Από τα τέλη του 2016 και μέχρι τα μέσα του περασμένου έτους υπήρξαν σποραδικές αναφορές και στον ελληνικό Τύπο για τους Ροχίνγκια. Τα ρεπορτάζ χρησιμοποιούσαν τις συνηθισμένες βαρύγδουπες εκφράσεις. «Γενοκτονία», «εθνοκάθαρση», «εκκαθαρίσεις πληθυσμών», «πρόσφυγες». Λέξεις των οποίων το νόημα και την έκταση αδυνατεί να αντιληφθεί όποιος απλά τις βλέπει γραμμένες πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί ή την οθόνη ενός υπολογιστή. Γι’ αυτόν το λαό, όμως, που συχνά αποκαλείται «η πιο διωκόμενη μειονότητα στον κόσμο», τα λόγια δεν έχουν την παραμικρή σημασία. Ούτε αρκούν για να περιγράψουν τις φρικαλεότητες σε βάρος τους, με πιο ευάλωτα θύματα -όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα- τις γυναίκες. Ειδικά εκείνες που τους τελευταίους μήνες φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους και ταυτόχρονα παιδιά των βιαστών τους.
Ποιοι είναι οι Ροχίνγκια
Σήμερα υπάρχουν κάτι παραπάνω από 1.000.000 άνθρωποι που ανήκουν στη συγκεκριμένοι εθνοτική ομάδα. Πρόκειται για μουσουλμάνος, η πλειοψηφία των οποίων από τον 12ο αιώνα ζει στην κατά βάση βουδιστική Μιανμάρ. Η συμβίωση δεν ήταν πάντα αρμονική. Το αντίθετο. Συχνά τα θρησκευτικά πάθη και οι διαφορές στη βάση του διαφορετικού δόγματος υπήρξαν οι αιτίες βίαιων συγκρούσεων και έντονης διαμάχης. Ή τουλάχιστον χρησιμοποιήθηκαν ως δικαιολογίες για να αποκρύψουν άλλα, πραγματικά αίτια, όπως συμβαίνει σε πάμπολλες περιπτώσεις.
Στη σύγχρονη εκδοχή του το «πρόβλημα» δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των Βρετανών που έφυγαν από την περιοχή αφήνοντας πίσω τους ένα χάος, ως συνήθως. Για δεκαετίες μετακινούσαν πληθυσμούς όπου χρειαζόταν επιπλέον εργατικό δυναμικό, κάτι που για τα δεδομένα της αυτοκρατορίας ήταν απλά εσωτερική μετανάστευση. Στη συνέχεια, όμως, δημιουργήθηκαν νέα κράτη, τα σύνορα των οποίων δεν ταυτίζονταν με την πληθυσμιακή σύνθεση του παρελθόντος. Όταν η Μιανμάρ έγινε ανεξάρτητη και δεν αποτελούσε κομμάτι αυτού που οι αποικιοκράτες αποτελούσαν Ινδίες, οι μεταφερόμενοι από το γειτονικό Μπανγλαντές, Ροχίνγκια, ήταν οι «ξένοι».
Η στρατιωτική χούντα στη χώρα μετά το 1962 έκανε την κατάσταση ακόμη χειρότερη, αρνούμενη να τους αναγνωρίσει δικαιώματα. Είκοσι χρόνια αργότερα τους στέρησε ακόμη και την ιθαγένεια, καθιστώντας τους ουσιαστικά λαό χωρίς πατρίδα.
Ο τελευταίος κύκλος βίας
Η διετία 2016-2017 υπήρξε ίσως η πιο βίαιη σε αυτή την ταραγμένη σχέση. Σύμφωνα με έκθεση των Ηνωμένων Εθνών που παραδόθηκε τον περασμένο Μάρτιο, περισσότεροι από 700.000 μέλη των Ροχίνγκια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, μετά από ένα μαζικό πογκρόμ εναντίον τους από τον κυβερνητικό στρατό της Μιανμάρ, με αφορμή τη δολοφονία αστυνομικών στην Επαρχία Ραχίν. Η ίδια έκθεση (την οποία μπορείτε να διαβάσετε εδώ) κάνει ξεκάθαρο πως τραγικότερη μοίρα ήταν αυτή των γυναικών.
Στην προσπάθεια ξεριζωμού χρησιμοποιήθηκε ένα νέο, άκρως ανήθικο και απάνθρωπο όπλο. Ο βιασμός… Φαίνεται ότι υπήρξε μια άτυπα οργανωμένη κίνηση που εντάχθηκε στο σχέδιο οριστικής απομάκρυνσης τους. Οι σεξουαλικές κακοποιήσεις δεν ήταν απλά αντίποινα, αλλά ένα σχέδιο. Μέσω αυτών γιγαντώθηκε η κουλτούρα του τρόμου. Ο νικητής επιβεβαίωνε την απόλυτη εξουσία του στο νικημένο. Ένας εξευτελισμός, ένα στίγμα που θα κουβαλούσαν για πάντα μέσα τους οι Ροχίνγκια, όπως και τα παιδιά των βιαστών τους. Ο μεγαλεπήβολος στόχος ήταν μια ολόκληρη γενιά αυτού του λαού, όχι μόνο να μην επιστρέψει ποτέ στις εστίες της, αλλά να έχει μέσα της το αίμα του «εχθρού». Να κυοφορήσει και να φέρει στον κόσμο τη σπορά των διωκτών της.
Από το θρήνο του θανάτου στο κλάμα της ζωής
Τα περιστατικά σεξουαλικής κακοποίησης ήταν τόσα πολλά ώστε στο Μπανγκλαντές να λειτουργήσουν ειδικά κέντρα που φιλοξενούν αποκλειστικά γυναίκες που έπεσαν θύματα αυτής της θηριωδίας. Σε πολλές περιπτώσεις ανήλικα κορίτσια, που εννέα μήνες μετά ετοιμάζονταν να γεννήσουν τα δικά τους παιδιά, όπως και τελικά συνέβη. Ο θρήνος του θανάτου αντικαταστάθηκε από το κλάμα των νεογέννητων που είδαν το πρώτο φως στην αγκαλιά των μητέρων τους, αλλά σε συνθήκες που κανένας άνθρωπος δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζει.
Η πλευρά της Μιανμάρ αρνήθηκε οποιαδήποτε κατηγορία. Η επίσημη απάντηση, που ήρθε τον περασμένη Νοέμβριο, ήταν πως δεν υπήρξαν δολοφονίες χωρικών, δεν κάηκαν χωριά, δεν συνέβησαν βιασμοί. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αλλά και η Διεθνής Αμνηστία, ωστόσο, έχουν διαφορετική άποψη. «Έγκλημα κατά της ανθρωπότητας» το χαρακτήρισε η τελευταία.
Το οξύμωρο της Αούνγκ Σαν Σου Κι
Μέσα σε όλον αυτό τον παραλογισμό ξεχωρίζει η Αούνγκ Σαν Σου Κι, της de facto επικεφαλής της κυβέρνησης της Μιανμάρ. Για χρόνια υπήρξε το σύμβολο της αντίστασης στο στρατιωτικό καθεστώς, συμμετέχοντας ενεργά στις λαϊκές εξεγέρσεις. Αγωνίστηκε με όλες της τις δυνάμεις υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως ακτιβίστρια και υποχρεώθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, ο οποίος όμως δεν περιόρισε τη δράση της. Συνέπεια του έργου της ήταν να τιμηθεί με το Βραβείο Ζαχάροφ για την Ελευθερία της Σκέψης και το 1991 της απονεμήθηκε το Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο δεν μπόρεσε καν να παραλάβει εξαιτίας του εγκλεισμού της.
Κι όμως, αυτή η πολιτικός που υπήρξε ακτιβίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα, του έλαβε τιμές για το έργο της και –εντελώς συμπτωματικά- είναι και η ίδια γυναίκα, συνέδεσε το όνομά της με τις χειρότερες διώξεις σε βάρος των Ροχίνγκια. Κάποιοι υποστηρίζουν πως αν και ηγέτιδα της χώρας δεν ελέγχει πλήρως το στρατό ούτε τις παραστρατιωτικές ομάδες που συμμετείχαν στις φρικαλεότητες των ομαδικών βιασμών με σκοπό την εσκεμμένη κυοφορία των γυναικών. Στον αντίποδα όμως, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο έχε μέχρι ενός βαθμού κάποια δόση αλήθειας, δεν την δικαιολογεί για το γεγονός πως ήταν ήρθε στην εξουσία δεν έλυσε το θέμα της ιθαγένειας, δίνοντας ταυτότητες στα μέλη αυτής της εθνότητας. Δεν έδωσε υπηκοότητα στους Ροχίνγκια, θεωρώντας τους συλλήβδην τρομοκράτες και γι’ αυτό αρνήθηκε να παραστεί στην συνάντηση του γενικού συμβουλίου του ΟΗΕ σχετικά το ζήτημα. Πλέον είναι και η ίδια αιτία για τη νέα γενιά τρομοκρατών που ήρθαν στον κόσμο τους τελευταίους μήνες ως αποτέλεσμα της δράσης του στρατού της.
Στάση πραγματικά οξύμωρη για μια γυναίκα που υποτίθεται πως μεγάλωσε με τις διδαχές του Μαχάτμα Γκάντι και κάποτε είχε πει: «Δεν είναι η εξουσία που διαφθείρει, αλλά ο φόβος. Ο φόβος να χάσουν την εξουσία διαφθείρει αυτούς που την ασκούν, εξίσου με αυτούς που υποταγμένοι φοβούνται και υποκύπτουν στην ωμή βία της εξουσίας»… Οι καιροί άλλαξαν και η βραβευμένη με Νόμπελ Ειρήνης, Αούνγκ έγινε αυτό που κάποτε είχε καταγγείλει.