Η ετυμολογία της λέξης προσδιορίζει προφανώς τον τόπο όπου σερβίρονται αναψυκτικά. Κατ’ ουσίαν όμως, όταν οι Έλληνες έλεγαν πάμε «Αναψυκτήριο» υποδήλωναν κάτι πολύ περισσότερο από την ανάγκη τους να δροσιστούν.
Επρόκειτο για μια απόλυτα ελληνική πατέντα διασκέδασης, προσαρμοσμένη στις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας και στην ψυχαγωγική ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της. Ήταν ο πιο διαδεδομένος (μαζικός) θερινός τρόπος διασκέδασης για περίπου μισό αιώνα. Για πολλούς νοσταλγούς του αποτελεί έως και σήμερα το μοναδικό γνήσιο είδος «λαϊκής ψυχαγωγίας» – απευθυνόμενο σε όλα τα βαλάντια.
Το προσφερόμενο ψυχαγωγικό θέαμα στο χώρο των αναψυκτηρίων έχει τις καταβολές του στο γαλλικό «βαριετέ». Παραπέμπει σε θεατρική παράσταση με ποικιλία θεαμάτων, τραγούδι, χορό, στοιχεία από προγράμματα καμπαρέ, μίμους, κλόουν και ταχυδακτυλουργούς.
Πρωτεργάτης και εμπνευστής του ήταν ο σπουδαίος Αττίκ, κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου. Πολλά χρόνια αργότερα ο Χάρρυ Κλυν έγραψε τη δική του ιστορία σε αυτό το ιδιόρρυθμο είδος, δίνοντας, με το εκρηκτικό ταλέντο του, άλλη διάσταση στην έννοια «one man show».
Όσοι έζησαν τα αναψυκτήρια έχουν να λένε ότι η διαδραστικότητα που αναπτυσσόταν ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό έφτανε σε άλλο επίπεδο την ψυχαγωγία. Καθώς και ότι το αλκοόλ ήταν περιττό για να «ανάψει» το κέφι, από τη στιγμή που σε αυτούς τους χώρους διατίθεντο για πολλά χρόνια μόνο αναψυκτικά.
Το 1931 ο Αττίκ ίδρυσε την περίφημη καλλιτεχνική ομάδα «Μάντρα», η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε υπαίθριο θέατρο της οδού Μεθώνης. Συνεργάτες του ήταν οι Μίμης Ευαγγελίδης, Αντώνης Βώττης και Παντελής Χορν.
Η ομάδα αυτή παρουσιαζόταν τα καλοκαίρια στην Αθήνα και τον χειμώνα περιόδευε στην επαρχεία. Για πολλά χρόνια το πρόγραμμα της Μάνδρας παρουσιαζόταν στο θερινό θέατρο «Δελφοί» στην οδό Αχαρνών και Ηπείρου.
Ο Αττίκ είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση αυτού του σχήματος, συμμετέχοντας ως πιανίστας, τραγουδιστής, μίμος και «κονφερασιέ». Ο όρος κοφερανσιέ υποδήλωνε τον παρουσιαστή της εποχής, αυτόν που έκανε την «παρλάτα» και ανελάμβανε να «ξεκουράσει» το κοινό, μέχρι να εμφανιστεί στη σκηνή ο επόμενος καλλιτέχνης. Προϊόντος του χρόνου ωστόσο ταυτίστηκε και με αυτόν που διασκέδαζε το κοινό με αστεία, σε ρόλο προδρόμου stand up comedy για τα ελληνικά δεδομένα.
Ο πολυτάλαντος Αττίκ είχε μεταξύ άλλων την ικανότητα να παίζει πιάνο και να σφυρίζει ταυτόχρονα, συνθέτοντας ένα μοναδικό ηχητικό φαινόμενο. Το «κελάϊδισμα» που έβγαζε το σφύριγμά του, δημιουργούσε μια εκπληκτική διφωνία, μαζί με τη μουσική.
Υπήρξε ο δάσκαλος για πολλούς καλλιτέχνες, που αναδείχθηκαν μέσα από τη «Μάνδρα». Μεταξύ αυτών οι αδελφές Καλουτά και η θρυλική Ντιριντάουα, αργότερα σύζυγος του Κώστα Χατζηχρήστου, της οποίας το πραγματικό της όνομα ήταν Καίτη Οικονόμου. Ακόμα η Λουίζα Ποζέλι, η Ζωή Νάχη, η Καλή Καλό, ο ντιζέρ Τόνυ Ράιλ, ο μίμος Ανδρέας Ζούλας κ.α.
Από τη «Μάνδρα ξεπήδησαν και οι πρώτοι κονφερασιέ, όπως ο Ορέστης Λάσκος, ο Χρήστος Πύρπασος, ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Φίλωνας Αρίας και ο Γιώργος Οικονομίδης.
Όλοι τους πολυπράγμονες, με έντονη καλλιτεχνική φλέβα. Ο Οικονομίδης ήταν αυτός που έγραψε τους στίχους στο «Κορόιδο Μουσολίνι» και ο Τραϊφόρος στο «Παιδιά της Ελλάδος παιδιά».
Κατά τη διάρκεια της κατοχής ο Αττίκ έπεσε σε κατάθλιψη και το 1944 αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση υπνωτικών χαπιών. Τότε έπεσαν και οι τίτλοι τέλους για τη «Μάνδρα του Αττίκ», η κληρονομιά της όμως θα έμενε «ζωντανή» για πολλά χρόνια ακόμα.
Από τη δεκαετία του ’50 άρχισαν να δημιουργούνται τα πρώτα «δυνατά», με ισχυρή καλλιτεχνική δομή και εμπορικότητα, αναψυκτήρια.: το «Άλσος» στο Πεδίο του Άρεως, με επικεφαλής τον μεγαλύτερο Έλληνα κονφερασιέ Γιώργο Οικονομίδη και το Green Park με τον Όμηρο Αθηναίο.
Ο Οικομονίδης, με τη διάχυτη αυτοσχεδιαστική ικανότητα, δημιούργησε ένα πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα, με πολύ μεγάλη απήχηση σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Βασικός κορμός του προγράμματος, η μουσική και το τραγούδι, ο χορός, η πρόζα και φημισμένες ατραξιόν του εξωτερικού, αλλά το χάι-λάιτ ήταν το επικοινωνιακό του χάρισμα με το κοινό.
Χάρη σε αυτό και την ετοιμολογία του, ήταν σε θέση να αξιοποιεί άμεσα τη στιγμή και το απρόοπτο, προκαλώντας γέλιο με τα ευφυολογήματά του.
Επρόκειτο για ένα πραγματικό βαριετέ – γεμάτο τραγούδι, χορό, νούμερα επιθεώρησης, σάτιρα και επικοινωνία με τους θεατές. Συμμετείχαν από μουσικοί και κωμκοί ηθοποιοί έως χορευτές, ακροβάτες και ταχυδακτυλουργοί διεθνούς φήμης.
Από τη σκηνή του Άλσους πέρασαν πάρα πολλά δημοφιλή ονόματα της εποχής, όπως η Σπεράτζα Βρανά, ο Γιάννης Βογιατζής και η Ζωζώ Σαπουντζάκη. Από τα τέλη Μαΐου έως τα τέλη Σεπτεμβρίου το Άλσος ήταν κατάμεστο από 3.000 κόσμο για δύο παραστάσεις καθημερινά (χώρια οι περίπου 1000 επιπλέον που άκουγαν και έβλεπαν το πρόγραμμα από τις πλαϊνές μάντρες).
Λίγα χρόνια πίσω, ένα βράδυ Αυγούστου του 1940, ο Τραϊφόρος θα συστήσει στο πολυπληθές κοινό του βαριετέ μια από τις μεγαλύτερες σταρ – άσημη ακόμα τότε – του ελληνικού θεάματος. «Μια θεοκουκλάρα, που όταν την ακούς, νομίζεις ότι ακούς συναυλία αηδονιών: η Ρένα Βλαχοπούλου, που μας ήρθε από την Κέρκυρα. Στο πιάνο θα τη συνοδέψει ο μαέστρος Μυρογιάννης. Στο σπίτι της το βράδυ θα τη συνοδέψω εγώ!».
Ανάλογης βαρύτητας ψυχαγωγός ήταν ο Όμηρος Αθηναίος (παρουσίαζε αργότερα την τηλεοπτική εκπομπή στην ΥΕΝΕΔ «Κυριακή χωρίς σύννεφα»), που την ίδια εποχή έστηνε τις δικές του αξέχαστες βραδιές στο Green Park. Με την πάροδο των χρόνων εισήλθε και η μπύρα στα προσφερόμενα προϊόντα, πέραν του αναψυκτικού, της μπύρας και της τυρόπιτας.
Μεγάλες πιένες γνώρισαν την ίδια περίπου εποχή και τα αναψυκτήρια «Αίγλη» στο Ζάππειο, με τον Λάμπρο Ζούνη, στο «Μουσείο» με τον Ζαχαρία Τσίχλα, στο «Κυψελάκι» με τον Φίλωνα Αρία και το «ΑΛΚΑΖΑΡ» στο σταθμό Λαρίσης με τον Ορέστη Λάσκο.
Λίγα χρόνια μετά, στη μεταπολίτευση, το τοπίο στα παραδοσιακά αναψυκτήρια αλλάζει ύφος. Τα τραγούδια κεφιού και ευδαιμονισμού αντικαθίστανται σε μεγάλο βαθμό από τον πολιτικό στίχο, που εκδηλώνεται περίπου ως απωθημένο μετά τη λογοκρισία της επτάχρονης δικτατορίας.
Αρκετά δημοφιλή εκείνη την εποχή ήταν τα αναψυκτήρια του «Άλσους Νέας Φιλαδέλφειας» με τον Λάκη Σκούταρη καθώς και της «Παλλήνης».
Προς το τέλος της δεκαετίας του ’70 ανατέλλει το άστρο ενός πουλέν του Γιώργου Οικονομίδη, ο οποίος τον ανακάλυψε το 1958 σε μια βραδιά ταλέντων στην Θεσσαλονίκη. Ο υπερταλαντούχος σόουμαν ονομάζεται Βασίλης Τριανταφυλλίδης και όταν επιστρέφει από μια περιοδεία στις ΗΠΑ – όπου σημείωσε μεγάλη επιτυχία – συστήνεται στο κοινό ως Χάρρυ Κλυν.
Με τη χειμαρρώδη ενέργεια και την ασυναγώνιστη ευρηματικότητά του, ο νεόκοπος performer συνιστά μια ψυχαγωγική βόμβα για τους χώρους των αναψυκτηρίων, γράφοντας τη δική του ιστορία στο «Ερμής» της Πλατείας Δαβάκη, στο Αιγάλεω.
Είχε προηγηθεί, το 1978, η κυκλοφορία του πρώτου δίσκου του, με τίτλο «για δέσιμο», ο οποίος εξάπλωσε ραγδαία τη φήμη του. Στη σάτιρα και την επικοινωνία με το κοινό ο Χάρρυ Κλυν καθιέρωσε τα δικά του στάνταρ, συνηθίζοντας να βγάζει μεγάλο μέρος της παράστασης μέσω του κωμικού διαλόγου με το κοινό.
Δημιούργησε διαχρονικούς χαρακτήρες όπως του «Τραμπάκουλα» και τους «Χάρη και Χαρίκλεια», ενώ το πρόσθετο ταλέντό – προσόν του ήταν η μίμηση, με ιδιαίτερη «αγάπη» στους Κωνσταντίνο Καραμανλή, Ανδρέα Παπανδρέου και Χαρίλαο Φλωράκη.
Ο τελευταίος των μεγάλων στο χώρο των αναψυκτηρίων υπήρξε ο ηθοποιός και τραγουδιστής Γιάννης Μπουρνέλης, με εικοσαετή παρουσία στο χώρο από το 1975 έως το 1995. Αρχικά με την παρουσία του στο «Άκρον» στην οδό Λένορμαν 125, στον Κολωνό, αποτέλεσε ένα μεγάλο κεφάλαιο για αυτό το ψυχαγωγικό είδος, αλλά και τον επίλογο των αναψυκτηρίων.
Από το «Άκρον» παρήλασαν κατά καιρούς οι σημαντικότεροι μουσικοί καλλιτέχνες – δείγμα του ποιοτικού στοιχείου που είχε η εν λόγω ψυχαγωγία. Και όταν λέμε οι σημαντικότεροι εννοούμε ονόματα όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης (!), Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Νίκος Ξυλούρης, Γιώργος Ζαμπέτας, Στράτος Διονυσίου, Γιάννης Σπανός, Δημήτρης Μητροπάνος, Χαρούλα Αλεξίου, Ελένη Βιτάλη, Γιάννης Πάριος και πολλοί ακόμα. Αρκετοί εξ’ αυτών παρουσίαζαν εκεί τις νέες δισκογραφικές δουλειές τους.
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 άρχισε να φθίνει σταδιακά η ψυχαγωγία των αναψυκτηρίων. Στα μέσα της ολοκληρώθηκε μια διαδρομή σχεδόν 60 χρόνων, με το διάλειμμα της κατοχής. Η χαλάρωση της συνολικής οικογενειακής εξόδου, η αλλαγή στον τρόπο διασκέδασης και η ταύτιση της με την κατανάλωση αλκοόλ ήταν οι τρεις βασικοί λόγοι που οδήγησαν στην παρακμή και εν τέλει εγκατάλειψη του συγκεκριμένου είδους.
Η (αμφιβόλου ποιότητας) αισθητική του σήμερα είναι αντίθετη με την κουλτούρα των αναψυκτηρίων. Σε μια εποχή όμως που τόσα νοικοκυριά έχουν κόψει τις εξόδους λόγω της κρίσης, ενδεχομένως και να είχε νόημα η επιστροφή μιας τόσο φτηνής διεξόδου στην ψυχαγωγία.
Νοσταλγοί που αφηγούνται με αναπόληση τέτοιες βραδιές υπάρχουν. Το ζήτημα είναι αν έχουν την ψυχολογική διάθεση να αφήσουν τον καναπέ για να τις ξαναζήσουν…