Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας είναι ίσως ο πιο διάσημος και επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος μετά την Ακρόπολη. Ήταν το κέντρο της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής της αρχαίας πόλης. Η δημιουργία της ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ. και τον επόμενο αιώνα βρέθηκε στη μεγάλη ακμή της, όταν η αθηναϊκή δημοκρατία την ανέδειξε σε σύμβολο άνθησής της. Ήταν το σημείο αναφοράς της δημόσιας ζωής, ο «ομφαλός» της πόλης μεταξύ άλλων στη «χρυσή» εποχή του Περικλή.
Το 267 μ.Χ. η εισβολή των Ερούλων, ενός βαρβαρικού φύλου προερχόμενου από τη Σκανδιναβία, κατέστρεψε εκ θεμελίων τα οικοδομήματα της Αγοράς. Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις βαρβαρικών φύλων από το τέλος του 4ου έως τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ., οπότε έγινε η Σλαβική επιδρομή, οδήγησαν και πάλι στην καταστροφή τα κτήρια της Αγοράς και αυτό είχε ως αποτέλεσμα την οριστική παρακμή του χώρου.
Μετά το 1204 και τη Δ’ Σταυροφορία ακολουθούν νέοι βανδαλισμοί στην περιοχή, η οποία ερημώνει έκτοτε επί μακρόν, όπως έδειξε το παχύ στρώμα λάσπης που βρέθηκε στα κατεστραμμένα σπίτια.
Στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και ειδικά στη περίοδο 1826-1827 επήλθε η τελευταία καταστροφή μαζί με τον γύρω χώρο. Έτσι, ο 19ος αιώνας βρίσκει την αρχαία αγορά κυριολεκτικά θαμμένη κάτω από την πυκνοκατοικημένη τότε νεότερη Αθήνα, που υποδεχόταν τον Όθωνα για να ανακηρύξει την πόλη πρωτεύουσα του νεοσύστατου τότε Βασιλείου (1834).
Ωστόσο, πολλές φορές η μάχη ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι άνιση. Ιδιαίτερα όταν το παρελθόν αποτελεί ένα από τα πιο ένδοξα κομμάτια της ιστορίας ενός τόπου, εν προκειμένω μάλιστα όλου του δυτικού πολιτισμού. Τότε το παρόν παραμερίζεται και οι αποφάσεις που λαμβάνονται αλλάζουν δραστικά τη μορφή μιας ολόκληρης περιοχής. Αυτό ακριβώς συνέβη με τη συνοικία που είχε χτιστεί πάνω στα ερείπια της Αρχαίας Αγοράς.
Ονομαζόταν Βρυσάκι και έπρεπε να βυθιστεί στην αφάνεια ώστε να λάμψουν και πάλι τα ένδοξα οικοδομήματα μιας άλλης εποχής.
Ολόκληρη σχεδόν η συνοικία, που βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, γκρεμίστηκε και σβήστηκε οριστικά από το χάρτη της πόλης. Οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, όταν η Πολιτεία αποφάσισε την απαλλοτρίωση της έκτασης, ώστε να πραγματοποιηθεί η μεγάλη ανασκαφή της Αρχαίας Αγοράς από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας.
Η περιοχή αριθμούσε περίπου 8.000 κατοίκους. Ήταν μια γειτονιά –συνονθύλευμα χωρίς τάξη, που θεωρούνταν υποβαθμισμένη, αλλά ταυτόχρονα συνιστούσε ένα από τα πλέον ζωντανά και πολυσύχναστα μέρη της Αθήνας.
«Μια ολάκερη γειτονιά, η παλιά γειτονιά του Θησείου, χάθηκε για πάντα, σαν την Ατλαντίδα, κάτω από τη σκαπάνη των αρχαιολογικών ανασκαφών», αναφέρει στο βιβλίο του με τίτλο «Θησείο – Οι γειτονιές που χάθηκαν», ο συγγραφέας Γιάννης Σιμωνέτης.
Στη φτωχική συνοικία, που αποτελούταν από τις γειτονιές των Αγίων Αποστόλων, της Βλασσαρούς και του Αγίου Φιλίππου, υπήρχαν καφενεία, σπίτια και ταβέρνες.
Τα αρχαία ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1830, όταν ο Όθωνας προσέλαβε τους Κλεάνθη και Σούμπερτ να επιβλέψουν την ανασκαφή της περιοχής και να σχεδιάσουν το νέο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης.
Ωστόσο η απόφαση να έρθουν στην επιφάνεια θα αργούσε σχεδόν έναν αιώνα.
Το 1931 οι αρχές ενέκριναν το σχέδιο της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών να κατεδαφιστούν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα και να πέσουν τα σπίτια της παλιάς συνοικίας.
Οι εργασίες διήρκησαν 8 χρόνια. Πάνω από 5.000 άνθρωποι εκτοπίστηκαν και αποζημιώθηκαν, ενώ «κατεδαφίστηκαν 600 κτίρια σε 348 οικόπεδα.
Το 2020 εκδόθηκε το βιβλίο «Βρυσάκι: Η Εξαφάνιση Μιας Συνοικίας Για Την Ανακάλυψη Της Αρχαίας Αγοράς», από τη γραμματέα της ανασκαφής Sylvie Dumont, η οποία παρουσιάζει μοναδικό υλικό, αποτελούμενο από κειμενικές πηγές, φωτογραφίες, χάρτες, μαρτυρίες και ημερολόγια των ανασκαφών.
Η κλίμακα του έργου το αναδεικνύει ως μοναδικό στην ιστορία της ελληνικής αρχαιολογίας, καθώς χρειάστηκε να εξαφανιστεί μια συνοικία για να έρθει στο φως η περιοχή όπου χτυπούσε η καρδιά της πρώτης δημοκρατίας του κόσμου.
Έως σήμερα έχουν ανακαλυφθεί πάνω από 100.000 αρχαιολογικά ευρήματα, σε μια ανασκαφή που συνεχίστηκε μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο και ολοκληρώθηκε το 1956!
