Πότε άλλοτε η παγκόσμια βιομηχανία ενδυμάτων δεν διαταράχθηκε τόσο πολύ από έναν «παίκτη» όσο συμβαίνει τη σημερινή εποχή με ευθύνη της Shein. Η κινεζική εταιρία fast fashion έχει φέρει τα πάνω κάτω στον κλάδο, χάρη στη ραγδαία εξάπλωσή της από την πανδημία του covid κι έπειτα. Ιδρύθηκε το 2008 στην Γκουαντζού και η φόρμουλα του να προσφέρει μια μεγάλη γκάμα φθηνών ρούχων – με καμπάνιες στο Instagram, το TikTok και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – την έχει μετατρέψει σε έναν από τους μεγαλύτερους λιανοπωλητές μόδας στον κόσμο.
Kάποια σενάρια αναφέρουν ότι οι πωλήσεις της έχουν ξεπεράσει ακόμα και εκείνες του ισπανικού ομίλου Inditex, του κολοσσού που ξεκίνησε με το brand Zara και στην πορεία απορρόφησε τα Massimo Dutti, Bershka, Pull&Bear, Stradivarius, Oysho και Uterqüe.
Η Shein αποτιμήθηκε στα 66 δισ. δολάρια κατά τη διάρκεια του τελευταίου γύρου χρηματοδότησης, πουλά τα προϊόντα της σε 150 χώρες και απασχολεί 16.000 άτομα, μόλις το 10% από το προσωπικό της Inditex. Δεν έχει φυσικά καταστήματα και στηρίζεται σε 5.800 προμηθευτές ανά τον κόσμο, που είναι πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Είναι γνωστή για τη μυστικοπάθειά της, δίνοντας μόνο τις απολύτως απαραίτητες πληροφορίες. Η κριτική που δέχεται για τις συνθήκες εργασίας στα εργοστάσια της – τα ωράρια σε συνδυασμό με τους μισθούς – είναι εντονότατη. Παράλληλα συγκεντρώνει βέλη για κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων, καθώς και για την προέλευση των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί.
Στη Μεγάλη Βρετανία περισσότεροι από 45.000 άνθρωποι έχουν υπογράψει αίτηση από ομάδα εκστρατείας με την ονομασία «Say No To Shein», καλώντας τη βρετανική κυβέρνηση να μπλοκάρει το αίτημα της εταιρείας για εισαγωγή στο χρηματιστήριο του Λονδίνου. Σε εξέλιξη βρίσκεται μια ενδελεχής έρευνα σχετικά με τις εργασιακές πρακτικές, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις και τις φορολογικές ρυθμίσεις της εταιρίας.
Πώς όμως έχει την ικανότητα η Shein να εξελίσσεται με αυτό τον τρόπο όταν οι τιμές των προϊόντων της είναι τόσο χαμηλές; Σε μία σπάνια συνέντευξη στελέχους της, ο επικεφαλής στρατηγικών και επιχειρηματικών υποθέσεων για τη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, Peter Pernot-Day, αποκάλυψε τον τρόπο με τον οποίο η εταιρεία καταφέρνει να βγάλει κέρδος πουλώντας ακόμα και παντελόνια με 7 ευρώ.
Ο Pernot-Day σκιαγράφησε στην El Pais το μοντέλο λειτουργίας της. Όπως εξήγησε, ένα ρούχο της Shein παράγεται, αρχικά, σε 100 έως 200 κομμάτια. Το πρώτο βήμα είναι να «ανέβει» το μοντέλο αυτό στο σάιτ της εταιρείας για να διαπιστωθεί το αγοραστικό ενδιαφέρον. Μόνο στην περίπτωση που υπάρχει ισχυρή ζήτηση θα μπει το συγκεκριμένο σχέδιο σε παραγωγή.
Με τον τρόπο αυτό, σημειώνει, η Shein έχει λύσει ένα από τα βασικότερα προβλήματα του λιανεμπορίου. Μειώνει σημαντικό το κόστος παραγωγής, αφού αποφεύγει τη φύρα. Η εταιρία δεν επιβαρύνεται με απόθεμα που θα μείνει απούλητο. Τη στιγμή που το αδιάθετο στοκ στη βιομηχανία της μόδας υπολογίζεται στο 20-30%, τα αντίστοιχα επίπεδα της Shein είναι πολύ χαμηλότερα, λέει ο Pernot-Day, αποφεύγοντας πάντως να δώσει συγκεκριμένο νούμερο.
Αντίστοιχα, απέφυγε να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τις εκτιμήσεις που κάνουν λόγο για πωλήσεις ύψους 45 δισ. δολαρίων και κερδών 2 δισ. δολαρίων. Η Shein δεν είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο και δεν είναι αναγκασμένη να δημοσιεύει τα αποτελέσματά της.
«Τα φυσικά καταστήματα έχουν πολλά πλεονεκτήματα, αλλά μπορεί να είναι και πολύ ακριβά. Αποφεύγουμε το πλεονάζον στοκ και πουλάμε αποκλειστικά online», λέει ο Pernot-Day στην El Pais, αναδεικνύοντας ως λόγο της μεγάλης ανάπτυξης και την απουσία φυσικών καταστημάτων. Βεβαίως, ένας από αυτούς πιθανότατα είναι και ο παράλογα μεγάλος όγκος εργασίας των υπαλλήλων της, που σύμφωνα με έρευνα της ελβετικής οργάνωσης Public Eye μπορεί και να αποτιμάται σε 75 ώρες την εβδομάδα, με ένα ρεπό το μήνα…