Δεν είναι πάντα εύκολο να ψυχολογήσεις έναν άνθρωπο.
Όσο κι αν κόβει το μάτι σου κι όσα κι αν περάσεις μαζί του, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο της απογοήτευσης ή της ευχάριστης έκπληξης.
Όπως και να ‘χει όμως, υπάρχει ένα δεδομένο. Ένα αλάνθαστο κριτήριο προσωπικότητας. Ένας άγραφος «κανόνας» που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνεται:
Τον πραγματικό χαρακτήρα κάποιου τον διαπιστώνεις από τον τρόπο που φέρεται σε ανθρώπους που τον εξυπηρετούν στην καθημερινότητά του.
Και ειδικά στους σερβιτόρους!
Αν είσαι λοιπόν κάποιος άξεστος παρτάκιας, δεν σε ενδιαφέρουν τα παρακάτω. Δεν σε απασχολεί πως σε βλέπουν οι άλλοι και πώς επηρεάζεις εσύ τη διάθεσή τους.
Αν είσαι όμως ένας νορμάλ άνθρωπος και σ’ ενδιαφέρει να είσαι στοιχειωδώς ευγενικός, δεν θα σκεφτείς ποτέ να φωνάξεις τον άνθρωπο που σε σερβίρει με τους εξής τρόπους:
-Σφύριγμα. Είτε με απλή χρήση των χειλιών, είτε (ακόμα χειρότερα) με τη συνδρομή και δαχτύλων, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: Ένας εκνευριστικός ήχος που κάνει άπαντες να γυρίσουν (αναρωτώμενοι ποιος είναι ο τσομπάνος). Και μια ακατανίκητη επιθυμία στον σερβιτόρο να σου προτείνει πού ακριβώς να τοποθετήσεις τα δαχτυλάκια σου.
Γιατί αυτό το διαολεμένο «φσσστ» τρυπάει τ’ αυτιά του. Και το συγκεκριμένο σφύριγμα του ακούγεται χειρότερο κι από σφύριγμα για πέναλτι 1,5 έξω από την περιοχή της ομάδας του.
-Παλαμάκι. ‘Ντάξει, σ’ άρεσε το τραγουδάκι; Ήτανε καλό το έργο; Γιατί αν δεν σου ‘χει ρίξει ένα ρεφρενάκι από το αγαπημένο σου κομμάτι ή δεν έχει παίξει ένα μονόπρακτο (σαν την Πέγκυ Καρρά στο «Κωνσταντίνου και Ελένης») άλλος λόγος να παλαμοκροτήσεις δεν υπάρχει.
Αν δεν καταλαβαίνεις πόσο άσχημο ακούγεται, σκέψου ότι περίπου κάπως έτσι ξεκίνησε το διάγγελμα της χούντας ο Παπαδόπουλος. Αν εξακολουθείς να μην καταλαβαίνεις πόσο αγένεια είναι, μπες στη χρονομηχανή σου και γύρνα στην εποχή που θεωρείτο αποδεκτός τρόπος για να φωνάξεις τον σερβιτόρο.
-«Μάστορα», «μικρέ», «μαντάμ». Δεν σου ‘φτιαξε την τσιμούχα, ούτε σου άλλαξε φίλτρο, μπουζί και τακάκια. Οπότε μην τον αποκαλείς «μάστορα». Δεν είναι ο γιος/ανιψιός/βαφτιστήρι που του ‘χεις οικειότητα. Οπότε μην του φωνάζεις υποτιμητικά (γιατί έτσι ακούγεται) «μικρέ». Δεν είναι η κυρία που καθόταν στο ταμείο των καταστημάτων που ενδεχομένως επισκεπτόσουν μικρός για να μυηθείς στον έρωτα. Οπότε μην τη φωνάζεις «μαντάμ».
Γενικώς δεν υπάρχει λόγος να φανείς υπερόπτης (ενδεχομένως και χωρίς να το θέλεις) όταν ένα απλό «φίλε μου» ή «κοπελιά/δεσποινίς» είναι αρκετό για ν’ ακουστείς φιλικός.
-Τράβηγμα. Στην μπάλα το τράβηγμα από τη φανέλα είναι κίτρινη κάρτα. Στο σέρβις το τράβηγμα από το πουκάμισο/μανίκι/οποιοδήποτε μέρος του ρούχου ή ποδιάς του σερβιτόρου είναι κόκκινη καραμπινάτη. Πέρα από το τεχνικό σκέλος (του κινδύνου δηλαδή να τουμπάρει κάποιος δίσκος), είναι αδιανόητο και για λόγους σεβασμού.
Πώς αγγίζεις έναν άγνωστο, ρε κύριος; Πώς απλώνεις το κουλό σου σε κάποιον που μπορεί εκείνη την ώρα να έχει 1000 σφυγμούς από το άγχος; Καλά, δεν μιλάμε για την περίπτωση να πρόκειται και για κοπέλα. Εκεί κι αν θα πρέπει τα χέρια σου να περιορίζονται στην ακτίνα του τραπεζιού σου.
-«Ψιτ». Μπορεί να θεωρείς τον εαυτό σου «γ…άω». Είναι δικαίωμά σου να θεωρείς τους άλλους μπροστά σου «γατάκια». Δικαίωμά σου ΔΕΝ είναι να τους φωνάζεις όπως θα φώναζες ένα τέτοιο. Εφόσον έχεις την ικανότητα να παράγεις κανονικές λέξεις και όχι μόνο επιφωνήματα, μην τις τσιγκουνεύεσαι.
Κρίμα είναι να δίνεις την εντύπωση ότι υποτιμάς κάποιον που κάνει τη δουλειά του κι είναι υποχρεωμένος να μην σου απαντήσει όπως θα σου άξιζε. Εκτός κι αν πετύχεις κάποιον που είχε πολύ δύσκολη μέρα (ή πολλούς πελάτες σαν κι εσένα). Και σου αφαιρέσει όσα δόντια χρειάζεται για να μπορείς έπειτα να λες ΜΟΝΟ «ψιτ».