Τρία δευτερόλεπτα: τόσα μεσολάβησαν από την τελευταία επικοινωνία του Γιώργου Μπαλταδώρου με τον πιλότο του δεύτερου μαχητικού, έως ότου ο τελευταίος χάσει από το ραντάρ του το μοιραίο Mirage 2000-5.
Όπως είπε ο Νο. 2 του σχηματισμού, αυτό που ουσιαστικά τον έσωσε ήταν η απειθαρχία στην εντολή του επικεφαλής. «Νο 1 εδώ, ακολούθα με να βγούμε από την ομίχλη», ήταν τα τελευταία λόγια του 34χρονου Σμηναγού, ο οποίος πιθανότατα λόγω του γνωστού Vertigo είχε απολέσει το σημείο αναφοράς στο χώρο.
Για καλή του τύχη ωστόσο ο Νο. 2 παράκουσε, τηρώντας, κατά τα φαινόμενα, τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις χωρικού αποπροσανατολισμού. Εμπιστεύτηκε τα όργανα του αεροσκάφους κι όχι τις αισθήσεις του. «Βλέπω από το όργανο ότι είμαστε κοντά στη θάλασσα. Εγώ ανεβαίνω», του απάντησε και τράβηξε το πηδάλιο του για να πάρει ύψος.
Ήταν η σωτήρια απόφαση. Είχε γλιτώσει την πρόσκρουση στη θάλασσα την ύστατη κυριολεκτικά ώρα. Στιγμές αργότερα είχε χάσει την επαφή με το σκάφος του Σμηναγού Μπαλταδώρου. Δύο ζωές κορώνα – γράμματα μέσα σε τρία δευτερόλεπτα. Το νόμισμα προσγειώθηκε σε δύο όψεις. Όπως και τα δύο αεροπλάνα.
Ήταν θεωρητικά μία πτήση ρουτίνας. Αλλά εκεί πάνω, με ταχύτητα 2.000 χιλιομέτρων (η μέγιστη για τα Mirage 2000-5 είναι πάνω από 2.500 χλμ.) και με το γαλάζιο του ουρανού να μπερδεύεται την κακιά στιγμή με το γαλάζιο της θάλασσας, η φράση ρουτίνα είναι προφανώς κάτι πολύ σχετικό.
Η πραγματική ρουτίνα είναι η διαρκής έκθεση αυτών των ανθρώπων σε θανατηφόρο κίνδυνο.
Για όλους εμάς τους «κοινούς θνητούς», που τρέμουμε ακόμα και τις αναταράξεις σε ένα συμβατικό αεροπλάνο, είναι τρομακτική και μόνο η προσπάθεια να φανταστούμε τον εαυτό μας στο κόκπιτ ενός μαχητικού αεροσκάφους, επωμισμένοι να παίρνουμε εν ριπή οφθαλμού αποφάσεις ζωτικής σημασίας.
Σκεφτείτε μόνο ότι το πιο επικίνδυνο σπορ θεωρείται η Formula 1, εκεί όπου οι πιλότοι είναι από τους πιο ακριβοπληρωμένους αθλητές του κόσμου, αναπτύσσοντας ταχύτητες που ισούνται με το 1/7 της μεγίστης των Mirage.
Πόσο μάλλον να φανταστούμε τον εαυτό μας στο κόκπιτ του πιλότου (έχει κρατήσει για την ώρα την ανωνυμία του), που συντρόφευε ως συνοδοιπόρος τον Γιώργο Μπαλταδώρο στην τελευταία πτήση της ζωής του. Ο άνθρωπος αυτός θα χρειαστεί να πετάξει ξανά, έχοντας πια στη συνείδηση του και το ψυχολογικό βάρος αυτής της τρομερά επώδυνης εμπειρίας.
Κάθε φορά που θα έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση, θα ξαναζεί εκείνη την τελευταία επικοινωνία με τον αδικοχαμένο συνάδελφο του. Θα πρέπει με κάποιο τρόπο να καταφέρνει ξανά και ξανά να ξεπερνάει όλο αυτό που στοιχειώνει το μυαλό του. Μαζί ενδεχομένως και το φόβο ενός μοιραίου λάθους, όπως εκείνου που απέφυγε. Ένα βίωμα που ποτέ δεν θα πάψει να τον ακολουθεί. Και θα επιβαρύνει το θυμικό του με μία μακάβρια αίσθηση.
Δεν είναι ένα ακόμη επάγγελμα. Είναι η κάθε ώρα και στιγμή αναμέτρηση με τη συμβατική σου φύση. Η επαναλαμβανόμενη προσπάθεια υπέρβασης των σωματικών και -εν προκειμένω κυρίως- των πνευματικών σου ορίων.
Και βέβαια ο συγκεκριμένος πιλότος δεν είναι ο μοναδικός που έχει ζήσει κάτι τέτοιο.
Από το 1990, 125 παλικάρια έχουν χάσει τη ζωή τους εν ώρα «εργασίας». Κάθε χρόνο χάνονται κατά μέσο όρο περίπου 5 άνθρωποι, που συνδύασαν την αριστεία με το βαθμό αίσθησης καθήκοντος, που αντιστοιχεί στα μέλη της πρώτης γραμμής των υπερασπιστών της πατρίδας.
Το τίμημα είναι πολύ βαρύ για να το αιτιολογήσει μια προαιώνια έχθρα, που συντηρείται για λόγους εντυπώσεων και πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Κάθε ένας που απορεί με το χαρακτηρισμό «ήρωες», διότι υποτίθεται ότι είναι επιλογή τους να διακινδυνεύουν τη ζωή τους, θα ήταν πιο γόνιμο να φέρει παραφρασμένη στο μυαλό του μια ιστορική πολιτική φράση.
Μη ρωτάτε τι μπορούν να κάνουν αυτοί για τη χώρα, αλλά τι μπορεί να κάνει η χώρα για αυτούς…