Τα 37άρια που θα καταγράψει ο υδράργυρος τις επόμενες ώρες, δεν είναι τίποτα μπροστά στην κόλαση που αντιμετώπισε ο τόπος ακριβώς 31 χρόνια πριν. Όταν οι νεκροί που άφησε πίσω του έφτασαν τον πληθυσμό κωμόπολης. Άλλοι, βέβαια, ανεβάζουν τον αριθμό σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα, σε βαθμό που να μιλάμε για κανονική συμφορά. Μιλάμε για 1.300 ψυχές, που ορισμένοι συνυπολογίζοντας και παράπλευρες απώλειες, θεωρούν πως ξεπέρασαν τις 3.000.
Όχι, δεν ήταν και τόσο ωραία χρόνια
Όταν οι παλαιότεροι αναφέρονται στο παρελθόν έχουν την τάση να μεταφέρουν μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα. Συχνά έχουν δίκιο. Πολλές φορές όμως πρόκειται για μια τακτική του ανθρώπινου εγκεφάλου που μοιάζει να εξιδανικεύει εκείνο που έχει ήδη περάσει. Στα μικρά κουτάκια του νου μας στριμώχνονται οι άσχημες εμπειρίες, οι οποίες απωθούνται και καταλήγουν στο περιθώριο. Βέβαια, περιστατικά όπως εκείνα του Ιουλίου του 1987, είναι αδύνατο να φύγουν από τις μνήμες όσο τα έζησαν. Ταυτόχρονα έρχονται ως επιβεβαίωση ότι παλιότερα δεν ήταν όλα καλύτερα.
Το γεγονός
Μετά τα μέσα Ιουλίου ο υδράργυρος τραβά την ανηφόρα. Οι 37, 38 και 39 βαθμοί, βέβαια, αρχικά αντιμετωπίζονται ως μια ευκαιρία για βόλτα στη θάλασσα. Ή για γκρίνια όσων δεν είχαν τη δυνατότητα να το κάνουν. Τα αμέσως επόμενα 24ωρα οι θερμοκρασίες ξεκινούν από 40 πια. Και η Ελλάδα, κυρίως η Αθήνα, περιμένει χωρίς να το γνωρίζει τον μεγαλύτερο «φονιά» που την είχε επισκεφτεί για δεκαετίες. Μπαίνοντας στο τελευταίο δεκαήμερο εκείνου του μήνα το μόνο που έσωσε πολύ κόσμο ήταν το γεγονός πως είχε φύγει σε διακοπές. Όσοι τις είχαν προγραμματίσει για αργότερα ή δεν είχαν τη δυνατότητα, εγκλωβίστηκαν σε διαμερίσματα που μετατράπηκαν σε καυτούς τάφους. Το θερμόμετρο έμενε σταθερά κολλημένο στους 44-45 βαθμούς και το μόνο που άλλαζε ήταν ο τραγικός απολογισμός.
Πέρα από κάθε φαντασία
Τις πρώτες μέρες «έφυγαν» λίγοι. Κυρίως άτομα που άνηκαν στις λεγόμενες «ομάδες υψηλού κινδύνου». Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Θεωρήθηκε περίπου φυσιολογικό γεγονός και αντιμετωπίστηκε ως τέτοιο. Αν και το ρήμα «αντιμετωπίστηκε» δεν είναι το σωστό, αφού δεν υπήρξε ο παραμικρός σχεδιασμός και η θερινή ραστώνη δοκίμασε τα ανύπαρκτα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού. Στις 25/7 και με 300 νεκρούς ήδη, η χώρα μπαίνει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, αλλά πλέον είναι αργά. Μέχρι το τέλος του μήνα 1.300 άνθρωποι έχουν αφήσει την τελευταία πνοή τους από τον καύσωνα. Κυρίως στην Αθήνα, όπου ο συνδυασμός μπετόν, έλλειψης πράσινου και νέφους (μιλάμε για τα ‘80s) αποδεικνύεται φονικός.
Πεθαίνουν ακόμη και μέσα στα νοσοκομεία
Αν και η αίσθηση που έχει μείνει από εκείνη την εποχή είναι πως ο κόσμος πέθαινε στους δρόμους, η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Οι περισσότεροι χάνουν τη ζωή τους μέσα στα ίδια τα σπίτια τους. Κάποιοι έχουν ακόμη πιο τραγικό τέλος αφού έχουν προλάβει μεν να μεταφερθούν στα νοσοκομεία, αλλά ούτε εκεί υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί η ζέστη. Η τεχνολογία, ή μάλλον η απουσία της, είχε παίξει καθοριστικό ρόλο.
Τα κλιματιστικά ήταν μια σχεδόν άγνωστη λέξη. Όχι μόνο για την πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών, αλλά και τα δημόσια κτήρια. Συμπεριλαμβανομένων και των νοσοκομείων. Κανένας δεν μπορεί να αποφύγει το πεπρωμένο του… Όσο τα πτώματα γίνονται περισσότερα, τόσο τα ψυγεία γεμίζουν. Με αποτέλεσμα εκατοντάδες άνθρωποι να μένουν έξω από αυτά ή άθαφτοι για μέρες, με ότι αυτό συνεπάγεται.Κι επειδή μιλάμε για μια εποχή που ΔΕΝ ήταν όλα καλύτερα, οι συχνές διακοπές ρεύματος και παροχής νερού (πολύ συνηθισμένο τότε) κάνουν την κατάσταση εντελώς ανεξέλεγκτη.
Η χώρα μετατρέπεται σε σκηνικό θρίλερ. Με πολλούς να περιμένουν να ακούσουν στις ειδήσεις είτε το όνομα κάποιου δικού της (αφού γινόταν κάτι σαν… προσκλητήριο στα δελτία), είτε κάποιον μετεωρολόγο που να μεταφέρει το πιο ευχάριστο νέο που θα μπορούσε να ακούσει κανείς. Ότι, δηλαδή, αλλάζει ο καιρός.
Έρχεται το τέλος
Μετά από 8 κολασμένα μερόνυχτα η πόλη συνεχίζει να βρίσκεται σε καθεστώς… βρασμού. Νεκροί στριμώχνονται ακόμη και σε βαγόνια τραίνων, αλλά η κατάσταση για τους υπόλοιπους αλλάζει. Θεωρητικά το βράδυ της 27ης Ιουλίου θα είναι το τελευταίο δύσκολο. Τουλάχιστον αυτή είναι η πρόβλεψη της ΕΜΥ, που ευτυχώς αποδεικνύεται σωστή. Το επόμενο πρωί το ημερολόγιο γράφει 28, το θερμόμετρο –επιτέλους- κάτω από 40 και η Αθήνα (που πάντα φοβόταν τον σεισμό) συνειδητοποιεί πως στο πρόσωπο του υδράργυρου γνώρισε τον μεγαλύτερο δολοφόνο της σύγχρονης ιστορίας της.