Ήταν από τις στιγμές ο Παύλος Στεργίου μετάνιωνε γι αυτό που ήταν. Κάθισε μπροστά στο τζάκι, έβαλε ένα ποτήρι μαύρο ρούμι και έκλεισε τα μάτια. Η σκηνή που έζησε πριν από λίγες ώρες, στριφογύριζε και πάλι στο μυαλό του: «Αυτός έμεινε να μου τη θυμίζει, ντετέκτιβ, ο Μπεν, ο αγαπημένος της σκύλος. Μόνο αυτή και εμένα δεν γάβγιζε ποτέ. Βρες τον, σε παρακαλώ. Βρες τον δολοφόνο της αδερφής μου». Πριν από δύο μέρες η Μελίνα Αθανασιάδη βρέθηκε νεκρή με δύο σφαίρες στο θώρακα στο σαλόνι του σπιτιού της. Ο σύντροφός της Φώτης Γκίκας τη βρήκε μέσα σε μια λίμνη αίματος και ειδοποίησε την Αστυνομία.
Η 26χρονη Μελίνα ήταν αδερφή της Βαλέρια Αθανασιάδη, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Αλέξη Δαμιανό. Το όργανο του εγκλήματος, ένα 45άρι με σιγαστήρα βιδωμένο πάνω, βρέθηκε στο σπίτι του Γρηγόρη Δαμιανού, πατέρα του Αλέξη. Στο χώρο της δολοφονίας βρέθηκαν αποτυπώματα του Γρηγόρη και της Βαλέριας, ενώ αίμα της Μελίνας βρέθηκε στα ρούχα του Φώτη. Εκείνο όμως που θα μπέρδευε ακόμα περισσότερο την υπόθεση ήταν δύο ευρήματα του ιατροδικαστή. Η Μελίνα ήταν ενός μηνός έγκυος και πάνω της βρέθηκε γενετικό υλικό του Αλέξη Δαμιανού. Ο θάνατός της προσδιορίστηκε τη δεκάτη βραδινή.
Ο Παύλος πήρε αγκαλιά τη Μάγια, τη ναζάρια γάτα του με τη φουντωτή ουρά και άρχισε να διαβάζει ξανά τις καταθέσεις.
Γρηγόρης Δαμιανός: «Η Μελίνα με πήρε τηλέφωνο γύρω στις 19:15 το απόγευμα. Έκλαιγε. Μου ζήτησε να περάσω από το σπίτι της, ήθελε να μου μιλήσει. Τα σπίτια μας είναι πολύ κοντά. Έφτασα στις 19.30. Ήταν φοβισμένη. Της ζήτησα να μου εξηγήσει τι συμβαίνει, όμως δεν μου είπε κουβέντα. Δεν μπορούσε. Μόνο έκλαιγε. Με παρακάλεσε να φύγω και μου υποσχέθηκε ότι θα μου μιλούσε όταν ήταν έτοιμη. Έφυγα στις 20.00. Δεν μπορούσα να σταθώ από την υπερένταση. Για ώρες απλώς περπατούσα εκεί κοντά. Ένιωθα ότι κάτι κακό συνέβη. Προσπάθησα αμέτρητες φορές να βρω τον γιο μου. Σπίτι δεν απαντούσε και το κινητό του ήταν κλειστό. Το άνοιξε μετά τις 22.00, του μίλησα και αργότερα συναντηθήκαμε σ ΄ένα μπαρ. Μείναμε εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα».
Ο Γρηγόρης Δαμιανός υποστήριξε ότι το όπλο της δολοφονίας το είχε έξι χρόνια, όταν και έβγαλε άδεια οπλοφορίας. Κλειδιά του σπιτιού του είχαν ο Αλέξης, η Βαλέρια. Ο Γρηγόρης όμως είχε προσωρινά δώσει κλειδιά και στον Φώτη, ο οποίος ήταν ελαιοχρωματιστής και τις τελευταίες δύο εβδομάδες του έβαφε το σπίτι. Αλέξης Δαμιανός: «Διατηρούσα σχέση με τη Μελίνα τους τελευταίους τρεις μήνες. Εκείνο το βράδυ πήγα για να τη δω. Είχε αρχίσει να με αποφεύγει. Έφτασα στις 21.10 περίπου. Ο Φώτης ήταν στον πάνω όροφο, κοιμόταν.
Προσπάθησε να το σταματήσει, όμως ούτε αυτή ούτε εγώ μπορούσαμε. Κάναμε έρωτα στον καναπέ του σαλονιού. Μετά με αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα. Μου είπε ότι έπρεπε να τελειώσει όλο αυτό. Ένιωθε ενοχές για την αδερφή της και τον άντρα της. Την πίεσα. Μου είπε ότι ήταν έγκυος και ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Ο Φώτης δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, θα τα καταλάβαινε όλα. Αιφνιδιάστηκα, σάστισα. Λογομαχήσαμε. Μου φάνηκε ότι άκουσα θόρυβο, αλλά δεν μπορούσα να ξεχωρίσω από πού. Νόμισα ότι ξύπνησε ο Φώτης. Τρόμαξα. Την έσπρωξα στον καναπέ και έφυγα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τι ώρα. Μετά πήγα με τον πατέρα μου για ένα ποτό, για να ηρεμήσω».
Βαλέρια Αθανάσιάδη: «Πέρασα από το σπίτι της αδερφής μου στις 20.30. Θα πηγαίναμε στο γιατρό την άλλη μέρα για τις ζαλάδες της και ήθελα αν τη δω και να της το θυμίσω. Ήταν με τον Φώτη. Φαινόταν σκεπτική, όπως πάντα τον τελευταίο καιρό. Έφυγα στις 21.00 και γύρισα σπίτι».
Αγγελική Μυλωνά (γειτόνισσα του θύματος): «Εκείνη τη μέρα μπήκαν και βγήκαν πολλά άτομα από το σπίτι. Ο Μπεν γάβγιζε συνέχεια. Δεν έδωσα σημασία. Το βράδυ, όμως, άκουσα πιο έντονο θόρυβο. Μια δυνατή λογομαχία. Κοίταξα από το παράθυρο. Φαίνονταν δύο σκιές να διαπληκτίζονται. Νόμισα ότι ήταν ο Φώτης και η Μελίνα. Έπειτα από λίγο κάποιος βγήκε και ο σκύλος άρχισε να γαβγίζει πάλι. Ήταν 21.45, το θυμάμαι γιατί εκείνη την ώρα χτύπησε το ρολόι. Ήταν ώρα να πάρει ο άνδρας μου τα χάπια του. Δεν έφυγε. Έμεινε κοντά στο σπίτι και άναψε τσιγάρο. Δεν βλέπω καλά, δεν ξεχώρισα την όψη του. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινε εκεί. Δεν ξανακοίταξα. Μετά ησυχία».
Φώτης Γκίκας: «Η Μελίνα συζητούσε με την Βαλέρια. Τις άφησα να τα πουν και λίγο πριν από τις 21.00 πήγα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα. Με πήρε ο ύπνος με τα ακουστικά του mp3 στα αυτιά. Ξύπνησα ύστερα από ώρα. Κατέβηκα στο σαλόνι και τη βρήκα πεσμένη στο πάτωμα. Κοίταξα τον σφυγμό της. Ήταν νεκρή».
Ο Παύλος έμοιαζε χαμένος. Ένιωθε ότι έλειπε ένα κομμάτι από το παζλ.Ένιωθε ότι ήταν τόσο κοντά, μα και τόσο μακριά από τη λύση του γρίφου, επειδή του ξέφευγε μια μικρή λεπτομέρεια. Γέμισε πάλι του ποτήρι του με μαύρο ρούμι. Η Μάγια τον κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα και άρχισε να νιαουρίζει, λες και προσπαθούσε να του πει κάτι. Το ποτήρι γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε με δύναμη στο πάτωμα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Είχε βρει το κομμάτι του παζλ που έψαχνε. Ήξερε ποιος ήταν ο δολοφόνος της Μελίνας Αθανασιάδη.