Οι πολλές αλλαγές στο ρόστερ δεν είναι το φόρτε του μπασκετικού Ολυμπιακού. Ενίοτε όμως η ανάγκη σε οδηγεί εκεί και τότε είναι που χρειάζεσαι ακόμα περισσότερο τη σύνεση και την ωριμότητα για να επιλέξεις τα κατάλληλα κομμάτια του παζλ.
Και όταν μιλάμε για παζλ, κατάλληλα είναι εκείνα τα κομμάτια που θα κολλήσουν, δένοντας αρμονικά, με τα προϋπάρχοντα. Ο Ολυμπιακός κινήθηκε και φέτος αποκλειστικά με γνώμονα αυτό, έστω και αν το δέλεαρ για μια κίνηση εντυπωσιασμού στο τέλος μιας σεζόν δίχως τίτλους ήταν ισχυρό. Διαθέσιμο μπάτζετ υπήρχε μετά τις τόσες αποχωρήσεις (Γκριν, Λοτζέσκι, Χάκετ, Μπιρτς, Γιανγκ, Ουότερς, Αθηναίου), αλλά οι αδελφοί Αγγελόπουλοι δεν τσίμπησαν, παραμένοντας πιστοί στο σχεδιασμό του ρόστερ γύρω από τον αξιοζήλευτο ελληνικό κορμό.
Δεν υπάρχει καμία άλλη ομάδα πρώτης γραμμής στην Ευρωλίγκα με τόσο έντονο αριθμητικά και ποιοτικά το γηγενές στοιχείο, εκτός και αν καταφύγουμε σε περιπτώσεις τέτοιων δεύτερης ταχύτητας, όπως ο Ερυθρός Αστέρας και η Ζαλγκίρις. Οι ερυθρόλευκοι πρόσθεσαν δίπλα στους Σπανούλη, Πρίντεζη, Μάντζαρη, Παπανικολάου, Παπαπέτρου, Αγραβάνη και Τολιόπουλο, τον Γιώργο Μπόγρη, ψάχνοντας ακολούθως το supporting cast των ξένων. Αναζητούν την ουσία, τη χημεία και το ομαδικό πνεύμα πίσω από τους αριθμούς των νεοφερμένων, αναθέτοντας τους ρόλους προτού καν αυτοί πατήσουν το πόδι τους στον Πειραιά.
Κοινός παρανομαστής όλων είναι ότι βάζουν το «εγώ» κάτω από την ομάδα, όσο αυτό μπορεί βέβαια να ανιχνευτεί με βάση το παρελθόν τους. Κλασικές περιπτώσεις οι δύο Ευρωπαίοι, ο Γιάνις Στρέλνιεκς και ο Κιμ Τιγί, οι οποίοι προέρχονται από σύνολα που χτίζουν επί σειρά ετών πάνω στις αρχές που διέπουν και το παιχνίδι του Ολυμπιακού (Μπάμπεργκ, Μπασκόνια). Ο Λετονός παρουσιάζεται κάθε χρόνο και καλύτερος, φτάνοντας να έχει πέρσι 11,7 πόντους και 3,5 ασίστ ανά αγώνα στην Euroleague, ενώ ο Γάλλος μοιάζει ιδανική περίπτωση για να δώσει ανάσες στον Γιώργο Πρίντεζη, διαθέτοντας επιθετικό πλουραλισμό και την απαιτούμενη θέληση στην άμυνα.
Η παραμονή του Μιλουτίνοφ, ο οποίος αναμένεται με αναβαθμισμένο ρόλο, έλυσε τα χέρια του Γιάννη Σφαιρόπουλου, που αυτή τη φορά απαρνήθηκε το μοντέλο του αθλητικού ψηλού για χάρη του Τζαμέλ ΜακΛίν, ενός παίκτη που υπερέχει ξεκάθαρα των Γιανγκ και Μπιρτς στις καταστάσεις ένας με έναν. Για την τελευταία θέση της περιφέρειας επιλέχθηκε ο Μπράιαν Ρόμπερτς, το όνομα του οποίου μπορεί να μην ενθουσιάζει, αλλά το βιογραφικό του απογειώνει η βαρύνουσα υποσημείωση ότι πρόκειται για έναν παίκτη που κέρδισε 5ετη καριέρα στο NBA μέσω Ευρώπης. Έχει την ευχέρεια να παίξει και στο «1» και στο «2», προσαρμόζεται στις απαιτήσεις του συνόλου, προσπαθεί να διαβάσει το παιχνίδι (το μεγάλο πλεονέκτημα του σε σχέση με τον Γκριν, που δημιουργικά ήταν αόρατος) και είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να πυροβολήσει από τα 5-6 μέτρα.
Τι έλειπε για να ολοκληρωθεί το παζλ; Ένας δεύτερος – τύπου Λοτζέσκι – αξιόπιστος σουτέρ από την περιφέρεια (μετά τον Στρέλνιεκς) και ο εκλεκτός για αυτό το ρόλο είναι ο Τζάρελ Έντι. Ο νικητής του διαγωνισμού τριπόντων στο All Star Game της D-League το 2015 είχε πέρσι κατά μέσο όσο 14,1 πόντους στο αναπτυξιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ, σουτάροντας με 41,5% έξω από τα 7,25μ. Το μοναδικό μειονέκτημά του είναι ότι δεν έχει αγωνιστεί ποτέ εκτός ΗΠΑ, αλλά απ’ ότι φαίνεται ο Ολυμπιακός αναμένεται να το παραβλέψει, «επιτρέποντας» να έχει στο ρόστερ του έναν και μόνο παίκτη χωρίς παραστάσεις Ευρώπης.
Όποιος και να αποκτηθεί όμως για τις θέσεις «2» και «3», αυτό που διαφαίνεται δεδομένα ως μεγάλο πλεονέκτημα του νέου Ολυμπιακού είναι ότι πολλοί παίκτες μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα στο τερέν. Σχεδιάζεται μια ομάδα με πολύ μεγάλη ευελιξία και προσαρμοστικότητα, προφανώς όχι η πιο λαμπερή σε ότι αφορά τα ονόματα, πιθανόν όμως μια από τις πιο πλήρεις στην ιστορία του. Σκεφτείτε μόνο ότι τώρα έχει στη ρακέτα τους Τιγί, Μπόγρη, ΜακΛίν αντί των Μπιρτς και Γιανγκ, ενώ στην περιφέρεια οι Ρόμπερτς, Στρέλνιεκς και Έντι θα αντικαταστήσουν τον Γκριν και τους Χάκετ, Λοτζέσκι, που πέρσι ήταν καθηλωμένοι στην εξέδρα.
Προφανώς η χημεία είναι το Α και το Ω, αλλά αυτή μοιάζει λίγο-πολύ δεδομένη σε μια ομάδα που ποντάρει διαχρονικά στην εν λόγω αρετή και παρά τις όποιες κακοτοπιές έχει συμμετάσχει στα 4/6 τελευταία Final Four. Η Ρεάλ, που έχει διατηρήσει σχεδόν το ίδιο ρόστερ, η ΤΣΣΚΑ (που στη φυγή του Τέοντοσιτς «απάντησε» με Σέρχιο Ροντρίγκες και Κλάιμπερν) και η κάτοχος Φενερμπαχτσέ (που αποτελεί πάντως ερωτηματικό μετά τις αποχωρήσεις τον Ούντο, Μπογκντάνοβιτς) θεωρούνται και φέτος τα τρία πρώτα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου. Η ομάδα ωστόσο με τα μεγαλύτερα περιθώρια βελτίωσης μοιάζει να είναι ο Ολυμπιακός και αυτό που σιγοψυθιρίζουν καιρό τώρα τα στελέχη του είναι ότι το φετινό Final Four θα διεξαχθεί στο Βελιγράδι…