Δεν είναι «έγκλημα» να αναδειχθούν και οι κακές βραδιές Σπανούλη-Σφαιρόπουλου

Δεν βρίσκω για ποιον λόγο είναι επιλήψιμο να αναφερθεί ότι η εμφάνιση του Σπανούλη το βράδυ της Κυριακής ήταν ο νούμερο 1 λόγος για τον οποίο οι ερυθρόλευκοι έπεσαν αμαχητί και στο δεύτερο σερί τελικό που συμμετείχαν.

Οι Ισπανοί που ξέρουν καντάρια μπάσκετ, με αυτά που έχουν δει τα μάτια τους τα τελευταία χρόνια, ιεραρχούν τον Βασίλη Σπανούλη και τον Δημήτρη Διαμαντίδη πολύ πάνω από αρκετούς δικούς τους σταρ.

«Δεν έκανε ένα από τα πιο λαμπρά παιχνίδια της καριέρας του, αλλά το έκρινε όπως τόσα και τόσα στην καριέρα του», έγραψε η μαδριλένικη Marca αναφερόμενη στο ρεσιτάλ του Σπανούλη, στα τελευταία λεπτά του ημιτελικού με την ΤΣΣΚΑ Μόσχας. «Μύθος» και «αθάνατος» ήταν δύο από τα επίθετα που του αποδόθηκαν στο ίδιο κείμενο, εκφράσεις που στην Ιβηρική δεν αναλώνουν εύκολα ούτε για συμπατριώτες τους (με εξαίρεση βέβαια τον θρυλικό Πάου Γκασόλ).

Το φετινό επίτευγμα του Ολυμπιακού και του αρχηγού του είναι ίσως μεγαλύτερο απ’ όλα τα προηγούμενα. Με δύο κομβικής σημασίας παίκτες εκτός μάχης εδώ και καιρό (Λοτζέσκι, Χάκετ) και με μπάτζετ που απέχει πλέον έτη φωτός από Ρώσους, Τούρκους και Ισπανούς, ολοκλήρωσε ένα ασύλληπτο 4/4 επί της ΤΣΣΚΑ Μόσχας σε Final Four, φτάνοντας σε απόσταση μόλις 40 λεπτών από το τρόπαιο. Πιθανόν και να το είχε κατακτήσει αν ο τελικός διεξαγόταν σε ουδέτερο γήπεδο.

Το γιατί ωστόσο δεν κατάφερε καν να το διεκδικήσει θα μπορούσε επίσης να είναι ένα ζήτημα που σηκώνει συζήτηση. Ή τουλάχιστον άξιο να μπει στο κάδρο αυτής, έστω και ως φόντο.

Όλοι έχουν δικαίωμα σε κακές βραδιές, πόσο μάλλον όταν μια ολόκληρη άμυνα (και δη του Ζέλικο Ομπράντοβιτς) είναι προσαρμοσμένη πάνω τους.

Δεν βρίσκω όμως για ποιον λόγο είναι επιλήψιμο να αναφερθεί ότι η εμφάνιση του Σπανούλη το βράδυ της Κυριακής ήταν ο νούμερο 1 λόγος για τον οποίο οι ερυθρόλευκοι έπεσαν αμαχητί και στο δεύτερο σερί τελικό που συμμετείχαν. Προφανώς έδωσαν μια μάχη άνιση σε αμφότερους. Απέναντι σε ομάδες που είχαν αγωνιστική υπεροπλία και με την εξέδρα να κοχλάζει υπέρ τους.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έγιναν λάθη ώστε το αουτσάιντερ να μην προσφέρει καν ανταγωνισμό. Τέτοιο ήταν η Γιουγκοπλάστικα (τότε Pop 84) στον εκτός έδρας τελικό του ’91 κόντρα στην υπερπλήρη Μπαρτσελόνα, τέτοιο ήταν και ο Παναθηναϊκός το 2002 στην Μπολόνια, τέτοιο και (πολύ περισσότερο) η Ταού Κεράμικα μέσα στη Μόσχα απέναντι στην αήττητη ΤΣΣΚΑ του Ντούσαν Ιβκοβιτς το 2005. Και στα τρία αυτά ματς όμως, το αποτέλεσμα ήταν κόλαφος για τους γηπεδούχους.

Δεν νομίζω ότι ο Βασίλης Σπανούλης, ύστερα από όσα έχει πετύχει στην καριέρα του, έχει ανάγκη, στα ύστερα της μπασκετικής καριέρας του, τόσες δόσεις «αγιογραφίας». Αμφιβάλλω δεν και αν του κάνει καλό αυτό το ατέρμονο «κανάκεμα» από τα Μ.Μ.Ε. «Αποθέωση» όταν παίζει καλά, άκρα του τάφου σιωπή όταν αποτυγχάνει να ηγηθεί της ομάδας.

Για ποιον λόγο ο Γιάννης Σφαιρόπουλος τον άφησε σε όλο το τρίτο δεκάλεπτο εντός παρκέ όταν ήταν φανερό ότι είχε μπλοκάρει πνευματικά, αδυνατώντας να απεγκλωβιστεί από τις τανάλιες του Έκπε Ούντο; Ο Έρικ Γκριν έδειχνε ζεστός στο πρώτο ημίχρονο, η αλλαγή έμοιαζε επιβεβλημένη στα μέσα του τρίτου δεκαλέπτου. Τότε που η Φενερμπαχτσέ άρχισε να χτίζει διαφορά, εκμεταλλευόμενη την αδυναμία του ερυθρόλευκου αρχηγού και στις δύο πλευρές του παρκέ. Ήταν άλλωστε μια αλλαγή καθιερωμένη από πλευράς Σφαιρόπουλου, που σε όλα σχεδόν τα κρίσιμα παιχνίδια επιλέγει να δίνει ανάσες στον «Kill Bill» για να τον έχει φρέσκο στο τελευταίο δεκάλεπτο.

Τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να πάει κόντρα στα ειωθότα στο ματς της χρονιάς, χάνοντας το τελικά προτού εκπνεύσει το τρίτο δεκάλεπτο; Μήπως ήταν ο ίδιος ο παίκτης που ζήτησε να μην αντικατασταθεί; Γιατί ο Γκριν έμεινε τόση πολύ ώρα εκτός αγώνα ενώ έδειχνε να βρίσκεται σε μέρα που θα μπορούσε να βοηθήσει;

Ο Σπανούλης σούταρε με 16,6% στον τελικό (2/12 εντός πεδίας) και το ένα από τα δύο εύστοχα τρίποντα ήταν απελπισίας όταν τα πάντα είχαν κριθεί. Στα 35 χρόνια του δε, έπαιξε 31 λεπτά, περισσότερο από κάθε συμπαίκτη του. Όσα έπαιξαν αθροιστικά δηλαδή οι δύο κορυφαίοι του Ολυμπιακού στο ματς, ο Νίκολα Μιλουτίνοφ και ο Κεν Μπιρτς.

«Σχολαστικός», θα πει κάποιος. Ίσως δεν είναι ωραίο να πασπαλίζεται με ψήγματα «γκρίνιας» ένα σχεδόν ηρωικό κατόρθωμα, όπως αυτό του θριάμβου στον ημιτελικό. Σύμφωνοι. Εν μέρει όμως. Διότι δεν ήταν και ωραία η εικόνα να έχει πετάξει μία ομάδα λευκή πετσέτα από το 27:00 ενός τελικού.

Το ίδιο συνέβη πάνω-κάτω το 2015 στη Μαδρίτη. Και τότε ο αρχηγός έμεινε για 31 λεπτά στο παρκέ, αρκούμενος σε μόλις τρεις πόντους με 1/5 εντός πεδίας και 1/4 βολές.

Ο Βασίλης Σπανούλης είναι αναμφίβολα ένας από τους Special Ones που άλλαξαν την ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, μπολιάζοντας με το ένστικτο του νικητή την ομάδα που αναγνωρίζεται πλέον ως η πιο συνεπής δύναμη της ηπείρου την τελευταία εξαετία. Μια ομάδα που συμβολίζει την υπέρβαση, την αυταπάρνηση και την ομοψυχία σε βαθμό που δεν έχει «γνωρίσει» το άθλημα στη σύγχρονη ιστορία του. Μια ομάδα με ατσάλινο χαρακτήρα που πιθανόν να είχε τέσσερα ευρωπαϊκά τρόπαια σε αυτά τα έξι χρόνια αν δεν είχε λαβωθεί από τόσους τραυματισμούς και δεν έβρισκε δύο φορές απέναντί της τη γηπεδούχο σε τελικό. Αλλά και μία ομάδα που ενδεχομένως να είχε έστω διεκδικήσει τα δύο από αυτά τα τέσσερα, αν σε αυτούς τους τελικούς ο τεχνικός και ο φυσικός ηγέτης της είχαν βρεθεί σε καλύτερη βραδιά…