Σύμβολο του νησιού, ακολούθησε ή πιο σωστά συνυπέγραψε την μετάλλαξή του για ολόκληρες δεκαετίες μέχρι και τις μέρες μας. Τα γεγονότα που σμίλεψαν την παραλία Super Paradise, μετατρέποντας την Μύκονο σταδιακά σε αυτό που είναι σήμερα. Ένα ντοκιμαντέρ φτιαγμένο από ανθρώπους που βίωσαν τις αλλαγές έρχεται να ξυπνήσει μνήμες μιας άλλης εποχής.
Ο τίτλος του φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από το Super Paradise (απ’ όπου και η κεντρική φωτογραφία του θέματος), που όπως και ολόκληρη η Μύκονος έχει καταγράψει στο… dna του κάθε μικρή και μεγάλη αλλαγή σε κάθε κόκκο άμμου αυτής της ξακουστής παραλίας η οποία από σύμβολο απόλυτης ελευθερίας και χώρο δίχως κρίσεις και διακρίσεις, έγινε ένα εντελώς διαφορετικό μέρος.

Λίγα λόγια για το έργο και τον δημιουργό του
Το ντοκιμαντέρ προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 27ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και μετά από διάφορες συμμετοχές σε ανάλογα φεστιβάλ, βρήκε το δρόμο του και για την αίθουσα του Δαναού, όπου θα κάνει πρεμιέρα στις 16 Οκτωβρίου. Εκεί οι θεατές θα έχουν την ευκαιρία να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν με την ετυμηγορία του κοινού του Los Angeles Greek Film Festival, σχετικά με το αντίστοιχο βραβείο που απέσπασε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Πρόκειται για μια δημιουργία που φέρει την υπογραφή του Στιβ Κρικρή. Ενός ανθρώπου που σπούδασε στο San Francisco Art Institute και μετά από μια πορεία στη Νέα Υόρκη ως σκηνοθέτης και παραγωγός, βρέθηκε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Στο βιογραφικό του αναμφίβολα ξεχωρίζει –ανάμεσα σε άλλα- το «The Waiter». Η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε στο Netflix, η οποία παράλληλα οδήγησε και στην βράβευση του ίδιου του Στιβ Κρικρή ως καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη στο 59ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά και απέσπασε και τέσσερα Βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Ακολούθησαν τρεις ταινίες μικρού μήκους, μια θεατρική παράσταση και πλέον «τρέχει» το φιλμ «Lava Love», μια διεθνή σύμπραξη Ελλάδας, Ισλανδίας και Γαλλίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2010 υπήρξε συνιδρυτής και Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου.
Η δική τους Μύκονος
Εν μέρει το εν λόγω ντοκιμαντέρ έχει και αυτοαναφορικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι ο ίδιος ο σκηνοθέτης έχει προσωπική εμπειρία από αυτόν τον τόπο τον οποίο επισκέφθηκε, όπως λέει, για πρώτη φορά το 1979, για να ακολουθήσουν 6 σερί καλοκαίρια που τον επηρέασαν σε υπέρτατο βαθμό.
Στο ντοκιμαντέρ μεταφέρει την εικόνα και κυρίως την αίσθηση ελευθερίας που σου έδινε αυτό το νησί τότε. Την εποχή που οι άνθρωποι, μετά το κίνημα και την απελευθέρωση της δεκαετίας του 1960, άρχισαν να ανακαλύπτουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και τόπους που συμβόλιζαν και ενσάρκωναν όλο αυτό το κλίμα και την ανάλογη αίσθηση.
Τι συνάντησαν αυτοί οι πρώτοι επισκέπτες; Ένα πολύ διαφορετικό νησί από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας σήμερα. Χωρίς influencers, δίχως celebrities με την τωρινή τους υπόσταση, χωρίς φραγκάτους επιδειξίες πλουτισμού και κυρίως χωρίς τις υπερβολές και τα στερεότυπα της εποχής μας.

Τότε η Μύκονος ήταν ένα φτωχικό νησί, του οποίου οι κάτοικοι δεν είχαν ιδέα για το τι θα έρθει μετά την μαζικοποίηση και την εντατικοποίηση του τουρισμού στον τόπο τους. Υποδέχονταν στα σοκάκια και στις παραλίες ανθρώπους απελευθερωμένους, διαφορετικούς. Ανθρώπους που ήταν κοινωνοί μιας διαφορετικής κουλτούρας που τότε έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα.
Χωρίς κανείς να θέλει να ακουστεί νοσταλγός του παρελθόντος, η αλήθεια είναι ότι τότε το κυρίαρχο στοιχείο ήταν η αυθεντικότητα και το απρόσμενο. Τα πράγματα, από τα ρούχα που θα φορέσεις μέχρι και τα πάρτι που έκαναν ξακουστή την Μύκονο, ξεκινούσαν από τον αυθορμητισμό των θαμώνων οι οποίοι απλά ζούσαν εκεί όπως πάντα ονειρεύονταν. Ελεύθεροι.
Η μεταστροφή στη χλιδή και η μετάλλαξη
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο ντοκιμαντέρ ακούς τις απόψεις και τις καταθέσεις ψυχής κατοίκων αλλά και επισκεπτών που ο σκηνοθέτης είχε την τύχη να γνωρίσει προσωπικά τότε. Έτσι οι θεατές έχουν μια εξαιρετική ευκαιρία να δουν μέσα από τα δικά τους μάτια εκείνη την Μύκονο που –κακά τα ψέματα- έχει χαθεί για πάντα.
Να μάθουν εκείνες τις ιστορίες όχι υπό τη μορφή κους κους και κουτσομπολιού, αλλά ως εμπειρίες και βιώματα με φόντο το ξεχωριστό και μοναδικό κυκλαδίτικο τοπίο.

Ένα τοπίο που για αυτούς και πολλούς ακόμα μετατράπηκε στον δικό τους Super Paradise. Στον δικό τους σχεδόν ουτοπικό παράδεισο, ο οποίος ήταν πολύ καλός για να μείνει για πάντα αληθινός και προσβάσιμος σε όλους όσους θα ήθελαν να πάρουν μια γεύση.
Η πορεία από εκεί και πέρα είναι λίγο-πολύ γνωστή σε όλους. Το νησί επένδυσε πάνω σε εκείνη την αρχική εικόνα και σχεδόν βίαια ανά τις δεκαετίες άρχισε να μεταλλάσσεται σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Σε κάτι που εκφράζει ολοένα και λιγότερο αυτό που κάποτε το έκανε διάσημο και πλέον είναι σαν μια καρτ ποστάλ βγαλμένη από ένα παρελθόν που ξεθωριάζει…