Βρίσκεται εκεί, στην ίδια θέση, εδώ και πολύ καιρό. Γνωρίζουμε την ύπαρξή του και μπορούμε να τον βρούμε ακόμα και με κλειστά όλα τα φώτα στο σπίτι. Είναι κάπου μεταξύ του σαλονιού και του χολ, καρφωμένος στον τοίχο.
Παλαιότερα (όχι μόνο λόγω της νοσταλγίας που τυλίγει περίτεχνα το παρελθόν) ήταν ένας από τους καλύτερούς μας φίλους, όμως, μετά τα όσα συνέβησαν στις Κινέτα και την Ανατολική Αττική, τον αποφεύγουμε εντέχνως.
Είναι ο καθρέφτης μας και αντανακλά την ατομική μας ευθύνη στην ανείπωτη τραγωδία. Γιατί- βαθιά μέσα μας το ξέρουμε όλοι και ας διαρρηγνύουμε τα ηλεκτρονικά μας ιμάτια περί του αντιθέτου- το γνωρίζουμε όλοι πως φταίμε και εμείς.
«Αυτή η πυρκαγιά ήταν 100 φορές μικρότερη από την πυρκαγιά της Ηλείας. Μάνδρα και Ραφήνα είναι οι ίδιες περιπτώσεις πολεοδομικής και χωροταξικής αυθαιρεσίας (…) Το έγκλημα είναι ότι δεν υπήρχαν δίοδοι διαφυγής, δεν υπήρχαν εγκάρσιοι δρόμοι, παρά δρόμοι-παγίδες», τόνισε ο καθηγητής σεισμολογίας Ευθύμης Λέκκας.
Οι χθεσινές δηλώσεις του Πάνου Καμμένου μπορεί να ήταν παντελώς άστοχες από ηθικής πλευράς και να εκτόξευσαν στην στρατόσφαιρα το παιχνίδι της αποποίησης ευθυνών, όμως ενέχουν ψήγματα αποκρουστικής αλήθειας.
Ποιος φταίει, πραγματικά, για το γεγονός πως οι άτυχοι συνάνθρωποί μας στο χειμαζόμενο Μάτι κλήθηκαν να κάνουν σλάλομ σε στενούς διαδρόμους, μάντρες, σπίτια και πόρτες που έφραζαν τον δρόμο για τη θάλασσα και, ενδεχομένως, την πολυπόθητη σωτηρία τους;
Ποιος φέρει την ευθύνη για την αναντίρρητη αλήθεια που ξεστόμισε ο κ. Λέκκας όταν είπε πως «Πολύ λίγες πόλεις έχουν δομηθεί έτσι όπως πρέπει και, κυρίως, με γνώμονα την ασφάλεια», κάτι που είναι απόρροια της «υπέροχης» τακτικής του Έλληνα τις τελευταίες 4-5 δεκαετίες;
Ποιος είναι ο κύριος υπαίτιος της, βλακώδους σε βαθμό κακουργήματος, νοοτροπίας «Έλα μωρέ αδερφέ, στην Ελλάδα είμαστε!», της τακτικής του ανηλεούς λαδώματος προκειμένου να γίνει η δουλειά μας, της εγκληματικής μας αμέλειας για τους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας (η οποία σχεδόν πάντα συνοδεύεται από το «Σε μένα θα τύχει η στραβή ρε συ;»), τις ατέρμονες καταπατήσεις, παρανομίες, πολεοδομικές παραβάσεις, την (συνεπακόλουθη) παντελή έλλειψη ρυμοτομίας;
Και, αν θέλουμε να σκαλίσουμε ακόμα περισσότερο τον πάτο του ηθικού μας βαρελιού, ποιος είναι εκείνος που εκλέγει δημάρχους, νομάρχες, βουλευτές με βάση τη δημοφιλία τους και το πόσο αναγνωρίσιμοι είναι (για τους λάθος, ενίοτε lifestyle «υφής», λόγους) ή με κριτήριο το αν θα μας κάνουν μετά την εκλογή τους το τάδε ρουσφέτι και θα μας «τακτοποιήσουν», κι έπειτα βγαίνουμε όλοι μας «ξιφήρεις» και τους ζητάμε τα ρέστα για την ανικανότητά τους;
Πόσοι εξ ημών δεν έχουμε κλείσει κατά καιρούς τη Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (ΛΕΑ), όπως συνέβη προ τριημέρου στην Ολυμπία Οδό, με αποτέλεσμα να εγκλωβιστεί το πυροσβεστικό όχημα και να δυσκολεύεται να φτάσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην Κινέτα, κι εν συνεχεία αναρτούμε στα social media βαρύγδουπα στάτους περί της ανευθυνότητας όλων των υπολοίπων;
Πριν βιαστούμε να κατακρίνουμε (δικαίως, εν προκειμένω) και να υψώσουμε το δάχτυλο στον κάθε Τόσκα και Τζανακόπουλο για τις εξόφθαλμα άστοχες- ιδιαίτερα υπό το δεδομένο χρονικό πρίσμα- τοποθετήσεις τους στη χθεσινή έκτακτη συνέντευξη Τύπου, ας σκεφτούμε την τελευταία φορά που πετάξαμε από το παράθυρο του αυτοκινήτου με περίσσια μαγκιά (τι είμαστε, τίποτα φλώροι;) το τσιγάρο μας και μετά κάναμε «κυκλάκια» με τον καπνό για να εντυπωσιάσουμε εαυτόν και, πρωτίστως, αλλήλους.
Αν θέλουμε για μια φορά να είμαστε παντελώς ειλικρινείς, θα παραδεχόμασταν πως ένας από τους λόγους που επιλέγουμε- ίσως και ασυναίσθητα- να μας κυβερνούν τα «λαμόγια και οι ρουφιάνοι» πολιτικοί αντί των έντιμων και άξιων, είναι πως σε περίπτωση που συνέβαινε το δεύτερο, θα ξεμέναμε κι εμείς από εύκολες δικαιολογίες για το ποιος φταίει για τα πάντα και θα έπρεπε να στείλουμε στο πυρ το εξώτερον μια ζωή χωρίς ρουσφέτια, παρτακισμό και «θεόσταλτο» βόλεμα.
Κι αυτό, δυστυχώς, είναι κάτι που η γαλανόλευκη πλειονότητα για μισό αιώνα τώρα δεν ξέρει πώς να το κάνει. Είναι, βλέπετε, πολύ πιο εύκολο να φορέσεις απλά το μανδύα του κήνσορα και να επιρρίψεις ευθύνες με ρυθμό λεκτικού πολυβόλου, φροντίζοντας τα σκάγια να μη πετύχουν ποτέ τον ίδιο σου τον εαυτό.
Προτιμούμε ν’ αγνοούμε το κομμάτι γυαλιού που βρίσκεται μεταξύ σαλονιού και χολ και αν, παρ’ ελπίδα, κοιτάξουμε μέσα του, επιβεβαιώνουμε τον αφορισμό του Νίκου Δήμου:
«Ο Έλληνας, όταν βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη, αντικρίζει είτε τον Μεγαλέξαντρο είτε τον Κολοκοτρώνη είτε (τουλάχιστον) τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη…»
Το δυστύχημα, όπως αποδείχτηκε περίτρανα με τον χειρότερο δυνατό τρόπο στις πυρκαγιές, είναι πως οι Μεγαλέξαντροι και οι Κολοκοτρώνηδες σπανίζουν.
Στον αντίποδα, οι Καραγκιόζηδες είμαστε πολλοί.
Πάρα πολλοί.