Κοιτάς τον καθρέφτη και διαπιστώνεις ότι οι κρόταφοι αρχίζουν να γκριζάρουν.
Σκέφτεσαι την κλασική παροιμία «άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα μπλα μπλα μπλα», αλλά παρηγορείς τον εαυτό σου ότι ισχύει η (επίσης κλασική) εναλλακτική «μαλλί βαμβάκι, μπλα μπλα φαρμάκι».
Πέφτει στα χέρια σου κάποιο άλμπουμ φωτογραφιών ή σκρολάρεις στα παλιά που έχεις στο Facebook και διαπιστώνεις ότι το κάποτε ροδαλό προσωπάκι σου έχει «σπάσει».
Λες «ήμουν παιδάκι» και σκέφτεσαι ότι τώρα που ‘σαι πιο ώριμος και «περπατημένος» είσαι και πιο γοητευτικός.
Στην πρώτη του μέρα στη δουλειά ο πιτσιρικάς συνάδελφος σε αποκαλεί «κύριο» και όταν συναντιέσαι με τη θείτσα γειτόνισσα στο ασανσέρ σου μιλάει (πλέον) στον πληθυντικό.
Ντάξει, σκέφτεσαι, ας είναι, εκπέμπω τουλάχιστον ένα κύρος.
Γενικώς -άμα θέλεις- υπάρχουν πολλοί τρόποι να «ντριμπλάρεις» ενδείξεις ότι μεγάλωσες. Διάφορες δικαιολογίες για να ξεγελάσεις τον εαυτό σου ότι παραμένεις νέος.
Υπάρχουν όμως και κάποια σημάδια -ότι αρχίζεις να μπαίνεις στο στάδιο του μεσήλικα- που είναι αδύνατο να τα αρνηθείς.
Όπως, για παράδειγμα, τα εξής:
-Έβλεπες φανατικά το «Στην υγειά μας» (πριν τελειώσει). Αν υπήρχε στα εφηβικά σου χρόνια, θα το χλεύαζες. Θα γελούσες και θα κουνούσες με λύπηση το κεφάλι για τους γονείς σου που Σάββατο βράδυ γλεντάνε… τηλεπαθητικά με τον Σπύρο και την παρέα του.
Τώρα περνάς αρχικά από το στάδιο της άρνησης -μπαίνοντας στον πειρασμό να το αφήσεις στο ζάπινγκ, αλλά προσπερνώντας με τη σκέψη «τι είμαι, 100 χρονών»; Μέχρι που τελικά παραδίνεσαι και -όχι μόνο το βλέπεις- αλλά σιγοτραγουδάς βουλιαγμένος στον καναπέ, γλεντώντας ακούσια ότι σίτεψες.
-Όταν βγαίνεις, προτιμάς να πας για φαγητό. Καφές. Μετά σινεμά. Αργά το βράδυ ποτό. Μπουκάλια, σφηνάκια, μεθύσια, επεισόδια και φαγητό τα ξημερώματα για να πάνε κάτω τα ξύδια. Αυτό ήταν κάποτε το πρόγραμμά σου.
Τώρα κάνεις… skip τα προηγούμενα και πας απευθείας στο φαΐ: Καλή παρέα, ταβερνάκι, κουβεντούλα με την ησυχία σου (και όχι ντάπα-ντούπα στο κλαμπ). Εσύ που κάποτε χρειαζόσουν τρία σερί μερόνυχτα για να κουραστείς, τώρα ψιθυρίζεις από τις 23.30 -σκίζοντας το χάρτινο τραπεζομάντιλο μπροστά σου- «πάμε σιγά-σιγά»;
-Δεν έχεις την ίδια όρεξη να πας στο γήπεδο. Η αγάπη για την ομάδα σου παραμένει η ίδια. Το πάθος που την υποστηρίζεις επίσης. Δεν μισείς το ίδιο τους αντιπάλους, αλλά εξακολουθείς να φανατίζεσαι όταν τη βλέπεις. Από μακριά όμως…
Γιατί πλέον δεν θεωρείς ΔΕΔΟΜΕΝΟ ότι θα πας στο γήπεδο. Η σκέψη «έλα μωρέ, το δείχνει και η τηλεόραση» επικρατεί πλέον συχνότερα. Και όταν τελικά το αποφασίσεις, αναρωτιέσαι πώς στο διάολο χοροπηδούσες δυο ώρες στο πέταλο, παρακολουθώντας από κακή θέση και χωρίς να σε νοιάζει το θέαμα.
-Όταν χτυπάει το τηλέφωνο μετά τις 12 το βράδυ σε λούζει κρύος ιδρώτας. Πριν κάποια χρόνια δεν ήταν καθόλου περίεργο. Κάποια έξοδος κανονιζόταν, κάποιο γκομενάκι με το οποίο ήσασταν στα μέλια ήθελε να πει καληνύχτα, κάποιος κολλητός μπορεί να πήρε απλώς να καυλαντίσετε.
Αφού περάσεις όμως τα 30, οι μεταμεσονύκτιες κλήσεις δεν είναι καθόλου διασκεδαστικές. Η σταδιακή έκλειψη των παραπάνω λόγων δημιουργεί τρόμο ότι κάτι κακό συνέβη. Και τα γουρλωμένα μάτια σου όταν ακούσεις τον ήχο προδίδουν ότι πλέον μεγάλωσες.
-Σου φαίνεται ότι τα πάντα ήταν ή γίνονταν καλύτερα στη δική σου εποχή. Οι ηθοποιοί ήταν καλύτεροι. Οι τραγουδιστές ποιοτικότεροι. Οι ποδοσφαιριστές πιο μπαλαδόροι, οι φίλοι πιο αληθινοί, η κοινωνία πιο αγνή. Και φυσικά όταν ήσουν εσύ στα ντουζένια σου πηδούσατε τόσο πολύ που τη βάζατε το βράδυ σε κρύο νερό για να σβήνει.
Όταν κάποιο απ’ αυτά (ή όλα μαζί) αρχίζει να βγαίνει αυθόρμητα απ’ τα χείλη σου, έχει αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Για να κάνεις αληθινό το ανέκδοτο «Μπαμπά, έξω βρέχει. -Ε, σιγά, εγώ στην ηλικία σου έβρεχε πιο πολύ».