Αν το Νεπάλ δεν φιλοξενούσε στα εδάφη του το μεγαλύτερο μέρος των Ιμαλαϊών και το Έβερεστ, θα ήταν κυρίως γνωστό για την ταραχώδη πολιτική του διαδρομή, την αδυναμία του να εκσυγχρονιστεί και την έκρυθμη κοινωνική κατάσταση. Έχοντας μετατραπεί σε δημοκρατία μετά την κατάργηση της 239χρονης μοναρχίας το 2008 και ύστερα από έναν δεκαετή εμφύλιο πόλεμο, δεν κατόρθωσε ποτέ στην πραγματικότητα να λειτουργήσει δημοκρατικά. Τα κόμματα που ανέλαβαν τη διακυβέρνηση έκτοτε, το UML (Κομμουνιστικό) και το Nepali Congress (Δημοκρατικό), βύθισαν τη χώρα σε πολιτική σήψη και διαφθορά, αθετώντας (προφανώς) όλες τις υποσχέσεις για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Η κατάληξη ήταν η αναπαραγωγή ενός συστήματος πελατειακών σχέσεων και σκανδάλων, για την κάλυψη των οποίων συμμάχησαν τα UML (Κομμουνιστικό) και Nepali Congress.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, πάνω από το 20% των 30 εκατομμυρίων κατοίκων του Νεπάλ ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ η ανεργία των νέων ηλικίας 15-24 ετών ήταν 20,8% το 2024. Μιλάμε έτσι κι αλλιώς για μία από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου, κατέχοντας τη θέση 150 στη λίστα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, με 4.211 δολάρια. Από ασιατικές χώρες, μόνο το Ανατολικό Τιμόρ, το Αφγανιστάν και η Υεμένη είναι χαμηλότερα.
Το κερασάκι στην τούρτα για την αγανάκτηση και την εξέγερση των νέων, που έχει φέρει σε κατάσταση χάους τη χώρα, ήταν το hashtag #nepokids. Στο πλαίσιο αυτού του trend, χρήστες ανεβάζουν βίντεο και αναρτήσεις στο TikTok και στο X που φέρονται να δείχνουν τα παιδιά πολιτικών προσώπων και κρατικών αξιωματούχων σε πολυτελείς διακοπές, με ακριβά αυτοκίνητα, ρούχα και lifestyle, σε αντιπαράθεση με εικόνες από την συνθήκες βιοπάλης των απλών Νεπαλέζων.
Δεν είναι σαφές αν οι εικόνες ήταν πραγματικές ή κατασκευασμένες, ωστόσο μετατράπηκαν σε σύμβολο της διαφθοράς, η οποία έχει διευρύνει τις οικονομικές ανισότητες, βοηθώντας πολλούς αξιωματούχους και τους συγγενείς τους να πλουτίσουν.
Η νεολαία, που ζει με μισθούς πείνας και αναγκάζεται συχνά να μεταναστεύσει στη Μέση Ανατολή ή στη Νότια Ασία, δεν άντεξε άλλο να βλέπει τα «παιδιά του συστήματος» να επιδεικνύουν πλούτο και πολυτέλεια. Το hashtag «NepoKid» έγινε το έμβλημα μιας γενιάς, της επονομαζόμενης Gen Z, που αποφάσισε να αναλάβει δράση ενάντια στη φαυλοκρατία και την κοινωνική αδικία.
Το καζάνι της οργής σιγόβραζε για καιρό και αφορμή για να εκτιναχθεί στάθηκε η απαγόρευση 26 μεγάλων social media πλατφορμών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο του Νεπάλ είχε αποφανθεί από τον Σεπτέμβριο του 2024 ότι όλες οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης έπρεπε να εγγραφούν υποχρεωτικά στο Υπουργείο Επικοινωνίας και Τεχνολογίας πριν δραστηριοποιηθούν στη χώρα. Στόχος, σύμφωνα με την απόφαση, ήταν να υπάρχει κρατική εποπτεία και δυνατότητα παρακολούθησης του «ανεπιθύμητου περιεχομένου». Η πλήρης απόφαση δημοσιοποιήθηκε μόλις έναν μήνα πριν από τα πρόσφατα γεγονότα.
Στις 28 Αυγούστου το υπουργείο εξέδωσε ανακοίνωση, δίνοντας στις εταιρείες προθεσμία επτά ημερών για να εγγραφούν, διαφορετικά θα απενεργοποιούνταν εντός της χώρας. Μερικές πλατφόρμες, όπως το TikTok και το Viber, πρόλαβαν να δηλωθούν, οι περισσότερες, όμως, μεγάλες πλατφόρμες (όπως τα Facebook, Instagram και WhatsApp της Meta) αγνόησαν την εντολή.
Με τη λήξη της διορίας, η κυβέρνηση προχώρησε στο πλέον δραστικό μέτρο λογοκρισίας επί εποχής έκρηξης της τεχνολογίας. Απαγόρευσε αυτές τις 26 πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, με σαφή στόχο να ελέγξει την πληροφορία. Για τη Generation Z του Νεπάλ, όμως, το διαδίκτυο δεν είναι πολυτέλεια, είναι κυρίως εργαλείο αντίδρασης και κοινωνικής «επιβίωσης». Εκπαίδευση, ενημέρωση, επαγγελματική δικτύωση, πολιτικός ακτιβισμός, όλα περνούν μέσα από αυτές τις πλατφόρμες. Και όταν η κυβέρνηση τράβηξε το καλώδιο, η αντίδραση ήταν αναπόφευκτη.
Το αποτέλεσμα ήταν να βγουν στους δρόμους της πρωτεύουσας Κατμαντού και άλλων πόλεων δεκάδες χιλιάδες νέοι. Φορώντας σχολικές στολές και κρατώντας βιβλία, φώναζαν συνθήματα, με κεντρικό «Σταματήστε τη διαφθορά, όχι τα social media».
Η κυβέρνηση υπέπεσε σε ένα ακόμη τεράστιο λάθος, απαντώντας με ωμή βία. Τότε, το ποτάμι της οργής έγινε χείμαρρος. Αρκετά κυβερνητικά κτίρια, από το ανώτατο δικαστήριο και το κοινοβούλιο μέχρι τα σπίτια υπουργών, συμπεριλαμβανομένης της ιδιωτικής κατοικίας του πρωθυπουργού Κ.Π. Σάρμα Όλι, πυρπολήθηκαν στις διαδηλώσεις της περασμένης Τρίτης. Η απαγόρευση των social media ανακλήθηκε, αλλά το Νεπάλ είχε ήδη παραδοθεί στο νόμο της ζούγκλας. Οι διαδηλωτές απάντησαν με βία στη βία των αρχών και τουλάχιστον 22 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους. Μεταξύ αυτών, η σύζυγος Rabi Laxmi Chitrakar του πρώην πρωθυπουργού Jhalanath Khanal, η οποία υπέστη σοβαρά εγκαύματα και υπέκυψε αφότου διαδηλωτές έκαψαν το σπίτι τους.
Στόχος των διαδηλωτών έγινε και το σπίτι του πρώην πρωθυπουργού Sher Bahadur Deuba, τον οποίο λίντσαραν μαζί με τη σύζυγό του Arzu Rana Deuba. Η τύχη του αγνοείται μετά την περιφορά του – ως γυμνού – στους δρόμους του Κατμαντού.
Νωρίτερα, ο πρωθυπουργός Όλι είχε υποβάλει την παραίτησή του και χρησιμοποιώντας κρατικό ελικόπτερο εγκατέλειψε τη χώρα. Η κατάσταση όμως εκτονώθηκε μόνο μετά την ανάπτυξη του στρατού στους δρόμους και την μερική ικανοποίηση των… αιμοβόρων ενστίκτων των διαδηλωτών.
Ο στρατός περιπολεί πλέον στους δρόμους, οι νέοι όμως συνεχίζουν να απαιτούν αλλαγή. Η μεγαλύτερη κρίση στη χώρα από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και έπειτα δείχνει ότι η νεολαία δεν αρκείται σε κενές υποσχέσεις και ότι το αίτημα για Δημοκρατία και διαφάνεια είναι πλέον αδιαπραγμάτευτο. Αν η πολιτική τάξη δεν απαντήσει με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις – οι εκλογές είναι προγραμματισμένες για το 2027, αλλά πιθανότατα θα γίνουν πολύ νωρίτερα – το Νεπάλ κινδυνεύει να μείνει εγκλωβισμένο σε ένα εσωτερικό χάος χωρίς τέλος.