Γράφει η Ελένη Τύπου
Η φωτεινή ένδειξη στο σταθμό του Συντάγματος έδειξε 00:00 και το τραίνο κατέφθασε με τη γνωστή του συνέπεια. Άνοιξαν οι πόρτες και ο εξηνταπεντάχρονος καθηγητής – διδάκτωρ Λεοπόλδος Γουνελάς εισήλθε στο τελευταίο βαγόνι, πιάνοντας την καθιερωμένη του θέση, στη οποία κάθεται εδώ και 10 χρόνια κάθε βράδυ στο τελευταίο βαγόνι των 22:30 με το ίδιο περισπούδαστο ύφος, που σε κάνει να θέλεις να τρέξεις σε μια βιβλιοθήκη και να διαβάσεις Ντοστογιέφσκι.
Το βαγόνι σήμερα είχε μόλις έξι άτομα. Δίπλα του καθόταν ένας κύριος με σακούλες που ξεκάθαρα δεν είχε σήμα στο κινητό του παρ’όλα αυτά δεν το έβαζε κάτω και προσπαθούσε επί πόση ώρα να ευχηθεί σε κάποιον χρόνια πολλά. Μιλούσε δυνατά και η φωνή του προκάλεσε εκνευρισμό στον καθηγητή, που τελικά δεν κρατήθηκε και του είπε ευγενικά: «Κύριε, πιστεύω πως δεν εξαρτάται η ζωή του εορτάζονται από τον αν του πείτε χρόνια πολλά, είναι τυπική αυτή η ευχή».
Απέναντί του καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι, που μάλωναν μεταξύ τους επειδή αυτός έκανε react στην ex και όχι απλό like και αυτό δεν ήταν respect. Ο καθηγητής παρατηρούσε τον καυγά με ελαφρά νωχέλεια χωρίς να καταλαβαίνει επακριβώς ποια ήταν η έριδα του συμβάντος. Στην άλλη πλευρά καθόταν μια λεπτοκαμωμένη ξανθιά κοπέλα με μπλε τακούνια, η οποία προσπαθούσε εντέχνως να βγάλει σέλφυ που να πιάνει και τα τακούνια της, για να γράψει μετά στη λεζάντα κάτι σαν: κούραση αλλά first be a woman. Απέναντι της καθόταν μια μποέμ κυρία με ένα γκρι από άποψη ξεθωριασμένο παλτό, που προφανώς αγόρασε κάποτε στο Λονδίνο και δεν το αποχωρίζεται γιατί φέρει μεγάλη συναισθηματική αξία. Διάβαζε απερίσπαστα το βιβλίο της και δεν αντιδρούσε σε εξωτερικά ερεθίσματα του 21ου αιώνα. Δίπλα τους στεκόταν όρθιος ένας νεαρός με ασπρόμαυρα σταράκια και ακουστικά στα αυτιά. Ένας αιώνιος φοιτητής, ο οποίος τελευταία φορά που πάτησε στο πανεπιστήμιο ήταν για να διαδηλώσει, κατά του νόμου, του Αρσένη.
Το τραίνο ξεκίνησε. Σε λίγο ανακοινώθηκε η επόμενη στάση και ξαφνικά, το τραίνο σταμάτησε απότομα και έσβησε το φως. Ακολούθησε μια νεκρική σιγή δευτερολέπτων, και την επόμενη στιγμή ακολούθησαν οι φωνές δυσανασχέτησης και πανικού από τους επιβάτες, οι οποίοι δεν ήξεραν πως πρέπει να αντιδράσουν. Κάποιος προσπαθούσε να βρει το κουμπί έκτακτης ανάγκης, κάποιος προσπαθούσε να τηλεφωνήσει κάπου και να ενημερώσει για την κατάσταση. Γενικά επικρατούσε μια στιγμιαία σύγχυση, όπου κανείς δεν ήξερε τι πρέπει να κάνει και κάποιοι αντιδρούσαν σπασμωδικά, ενώ ακούστηκε και από το βάθος να φωνάζει κάποιος «τρομοκρατία!». Σε λίγο άναψε πάλι το φως και το τραίνο ξεκίνησε, και πριν προλάβουν να ανακουφιστούν όλοι ακούστηκε μια υστερική κραυγή. Ήταν ο συνεπιβάτης με την εκνευριστική φωνή, που τσίριξε στο θέαμα του συνεπιβάτη του καθηγητή Λεοπόλδου, ο οποίος καθόταν με το ίδιο ύφος, με τη μόνη διαφορά ότι από το στόμα του έσταζε αίμα και όλα έδειχναν ότι ήταν νεκρός.
Σε μια ώρα το ιατροδικαστικό συμπέρασμα απεφάνθη πώς το αίτιο του θανάτου του διακεκριμένου καθηγητή οργανικής Χημείας Λεοπόλδου Γουνελά ήταν η εισχώρηση στον οργανισμό του μιας θανάσιμης χημικής ουσίας μέσω απλής ένεσης στο στερνοκλείδο μυ του λαιμού. Δολοφονία εκ προ μελέτης στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας No 12 της κόκκινης γραμμής. Η δολοφονία συντέλεσθη μετά το σταθμό Συντάγματος, οπότε οι συνεπιβάτες του που βρίσκονταν στο βαγόνι εκείνη τη στιγμή κρατήθηκαν ως ύποπτοι και εξετάστηκαν ένας ένας.
1. Το νεαρό ζευγάρι
Γιάννης και Μάρθα. Μαθητές.
-Εμείς γυρνούσαμε από το κέντρο. Είχαμε πάει για ποτό μετά το μάθημα ισπανικών.
Σε ποιο μαγαζί πήγατε για ποτό; ρωτάει ο ανακριτής Παπαδόπουλος που τους ανακρίνει, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του από τα χαρτιά του.
-Στο…”Τενεκεδάκι” απαντά αμήχανα η κοπέλα.
– Στην Αιώλου; Σηκώνει το βλέμμα του.
– Όχι, στην Καπνικαρέας, απαντά το αγόρι.
2. Ο κύριος με την εκνευριστική φωνή
Πέτρος Ιωαννίδης. Δημόσιος υπάλληλος.
– Εγώ πήγαινα στα γενέθλια μια καλής μου φίλης που μένει νότια.
– Γνωρίζατε τον κύριο Γουνελά; Τον ρωτάει ο ανακριτής Παπαδόπουλος.
– Όχι, πρώτη φορά στη ζωή μου τον έβλεπα. Τον γνώρισα σήμερα όμως, με αποπήρε λίγο, δεν σχημάτισα και την καλύτερη άποψη να σας πω την αλήθεια, αλλά όχι και να τον σκοτώσω γι’ αυτό.
3. Ο αιώνιος φοιτητής με τα σταράκια
Μιχάλης Ράλλης. Άνεργος.
– Εγώ είχα πάει στο κέντρο να αγοράσω ένα εισιτήριο για τους ροκ βιολιστές στο Μέγαρο.
– Πόσο έκανε το εισιτήριο; τον κοιτάζει ο υπαστυνόμος Παπαδόπουλος.
– 17 ευρώ.
– -Το απλό;
– Το φοιτητικό.
– Γνωρίζατε τον καθηγητή;
– Όχι, δεν έχω καμία σχέση με τον κλάδο της χημείας. Έχω τελειώσει φιλολογία.
4. Η ξανθιά με τα μπλε τακούνια
Ειρήνη Γεωργιάδου. Πωλήτρια.
– Εγώ γυρνούσα από τη δουλειά, δουλεύω σε ένα κατάστημα με ρούχα στην Ερμού. Σχολάσαμε πολύ αργά σήμερα, ήρθαν κάτι σπαστικές πελάτισσες, ξέρετε από αυτές τις μεγάλες τις ξινές απ’τα βόρεια….
– Γνωρίζατε τον εκλιπόντα, δεσποινίς; Τη διέκοψε ο ανακριτής.
– Ποιος είναι αυτός;; Όχι, δε γνωρίζω κανέναν εκλιπόντα.
5. Η μποέμ κυρία
Αννα Κουμουνδούρου. Συγγραφέας.
– Εγώ επέστρεφα από το σεμινάριο δημιουργικής γραφής, που παραδίδω η ιδία.
– Προσέξατε τίποτα περίεργο κατά τη διαδρομή; με μετρημένη ηρεμία τη ρωτάει ο Παπαδόπουλος.
– Γενικά, κύριε υπαστυνόμε, δεν προσέχω ποτέ τίποτα. Ήμουν αφοσιωμένη στο βιβλίο μου και διάβαζα τη δίκη του Κάφκα.
– Γνωρίζατε τον καθηγητή;
-Όχι. Μήτε ονοματικώς, μήτε προσωπικώς.
Ο υπαστυνόμος Παπαδόπουλος τινάχτηκε απότομα. Τα μάτια του έλαμψαν. Είχε βρει τον δολοφόνο του καθηγητή Λεοπόλδου Γουνελά…