Η 14η Φεβρουαρίου είναι συνυφασμένη -πια- με τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου, τη γιορτή των ερωτευμένων. Εκείνη την ημέρα, το μακρινό 1989, επέλεξε και ο ανώτατος θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης, τότε, του Ιράν προκειμένου να βγάλει «φετφά» ζητώντας τη δολοφονία του Salman Rushdie.
Λίγους μήνες νωρίτερα το βιβλίο του «Σατανικοί Στίχοι» είχε προκαλέσει μια πρωτοφανή αναταραχή στον μουσουλμανικό κόσμο που θεώρησε πως το κείμενο αποτελούσε βλασφημία για τον προφήτη Μωάμεθ. Αν αναλογιστεί κανείς το τι έπραξαν εξτρεμιστές στην αντίστοιχη περίπτωση του περιοδικού «Charlie Hebdo», μπορεί να καταλάβει πως τα πράγματα δεν έμοιαζαν καλά για τον Βρετανό με ινδική καταγωγή συγγραφέα.
Κάποιοι είχαν ακολουθήσει τη νομική οδό καταθέτοντας ασφαλιστικά μέτρα κατά της έκδοσής του, ενώ ορισμένες χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος, το Σουδάν, το Κατάρ κ.α είχαν απαγορεύσει την κυκλοφορία του. Για τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, αυτό δεν ήταν αρκετό. Μόλις τις προηγούμενες δύο μέρες 7 άτομα είχαν σκοτωθεί και περισσότερα από 200 τραυματιστεί, σε διαδηλώσεις εναντίον του βιβλίου. Με το πρώτο αίμα να έχει ήδη χυθεί, η έκδοση της «φετφά» ήρθε ως επακόλουθο σε μια ιδιαίτερα τεταμένη περίοδο για τον κόσμο.
Το κεφάλι του Rushdie κοστολογήθηκε στα 2 εκατ. δολάρια και η αμοιβή θα έφτανε τα 3 εκατομμύρια, εάν «κοβόταν» από χέρι Ιρανού πολίτη. Διάφορες ομάδες ανά τον κόσμο πρόσθεσαν κι άλλα χρήματα, με το ποσό να ανεβαίνει χρόνο με το χρόνο, λες και είναι τζακ-ποτ. Χωρίς κανείς να μπορεί να πει με βεβαιότητα αν τελικά θα δίνονταν ή όχι. Όλα γίνονταν στο πλαίσιο της φρενίτιδας που είχε προκληθεί και είχε οδηγήσει σε ασύλληπτες για την εποχή καταστάσεις που περιελάμβαναν βιβλία να καίγονται στην πυρά, βομβιστικές επιθέσεις σε βιβλιοπωλεία, διαδηλώσεις και απειλές. Πάρα πολλές απειλές.
Ο συγγραφέας απέκτησε μόνιμη αστυνομική προστασία και μετά το θάνατο του Χομεϊνί έγραψε το «In Good Faith», μέσω του οποίου απολογήθηκε στους κληρικούς του Ιράν και δήλωσε το σεβασμό του στο Ισλάμ, η «φετφά» όμως δεν αποσύρεται επί της ουσίας ποτέ. Αργότερα η επίσημη θέση της θρησκευτικής ηγεσίας της χώρας θα μεταβληθεί στο ότι «δεν υποστηρίζει ούτε εμποδίζει τη δολοφονία του», αλλά οι κατά καιρούς δηλώσεις και τοποθετήσεις των διαφόρων Αγιατολάχ, δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας. Είναι και θα είναι πάντα σε ισχύ.
Στην πορεία προστέθηκε και η Αλ-Κάιντα, που καθόλου παράξενα, τον κατατάσσει μεταξύ των στόχων της ανά τον κόσμο, περιλαμβάνοντάς τον στη μακάβρια λίστα της. Μόλις πριν από ένα χρόνο άλλες 600 χιλιάδες δολάρια προστέθηκαν στην αμοιβή για το θάνατό του. Κανείς δεν μπορεί να πει πια με βεβαιότητα πού έχει φτάσει η τιμή που γράφει το… καρτελάκι που φέρει σε κάθε του βήμα.
Ο ίδιος λέει πως πλέον πρόκειται περισσότερο για ένα «τσίρκο» ρητορικής μίσους, παρά πραγματική απειλή για τη ζωή του, περίπου τρεις δεκαετίες μετά την επικήρυξή του. Χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα Ελισάβετ, έγινε μέλος του Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων της Γαλλίας αλλά και των ΗΠΑ όπου ζει και εργάζεται πλέον μόνιμα σε πανεπιστήμιο. Για τους εξτρεμιστικούς κύκλους που τον κατηγόρησαν ως πράκτορα της CIA, αυτή η εξέλιξη ερμηνεύθηκε ως απόδειξη της ορθότητας της απόφασης για την «φετφά», με την οποία φυσικά δεν συντάχθηκε όλος ο μουσουλμανικός κόσμος.
Για την ώρα ο Salman Rushdie ζει στον δικό του και σε συνέντευξή του πριν περίπου δέκα χρόνια είχε πει χαριτολογώντας πως κάθε 14η Φεβρουαρίου τσεκάρει την αλληλογραφία του περιμένοντας κάποια κάρτα Αγίου Βαλεντίνου από το Ιράν. Κάτι που πολύ δύσκολα θα συμβεί. Άλλωστε σχετικά πρόσφατα παραδέχτηκε πως στα 28 χρόνια που μεσολάβησαν από την έκδοση του βιβλίου του, η Γη έχει γίνει πολύ πιο επικίνδυνο μέρος σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Ο φονταμενταλισμός βρήκε πρόσφορο έδαφος, ο θρησκευτικός φανατισμός γιγαντώθηκε και οι «ιεροί πόλεμοι» ή η αναγκαιότητα της ύπαρξής τους ως αιτιολόγηση και μανδύας, κυριάρχησαν σε τέτοιο βαθμό που να ευθύνονται για πολύ περισσότερους θανάτους από εκείνον τον έναν του Rushdie που τελικά δεν ήρθε ποτέ.