Θα χάνατε με κάτω τα χέρια- δηλαδή, για την ακρίβεια, δε θα χάνατε απλά, αλλά θα συντριβόσασταν: αν παίζατε το πασίγνωστο «Μάντεψε ποιος!» με τους φίλους σας και για κάποιον ανεξήγητο λόγο έπρεπε να ταιριάξετε τα πρόσωπα που βλέπετε με αυτά τα 5 συγκεκριμένα ονόματα, τότε θα τα κάνατε μεγαλοπρεπώς μαντάρα.
«Έχει μουστάκι;»- ποιος ξέρει; «Φοράει γυαλιά;»- θα μπορούσε. «Είναι φαλακρός;»- γιατί όχι; Αυτή θα ήταν η μορφή των απαντήσεων που θα παίρνατε και μετά από λίγο θ’ αντιλαμβανόσασταν πως θα σας συνέβαινε, σε μεταφορικό επίπεδο,, αυτό που κάνουμε στον καφέ: θα τον πίνατε.
Γιατί, βλέπετε, ουδείς γνωρίζει πώς είναι…
Η Νατάσσα Συρεγγέλα
Είναι αυτή που έχει αντικαταστήσει το παραδοσιακό “The End” στις ταινίες της ελληνικής τηλεόρασης: ένα φιλμ δεν τελειώνει ΠΟΤΕ αν δεν εμφανιστεί μετά τους συντελεστές το «Απόδοση Διαλόγων: Νατάσσα Συρεγγέλα».
Σύμφωνα με το θρύλο η πρώτη ταινία στην οποία έβαλε υπότιτλους η Νατάσα ήταν το «Όσα παίρνει ο Άνεμος», ενώ η τελευταία της είναι αυτή που θα πάρει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας στην τελετή του 3043 μ.Χ.
Επίσης, φήμες λένε πως η κ. Συρεγγέλα είναι σαν τον Σπάρτακο: ξεκίνησε ως ένας άνθρωπος, όμως μετά μια τεράστια κοινότητα ομοϊδεατών οικειοποιήθηκε το όνομά της και τώρα έχει γεμίσει ο τόπος μεταφραστικές Νατάσες Συρεγγέλες.
Πώς αλλιώς να εξηγηθούν τα 8.000.000 έργα που φέρουν την «υπογραφή» της;
Ο Γιώργος Λυκούδης
Το αρσενικό «αντίπαλο» δέος της Συρεγγέλας στην απόδοση διαλόγων. Ο Γιώργος έχει καταφέρει να βάλει υπότιτλους ακόμα και σε ταινία του βωβού κινηματογράφου, ενώ πρέπει να δουλεύει με τέτοιους ρυθμούς που να δικαιολογείται πλήρως ένα “You were on fire my man!” από τον Βαγγέλη Ιωάννου.
Animation, θρίλερ, κωμωδίες, δράματα, δραμεντί, κομεντί, τρόμου, βιογραφίες- τα πάντα. Ο Λυκούδης είναι η έμβια απόδειξη του ρητού «όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω» και από καθαρά φαλλοκρατικής απόψεως, είναι ο μεταφραστής της καρδιάς μας.
Βέβαια μπορεί να είναι και ο Ακέφαλος Καβαλάρης- καθώς κανείς δεν έχει δει το πρόσωπό του- αλλά εμείς τον στηρίζουμε.
Ο Σήφης Βοτζάκης
Ίσως να σας φαίνεται περίεργο αν η ταυτότητά σας αναγράφει ως ημερομηνία γέννησης ένα νούμερο που το άθροισμά του δε βγάζει πάνω από 5 (2001, ας πούμε), όμως υπήρχε μια εποχή που δε μαθαίναμε τ’ αποτελέσματα των αγώνων από το κινητό μας ή τον υπολογιστή, αλλά από το ραδιόφωνο.
Ναι, το ραδιόφωνο. Και η εκπομπή που αποτελούσε ηχητικό μονόδρομο δεν ήταν άλλη από το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» της ΕΡΑ ΣΠΟΡ με συντονιστή τον Σήφη Βοτζάκη. Μετά το επικό σήμα της αρχής- το οποίο για εσάς τις γεροντάρες εκεί έξω θα κάνει την τρίχα σας να σηκωθεί κάγκελο (απλό, όχι αυτό της πουτάνας) μόλις το ακούσετε- ο Σήφης έδινε «πάσα» από τον έναν δημοσιογράφο στον άλλον κι εμείς πληροφορούμασταν τι γίνεται στο Χαριλάου, στην Τούμπα, τη Φιλαδέλφεια, το Καραϊσκάκης, το ΟΑΚΑ και ούτω καθεξής.
Η δημοφιλία της φωνής του Βοτζάκη ήταν τέτοια, που ο Σήφης θα μπορούσε κάλλιστα να υποπέσει στο πιο δικαιολογημένα παράλογο «σφάλμα» αναφορικά με τον εαυτό του: «Έχω ένα πρόσωπο στην κοινωνία», θα έλεγε και θα είχε δίκιο.
Μόνο που, βέβαια, ουδείς έχει δει το πρόσωπό του…
Ο Κωνσταντίνος Λαβίθης
Εδώ και πάνω από μια δεκαετία είναι ο άνθρωπος πίσω από το μικρόφωνο της διασημότερης εκπομπής λόγου και επικοινωνίας στο ελληνικό ραδιόφωνο- η ηλεκτρονική αναφορά, φυσικά, για το περίφημο «Ανεμολόγιο».
Ο Κωνσταντίνος Λαβίθης για 5 ολόκληρες ώρες καθημερινά (00:00- 05:00) ανοίγει γραμμές για τους ακροατές του Real FM (πλέον), όμως παρά το γεγονός πως η φωνή του είναι πιο γνωστή κι από του Κώστα Σημίτη («Είναι μακέτο τούτο το έργο;»), έχει ένα βασικό μειονέκτημα: δεν μπορεί ν’ απαντήσει τίποτα όταν του κάνουν το ερώτημα «Έχεις κι εσύ βρε τα μούτρα και μιλάς;».
Γιατί ναι μεν αποδεδειγμένα μιλάει, όμως για τα μούτρα του κανένας δεν μπορεί να βάλει το χέρι στη φωτιά.
Η Πιπίτσα Παΐσιου
Οκ, ναι: έχετε κάθε δικαίωμα να μας κατηγορείτε πως είμαστε ανακριβείς- ο τίτλος του άρθρου λέει πως δεν ξέρουμε το πρόσωπό τους, όχι πως δεν ξέρουμε ούτε τα ονόματά τους.
Ας συστηθούμε ξανά, λοιπόν: «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…». Καλύτερα τώρα;
Για έναν λόγο τον οποίον ακόμα ψάχνουν οι μεγαλύτερες ερευνητικές μονάδες αυτού του κόσμου, επί σειρά ετών ο μέσος Έλληνας ένιωθε την ανάγκη (και σε άκυρες φάσεις, όχι μόνο όταν του έλεγε κάποιος «Δε βλέπω την ώρα να…») τηλεφωνούσε 3-4 φορές ημερησίως στο 141 για να μάθει την ώρα.
Τότε η Πιπίτσα αναλάμβανε να τον ενημερώσει λέγοντάς του το θρυλικό, πια, «Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…» λίγο πριν ακουστεί το καλοδεχούμενο εκνευριστικό μπιιιιιπ του ΟΤΕ.
Ήταν, μάλιστα, τόσο ακριβής, που δικαιούτο να υπερηφανεύεται πως οι σωστές «προφητείες» ενός Παΐσιου ήταν οι δικές της. Ο γέροντας έπεφτε ενίοτε κι έξω. Η Πιπίτσα ποτέ.