι μα ΟΥΤΕ) που το φωνάζω»!
Παραδεχθήκαμε ότι ποτέ δεν είχαμε σκεφτεί πως η τρύπα στα συσκευασία με τα Caprice ήταν για να βγαίνει το πρώτο πουράκι.
Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν συγκρίνεται με μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις όλων των εποχών:
Ότι τα περίφημα τρίγωνα τυράκια δεν λέγονταν «λα βας ΤΥΡΙ», αλλά «λα βας κι ρι»!
Στο παιδικό (αλλά και το ενήλικο) μυαλό όλων μας ήταν βέβαιη η ονομασία του προϊόντος.
Θεωρούσαμε δεδομένο το «τυρί», αφού περιείχε… τυρί.
Και καθόλου δεν μας έβαζε σε υποψία ότι η λέξη ήταν ελληνική, ενώ η φράση ξενόγλωσση!
Μέχρις ότου κάποιος με μίνιμουμ γνώσεις γαλλικών βρέθηκε στον δρόμο μας.
Κάποιος εξυπνάκιας (ή ελαφρώς πιο παρατηρητικός) βρήκε την ευκαιρία να μας τη σπάσει.
Ή εμείς οι ίδιοι κουλαντρίσαμε τη λαχτάρα να καταβροχθίσουμε τα πεντανόστιμα και αφράτα τυράκια και έτυχε να ρίξουμε μια ματιά στη συσκευασία.
Για να κάνουμε τη μεγάλη (όσο και σοκαριστική) ανακάλυψη:
Η ονομασία είναι «La vache qui rit»…
Δηλαδή «η αγελάδα που… χαμογελάει»!
Τώρα θα πει κάποιος ότι δεν θυμάται αγελάδα ευδιάθετη.
Ότι δύσκολα ένα «μουουουουου» μπορεί να εκληφθεί ως επιφώνημα ενθουσιασμού.
Για να μη μιλήσει κανείς για το στιλιστικό σκάνδαλο του να φοριούνται… σκουλαρίκια από το βοοειδές οι συσκευασίες με τα τυράκια.
Όσα αυθαίρετα κι αν συμβαίνουν ωστόσο στην ετικέτα, ένα πράγμα είναι αντικειμενικό.
Δεν υπάρχει Έλληνας άνω των 35 ετών που να μην είχε ξεγελαστεί.
Που να μην είχε κάνει τα δικά του… βαφτίσια.
Και να μην είχε τραγουδήσει στους ρυθμούς της χαρακτηριστικής διαφήμισης:
«Λα βας ΤΥΡΙ, λα βας ΤΥΡΙ, είναι το πιο νόστιμο, λα βας ΤΥΡΙ»!