Μέσα στην απόλυτη κυριαρχία θα βρεθεί πάντα εκείνο το σημείο της σύγκρουσης, της αντίδρασης, της επανάστασης. Εκείνο το σημείο που θα αμφισβητήσει την κυριαρχία. Δεν θα καταφέρει προφανώς να πάρει τον πόλεμο. Αλλά θα έχει κερδίσει μια μάχη. Ίσως και να του την έχει δώσει χατιρικά για να δίνει μια ισχνή ελπίδα σε όσους θέλουν να αλλάξουν την καθεστηκύια τάξη.
Στα χρόνια μας και γενικά στον 21ο αιώνα, εκείνο που έχει την επικυριαρχία όλων είναι η εικόνα. Αυτή είναι ο κατακτητής και οτιδήποτε επιβάλλει αυτή, δύσκολα το κερδίζεις. Ειδικά την τελευταία τριετία η εικόνα έχει καταστεί μη αναστρέψιμη και γινόμαστε αποδέκτες ενός τεράστιου όγκου εικόνων. Απ΄όποια οπτική κι αν το δεις.
Δεδομένου ότι κάθε πληροφορία είναι μια εικόνα και πλέον υπάρχουν τα μέσα ώστε κάθε πληροφορία να οπτικοποιείται, είναι σχεδόν αυταπόδεικτο ότι οι αμφιβληστροειδείς μας γεμίζουν από προσλαμβάνουσες. Εν τούτοις, αν και ζούμε σε αυτή την ηγεμονία του θεαθήναι, αν και κάθε νεότερη γενιά έχει μειωμένη προσοχή (η δική μου γενιά του πενταλέπτου έγινε γενιά του διλεπτου), παρατηρείται κάτι αφύσικα όμορφο.
Μια στροφή στην αξία και στη δύναμη του σκέτου ήχου. Όχι με την καθαρή ραδιοφωνική έννοια, αλλά με μια πιο εξελιγμένη. Ή τουλάχιστον με μία που το όνομα της δεν έχει κάτι ρετρό, αλλά κάτι τεχνολογικά πιασάρικο, ώστε να στρεφόμαστε προς τα εκεί ως μια ακολουθία εξέλιξης και όχι επανεξέτασης του παλιού.
Ο λόγος για το Podcast. Broadcast από iPod. Ως κατάσταση πρωτοσυναντάται το 2005, αλλά η εκτόξευσή του έχει συντελεστεί από το 2016 και μετά. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πάνω από μισό εκατομμύριο podcasts με σταθερή συχνότητα εκπομπής και παράγονται κοντά 20 εκατομμύρια επεισόδια το χρόνο. Στην Αμερική είναι το επόμενο βήμα του youtubing και δημιουργεί σιγά σιγά την επόμενη γενιά influencers.
Το ερώτημα είναι πώς κατάφερε μια ηχητική μορφή να βρει τόσο μεγάλο πεδίο δράσης και να εδραιωθεί στην εποχή που η εικόνα έχει όλα τα ηνία; Τι κενό δημιουργήθηκε, τι ανάγκη υπήρξε στους ανθρώπους για να καταφύγουν σε αυτή; Και γιατί δεν μπορούσε να το κάνει το ραδιόφωνο αυτό που κάνει το podcast; Σκέτο ήχο έχουμε στο ένα, σκέτο ήχο και στο άλλο.
Θα προσπαθήσω να το πιάσω απαντώντας πρώτα στο τελευταίο ερώτημα και μετά στα προηγούμενα. Όλα είναι ζήτημα εξοικείωσης. Δεν έχει σημασία ποιες επιλογές υπάρχουν. Σημασία έχει ποια είναι αυτή που εμφανίστηκε στην εποχή σου. Για παράδειγμα ένας 50άρης δεν θα μπορεί εύκολα να συνηθίσει το podcast.
Άρα το ραδιόφωνο δεν μπήκε στο σκεπτικό γιατί είχε/έχει συνδεθεί με παλιότερες γενιές. Ακόμα και ως όνομα ήταν απαραίτητο να βρεθεί κάτι που να αρμόζει στην έννοια της τεχνολογίας. Το ραδιόφωνο δεν είναι τεχνολογία. Είναι παράδοση.
Πατώντας πάνω σε αυτό, ήρθε η δεύτερη διευκόλυνση που προσφέρει το podcast. Μιλώντας για αρχεία ήχου που μπορεί ο καθένας να τα κάνει download όποτε θέλει για να τα ακούσει, εντοπίζεται η προσφορά μιας άνεσης και επιλογής στον δέκτη του μηνύματος. Δεν είσαι υποχρεωμένος να στηθείς μια συγκεκριμένη ώρα να το ακούσεις. Δεν είσαι υποχρεωμένος να του αφοσιωθείς. Σου επιτρέπει το multitasking. Κάτι σαν υπνοθεραπεία είναι το podcast.
Το τρίτο στοιχείο που έκανε το podcast τόσο δημοφιλές είναι αυτό που ισχύει για κάθε τι καινούργιο. Είναι ακόμα ανόθευτο. Παρέχει τη δυνατότητα να ακούσεις ιστορίες χωρίς να δεχτείς διαφημιστικά μηνύματα ή υποκινούμενα πράγματα. Αυτή είναι πάντοτε η αρχική αίσθηση σε κάτι φρέσκο. Και το podcast, αν και βρίσκεται στον 12ο χρόνο του, ακόμα μπουσουλάει.
Επεκτείνοντας τον χαρακτήρα του γνήσιου, του αυθεντικού, η απεμπλοκή του podcast από κανόνες της εικόνας, όπου κάτι μπορεί να είναι πιο επιτηδευμένο ως και παντελώς στημένο, το podcast σου δίνει μια αληθοφάνεια, αν όχι αλήθεια. Σε έναν κόσμο αναζήτησης ενός εναλλακτικού μέσου, αναδύθηκε το podcast. Είναι δηλαδή κι ένα σημείο των καιρών.
Το πιο σημαντικό είναι ότι το podcast αποτελεί ένα εργαλείο storytelling. Ψηφιακής αφήγησης. Κι αυτή θέλει να παλεύει με το ηχόχρωμα, με την πραγματικότητα της φωνής που ακούγεται. Στο podcast αυτό είναι κανόνας!