6 ανδρικά ονόματα για τα οποία θα ντρεπόσουν να συστηθείς

Διότι το επίθετο δεν είναι ΠΟΤΕ ντροπή

Είναι δύσκολο να σε λένε Γιώργο. Δεν έχει καθόλου πλάκα.

Σε φωνάζουν και γυρίζουν άλλα τέσσερα άτομα μαζί σου. Η παρέα σου μαθαίνει από την παιδική σου ηλικία να σε αποκαλεί με το επίθετο.

Γιορτάζεις και (ξέρεις ότι) είσαι ένας ακόμα μπελάς στο μυαλό γνωστών και φίλων που δεν ξέρουν από πού ν’ αρχίσουν τα «χρόνια πολλά».

Και όπως και να το κάνουμε δεν βοηθάει να νιώσεις ιδιαίτερα ξεχωριστή προσωπικότητα ότι ακούς στο ίδιο όνομα με το 11% των Ελλήνων.

Ώπα όμως, ρε φίλε… Μήπως υπερβάλλω; Μήπως είμαι λίγο αχάριστος που γκρινιάζω; Γιατί αν διαμαρτύρομαι εγώ για την κοινοτυπία του ονόματός μου, τι πρέπει να κάνει εκείνος που το δικό του το κουβαλάει σαν… σταυρό για μια ζωή;

Εκείνος που δαγκώνει τα χείλη του στην ερώτηση «πώς σε λένε» ή (προκειμένου να αποφύγει αυτή την αμηχανία) έχει καταφύγει σε ένα παντελώς άσχετο χαϊδευτικό;

Διότι το επίθετο δεν είναι ΠΟΤΕ ντροπή. Ακόμα και Μπηκαβγήκας να λέγεσαι, τιμή σου και καμάρι σου που συνεχίζεις τη γενιά των προγόνων σου και τιμάς τις παραδόσεις των Μπηκαβγηκαίων.

Το όνομα ωστόσο είναι διαφορετική υπόθεση. Είναι η λέξη που σε συνοδεύει στη συντριπτικά περισσότερες στιγμές της ζωής σου -από τα βαφτίσια σου μέχρι την ώρα που θα στο διαβάζουν, αλλά εσύ δεν θα μπορείς να τ’ ακούσεις επειδή θα βλέπεις τα ραδίκια ανάποδα.

Και βέβαια -ανεξάρτητα από το αν το παραδεχόμαστε ή όχι- είναι δεδομένο: ΟΛΟΙ σχηματίζουμε μια εικόνα του ατόμου στο μυαλό μας (η οποία ενδέχεται τελικά να μην έχει και καμία σχέση με την πραγματικότητα) στο άκουσμα και μόνο συγκεκριμένων ονομάτων.

Όπως, για παράδειγμα, αυτών:

-Αρμόδιος. Με όνομα που παραπέμπει σε προϊστάμενο του ΙΚΑ δεν πάει πουθενά. Περνά όλη του τη ζωή αναρωτώμενος τι σκατά ιδέα ήταν αυτή που είχε ο πατέρας, η μάνα ή ο παππούς του. Όποιος τελοσπάντων ήταν… αρμόδιος για να πάρει την απόφαση του πώς θα βαφτιστεί.

-Βικέντιος. Μπορεί να είναι το μεγαλύτερο αλάνι. Παιδί τζιμάνι και ξηγημένο όσο λίγα μέσα στην πιάτσα. Μέχρι να τον δει ωστόσο κάποιος και να διαπιστώσει ότι δεν σηκώνει αστειάκια, σίγουρα θα πιστεύει ότι πρόκειται για κατσίφλωρα χαρτογιακά με χωρίστρα, μαγουλάκι φράπα και γυαλάκια με κοκάλινο σκελετό.

-Θεόφραστος. Αυτουνού ό,τι και να του πουν δεν θα τον πειράξει, είναι καλός χριστιανός. Ήταν θέλημα Κυρίου να τον βαφτίσουν έτσι. Τα πρωινά της Κυριακής ψάλλει στον όρθρο, Τετάρτη-Παρασκευή νηστεύει και Σάββατο βράδυ -που το ρίχνει έξω- ξεδίνει διαβάζοντας βίους των αγίων.

-Ναούμ. Τώρα αυτός απάντησε πώς τον λένε ή είναι κανένας βαρύμαγκας από τη Δραπετσώνα που φτύνει βαριεστημένος τις λέξεις και το μόνο που συγκράτησες είναι η -πάντα απαραίτητη- πρόσθεση του «Να ‘ούμ’» στο τέλος; Δεν θα μάθεις ποτέ. Όπως δεν θα μάθει ποτέ εκείνος αν υπάρχει υποκοριστικό που να μπορεί να σώσει την κατάσταση.

-Ακίνδυνος. Ντάξει, αυτόν μην τον φοβάστε. Θα μου πεις πόσο να φοβάσαι κάποιον που ονομάζεται Ακίνδυνος, αλλά ok, δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα είναι η καταδίκη του να μεγαλώνεις, να ζεις, να τσακώνεσαι, να φλερτάρεις, έχοντας ένα όνομα-προειδοποίηση ότι είσαι ένα άκακο χαμομηλάκι. Εκτός κι αν γίνεις… Θάντερκατς, όπως σε μια από τις μεταγλωττίσεις του τεράστιου Ακίνδυνου Γκίκα.

-Αρριανός. Και καλά να βαφτιστείς έτσι στην Αθήνα, στην Καλαμάτα, στην Κρήτη, στη Φολέγανδρο. Σκέψου όμως τη μια πιθανότητα να σου ‘χουν δώσει αυτό το όνομα, κάποια μέρα να βρεθείς στην Τούμπα για παιχνίδι του ΠΑΟΚ και να σε φωνάξει ο κολλητός σου για να δεις που κάθεται. Πιθανότατα θα είναι και το τελευταίο πράγμα που θα δεις…