Αν ήμουν στρουμφάκι (εκτός του ότι θα είχα τακτοποιήσει την Στρουμφίτα) θα ήμουν ο Γκρινιάρης. Αν ήμουν ένας από τους εφτά νάνους (εκτός του ότι θα είχα τακτοποιήσει την Χιονάτη) θα ήμουν ο Γκρινιάρης. Αν ήμουν οποιοδήποτε άλλο καρτούν που δεν έχει κάποιο ήρωα που δεν λέγεται Γκρινιάρης, θα ήμουν ο Γκρινιάρης. Για παράδειγμα στα Μίκι Μάους, τα ανίψια Ντακ θα ήταν τέσσερα. Ο Χιούι, ο Λιούι, ο Ντιούι και ο Γκρινιάρης, δηλαδή εγώ.
Η μικρή αυτή αυτοαναφορική παράγραφος αποτελεί ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών πριν το τσουνάμι κατά των Χριστουγέννων που θα ακολουθήσει.
Δεν θα αναφερθώ στην άθλια μουσική υπόκρουση που συνοδεύει τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο διότι αν θέλουμε να παραμείνουμε ειλικρινείς, υπάρχουν και χειρότερα. Για παράδειγμα, οι Απόκριες για τις οποίες είμαι σίγουρος πως ο κόσμος φοράει μάσκες όχι λόγω του εθίμου, αλλά για να διατηρήσει την ανωνυμία του και να μην πάρει χαμπάρι κανένας στη γειτονιά ότι λικνίζει το λυγερό κορμί του στους ρυθμούς του «κε τε λα μπονγκο κε τε λα μπονγκο» ή ακόμη χειρότερα στο άκουσμα του «σκοπια σκοπια μι σκο» (που τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσε να είναι τζινγκλάκι για γνωστή εταιρεία ζυμαρικών σε γνωστή γειτονική χώρα που δεν έχει πραγματικό όνομα).
Θα αποφύγω να αναφερθώ στα αμέτρητα λαμπάκια, λαμπιόνια, φώτα, φωτάκια που αναβοσβήνουν σε κάθε πιθανό ή απίθανο συνδυασμό στους δρόμους και απειλούν να στείλουν τον μισό πλανήτη στο νοσοκομείο με επιληπτική κρίση. Και -φυσικά- δεν πρόκειται να γράψω ούτε λέξη για την σχεδόν καταναγκαστικού τύπου υποχρέωση όλων μας να συμπεριφερόμαστε με τη χαζοχαρούμενη αφέλεια ταινίας του Ντίσνεϊ, επειδή και καλά είναι γιορτές.
Όλα αυτά μου τη δίνουν, αλλά μπορώ να δώσω τόπο στην οργή. Άλλωστε, κάπου βαθιά μέσα μου ζει και βασιλεύει εκείνος ο συμπαθής μπόμπιρας που περίμενε πώς και πώς τα Χριστούγεννα με την προσμονή πως θα μπορούσε για άλλη μια χρονιά να διαλύσει το πλαστικό δεντράκι και να ρίξει το φταίξιμο σε μια από τις δεκάδες αδέσποτες γάτες. Ένα ψέμα που ερχόταν ως αντίποινο στο όργιο παραπληροφόρησης και τη συστηματική απόκρυψη αλήθειας σχετικά με τον Άγιο Βασίλη, τη σχέση του με τα δώρα και τις διόλου ικανοποιητικές απαντήσεις αναφορικά με το «από πού μπαίνει σπίτι μας αφού δεν έχουμε καμινάδα».
Εκείνο που δεν αντέχεται με τίποτα είναι η χρονική διάρκεια αυτής της… τιμημένης εορταστικής περιόδου. Όταν εμείς πηγαίναμε στο σχολείο (παλιά, με ποδιές, άβακες, χλαμύδες και τέτοια) τα Χριστούγεννα κρατούσαν αυστηρά 15 μέρες, όσο και οι διακοπές μας δηλαδή. Από τη στιγμή, όμως, που βγήκαμε στην παραγωγική διαδικασία και κατά συνέπεια οφείλουμε εμείς να τα σκάμε για τα δώρα στους άλλους, παρατηρούμε πως τα Χριστούγεννα είναι μια κοπλεξική με το μέγεθός τους γιορτή που προσφεύγει σε συνεχόμενες προσθετικές επεμβάσεις ώστε να γίνει ακόμη μεγαλύτερη.
Συμπεριφέρεται όπως η Τρέισι Λορντς στις ταινίες της, δηλαδή τα καταπίνει όλα και κινείται σαν λαίλαπα που καταβροχθίζει τα πάντα. Σαν άλλος Χίτλερ ψάχνει συνεχώς ζωτικό χώρο. Πρώτα έκανε όλον τον Δεκέμβρη το πουτ@ν@κι της, λες και είναι η Αυστρία στο άνσλους και συνέχισε με την Πολωνία (a.k.a Νοέμβρης), ενώ όσο περνάει ο καιρός απειλεί τα πάντα.
Έτσι όπως πάει η δουλειά, σε λίγο αντί για σημαία την 28η Οκτωβρίου οι μαθητές θα κρατάνε χριστουγεννιάτικο δέντρο και οι παραστάτες θα είναι ντυμένοι ξωτικά. Και είμαι σίγουρος πως ούτε τότε θα έχουμε δει το τέλος. Θα πηγαίνουν οι κοσμικοί στις ξαπλώστρες στην Ψαρού και δεν θα έχουν πού να απλώσουν τον πισινό τους από τις χιονόμπαλες και στα μπιτσόβαρα θα βαράει τέρμα remix του Ρούντολφ το Ελαφάκι από τον Tiesto, το οποίο βέβαια, δεν θα φτάσει ποτέ το παρακάτω έπος, το οποίο διαχρονικά είναι το μόνο πράγμα που αντέχεται από τα Χριστούγεννα (συν τα μελομακάρονα).