«Φαινόμενο» Χαρούλης: Ήρθε για να μείνει χρόνια, αν μείνει όπως ήρθε

Η μαεστρία της αυθεντικότητας

Πιάνει το λαούτο και ροκάρει σαν να κρατά ηλεκτρική κιθάρα. Ό,τι κι αν τραγουδήσει το «ξερνάει» απ’ τα σώψυχα του. Νιώθεις ότι δεν διεκπεραιώνει τίποτα, ούτε καν τον πιο χιλιοειπωμένο στίχο.

Αεικίνητος, ακατάβλητος και ανένταχτος σε οποιαδήποτε μουσική ταμπέλα, διεγείρει με τρόπο ασυνείδητα εθιστικό τις δύο βασικές σου αισθήσεις.

Δεν είναι συναυλία, αλλά μυσταγωγία. Μια οπτικοακουστική επίκληση στις καταβολές μας. Στην Κρήτη το λέμε ριζιμιό. Ο Γιάννης Χαρούλης συνδέεται με τον κόσμο αβίαστα, στη βάση θαρρείς μιας αρχέγονης ρίζας, που μας συνδέει όλους με μια αόρατη κλωστή.

Πατώντας γερά στην παράδοση, αλλά ακροβατώντας στις μύχιες μελωδικές αναζητήσεις ενός κοινού πολυσυλλεκτικού. Γειωμένος σε αυτήν, αλλά απογειωτικός ταυτόχρονα. Τα live του είναι σαν το ξεφάντωμα του πανηγυριού στα χωριά, σε συσκευασία ροκ συναυλίας.

Στην Αθήνα υπάρχουν πολλοί Κρητικοί, αλλά όχι τόσοι ώστε να εξαφανίζονται τα εισιτήρια εν ριπή οφθαλμού μετά την ανακοίνωση των εμφανίσεων του. Παρά το έντονο τοπικιστικό στοιχείο στην κουλτούρα και την προφορά, το κοινό του δεν έχει προέλευση. Ούτε ηλικία. Από που κι αν είσαι, με αυτόν στη σκηνή, θα νιώσεις λίγο Κρητικός. Και θα πεις κι ένα τραγούδι…

Την περίοδο των ισχνών αγελάδων κανείς άλλος Έλληνας καλλιτέχνης δεν έχει το «προνόμιο» να κάνει διαδοχικά sold out, όποια εποχή του χρόνου, σε όποιο μέρος και αν εμφανιστεί. Η ζήτηση είναι τέτοια που στην Αττική τουλάχιστον είθισται η εξαγγελία για διήμερο συναυλιών να παρατείνεται και σε τρίτη ημέρα.

Θα ήταν πιθανότατα εφικτό να γεμίζει συναυλιακούς χώρους επί μία σερί εβδομάδα. Αλλά αυτό δεν μπορεί βέβαια να είναι το ζητούμενο για έναν μουσικό που δεν τραγουδάει για να ζει, αλλά ζει για να τραγουδάει.

Το «φαινόμενο» Χαρούλης δεν μπορεί να είναι αποκομμένο από τον αφτιασίδωτο τρόπο με τον οποίο τα πετυχαίνει όλα αυτά. Ήταν και παραμένει «ένας από μας». Ο καλλιτέχνης της διπλανής πόρτας.

Σα να μην πέρασε μια μέρα από τα βοσκοτόπια του Λασιθίου έως την προσφώνηση «κοπέλια», μπροστά σε δεκάδες χιλιάδες θεατές. Τσακωμένος με το «σταριλίκι» και τα παράγωγα του. Απλός, γνήσιος, αληθινός, ευπρεπής. Ο κόσμος αντιλαμβάνεται την ποιότητα και την αλήθεια που εκφράζει με τη μουσική του και αυτό δεν μπορεί να μην είναι ανταποδοτικό.

Ίσως και να μπούχτισε από ψωνισμένες η ματαιόδοξες φάτσες, περιβάλλοντας με μεγαλύτερη εκτίμηση μια αυθεντική τέτοια. Αν πράγματι ισχύει αυτό, πιθανόν και να αποτελεί μια (ενθαρρυντική) ένδειξη αυτοκριτικής, μιας κοινωνίας που ανήγαγε το δήθεν σε αριστεία.

Όπως θα έπρεπε να αποτελεί λόγο αυτοκριτικής για τους ειδικευόμενους στις «ξεπέτες» καλλιτέχνες η οπτική του Χαρούλη στο τι εστί συναυλία. Εκτός από την εξωστρέφεια και τη μεταδοτικότητα του – το οποίο το ‘χεις ή δεν το ‘χεις – τη διάρκεια του επί σκηνής θα μπορούσαν να την «αντιγράψουν» πολλοί. Στις συναυλίες του το τρίωρο είναι μίνιμουμ, ενώ το «διάλειμμα» του είναι να αποσυρθεί η μπάντα του και να μείνει αυτός και το λαούτο του.

Τον πρωτοσυνάντησα στο Σταυρό του Νότου όταν είχε κυκλοφορήσει τον «Χειμωνανθό». Συνεσταλμένος, μετριοπαθής, άγνωστος ακόμα στο ευρύ κοινό. Τον ξαναείδα αρκετές φορές, χρόνια μετά, σε μέρος εντελώς άσχετο, όταν τον γνώριζαν και τα πεντάχρονα.

Κυριολεκτικά διότι η μικρή μου κόρη, που ήξερε ήδη αυτολεξεί τα «Σύννεφα του γιαλού», ήταν τότε πέντε ετών.

Δεν έχασα την ευκαιρία να του μιλήσω ως «Κρητικός προς Κρητικό», αλλά η προσήνεια του μετατράπηκε σε αμηχανία όταν του ‘πα ότι συνιστά διαφήμιση για το Νησί! (ένα είναι το Νησί).

Αντίδραση απόλυτα συμβατή με όσα είχα διαβάσει για τη στάση του απέναντι στα κοπλιμέντα. Θυμήθηκα επίσης τότε ότι η έννοια «ορεσίβιος» είναι τίτλος τιμής για εκείνον και σκέφτηκα ότι αν οι κόρες μου τραγουδούν…  «μια τουφεκιά ζαχαρωτή» σημαίνει ότι κάτι είχα κάνει καλά σε ότι αφορά τη μουσική τους διαπαιδαγώγηση…

Τώρα αυτό που σκέφτομαι είναι ότι ο Γιάννης Χαρούλης είναι πιθανόν πιο αυθεντικός από σένα και από μένα. Για αυτό και αν παραμείνει έτσι, εσύ κι εγώ, θα εξαφανίζουμε εν ριπή οφθαλμού τα εισιτήρια για κάθε επόμενη συναυλία του.