Ένα από τα εθνικά… σπορ των Ελλήνων είναι ο καφές. Ό,τι κι αν συμβεί, σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται, αυτή η διαδικασία δεν κόβεται για ένα σεβαστό μέρος του πληθυσμού. Πολλοί αισθάνονται νευρικότητα, κακοκεφιά, ακόμη και πονοκέφαλο, όταν δεν έχουν καταναλώσει τουλάχιστον την πρωινή τους δόση.
Ακολουθεί ιστορική αναφορά. Εν αρχή ην το… φλιτζανάκι. Υπήρχε το «ψιλό» με τα λεπτά τοιχώματα και το «χοντρό» με τα πυκνά, το οποίο διατηρούσε υψηλή θερμοκρασία για περισσότερη ώρα. Παρακάτω θα δείτε περισσότερες πληροφορίες.
Οι πιο παραδοσιακοί τον έψηναν με υπομονή σε σιγανή φωτιά στη χόβολη, δηλαδή σε άμμο που καιγόταν. Όσοι έχουν δοκιμάσει, καταλαβαίνουν μεγάλη διαφορά. Αφορούσε και αφορά μερακλήδες.
Ο πετυχημένος καφές έβραζε για αρκετή ώρα, προκειμένου να χυλώσει και να μην μετατραπεί σε «νερομπούρμπουλο», κατά το κοινώς λεγόμενο.
Επίσης, όταν φούσκωνε στο μπρίκι, ήταν αναγκαίο να χυθεί χαμηλά στο φλιτζανάκι, ούτως ώστε να «προστατευθεί» και να μην «σπάσει» το καϊμάκι του.
Οι παραδοσιακοί καφέδες ήταν ο σκέτος (νερό & μία κουταλιά του γλυκού καφέ), ο μέτριος (νερό, μία κουταλιά του γλυκού καφέ & μισή κουταλιά ζάχαρη), ο γλυκύς βραστός (νερό, μία κουταλιά του γλυκού καφέ & άλλη μία ζάχαρη) και ο βαρύς γλυκός ή πολλά βαρύς (σαν τον γλυκύ βραστό, αλλά με λείο, πηχτό καϊμάκι, χωρίς φυσαλίδες).
Ένα εξάρτημα που δεν γνωρίζουν οι νεότεροι και αξίζει ειδικής μνείας είναι το περίφημο αναδευτήρι, ένα χαρακτηριστικό χάλκινο εξάρτημα με μακρύ λαιμό, του οποίου η απόληξη ήταν δυο κλειστά καμπύλα τόξα, μεταξύ τους τεμνόμενα.
Με αυτό γινόταν το ανεπαίσθητο ανακάτεμα ή το πολύ προσεκτικό χτύπημα στον πάτο του μπρικιού, την ώρα που ο καφές έβραζε στη φωτιά.
Με τέτοιες απλές ενέργειες δημιουργούνταν διάφοροι συνδυασμοί, προκειμένου να καλυφθεί κάθε γούστο. Η υφή, η θερμοκρασία, το άρωμα… Όλα είχαν τη σημασία τους εκείνες τις εποχές. Τότε που ο κόσμος απολάμβανε πραγματικά τις μικροχαρές της καθημερινότητας και δεν έτρεχε πανικόβλητος με ή χωρίς λόγο.
Βέβαια, οι Έλληνες δεν επιδίδονταν πάντα απερίσπαστοι στην αγαπημένη τους απόλαυση. Κατά την τριετία 1941-1944, όταν η Κατοχή είχε γονατίσει τον λαό, προτεραιότητα για τους περισσότερους δεν ήταν ο καφές, αλλά η ίδια η επιβίωση. Ασιτία, ασθένειες, φόβος, πένθος… Μαύρη μαυρίλα από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους.
Τι έκαναν, όμως, οι πιο «εξυπνάκηδες» της πρωτεύουσας, προκειμένου να βγάλουν χρήματα και, συνάμα, να επουλώσουν κάπως τη «χαρμάνα» των πολιτών;
Αφού τα πλοία δεν έφταναν πια από τη Βραζιλία στον Πειραιά, κάποιοι καβούρδιζαν ρεβύθια, τα άλεθαν στον κλασικό μύλο και μετά τα πωλούσαν αντί για το αγαπημένο ρόφημα!
Ορισμένοι αποκάλυπταν στους πελάτες την αλήθεια, προκειμένου να έχουν τη συνείδησή τους καθαρή. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια, θα παρατηρήσουν οι νεότεροι. Όταν ακόμα και η σίτιση γινόταν μετ’ εμποδίων (αν γινόταν), πόσο πια να τους ενοχλούσε αυτός ο κυριολεκτικός καφές της… παρηγοριάς;
Πάντως, το κόλπο δεν σκαρώθηκε για πρώτη φορά την περίοδο της Κατοχής, αν κρίνει κανείς από τον θρύλο που περιλαμβάνει τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Κατά τη δεκαετία του 1930, η εμβληματική ηθοποιός είχε επισκεφθεί με φίλες της ένα γνωστό καφε-ζαχαροπλαστείο της Αθήνας.
Ο σερβιτόρος τη ρώτησε: «Θα πάρετε καφέ κ. Κοτοπούλη;»
Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: «Σας ευχαριστώ, αλλά δεν μου αρέσουν τα όσπρια!»