Χαμηλός, ευχάριστος φωτισμός στο χώρο. Στο βάθος το μπαρ «περικλειόταν» από ημίψηλα, σύγχρονα σκαμπό. Πίσω, η πληθώρα των μπουκαλιών έμοιαζε να του κλείνει το μάτι και- χωρίς να το καταλαβαίνει- τα χέρια του έδειχναν σα ν’ απέκτησαν αίφνης ζωή, έτοιμα να δημιουργήσουν και πάλι. Η τζαζ μουσική που έντυνε ηχητικά τον χώρο ήταν το κερασάκι στην ήδη υπάρχουσα, γευστική «τούρτα».
«Δε θυμάμαι να έχω έρθει ξανά εδώ», μονολόγησε και πλησίασε στο μπαρ- ο φίλος του τον περίμενε ήδη εκεί.
«Καλησπέρα κολλητέ!», είπε μόλις τον αντίκρισε και κάθισε δίπλα του.
«Έλα ρε, ήρθες! Και είχα ποντάρει ότι θα εμφανιζόσουν τη Δευτέρα. Τη Δευτέρα Παρουσία», του απάντησε αυτός.
Το παιδί στο μπαρ- αφού άκουσε τον πρώτο να επικαλείται τον Αϊνστάιν και να λέει πως ο χρόνος είναι σχετικός και ως εκ τούτου το αν άργησε είναι κάτι πολύ υποκειμενικό- τους ρώτησε τι ήθελαν να τους φέρει.
Φάνηκε πως επέλεξαν με αμιγώς γεωγραφικά κριτήρια, καθώς ο ένας πήρε Moscow Mule και ο άλλος Manhattan.
Έπειτα, ο bartender στρώθηκε στη δουλειά και προσέφερε κάτι που θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί ως «φαντασμαγορικό θέαμα»: η πρόσμιξη της βότκας με τον φρέσκο χυμό λάιμ για το Moscow Mule στην αρχή, η αντίστοιχη του ουίσκι με το βερμούτ για το Manhattan.
Όταν τελείωσε το έργο του- διότι περί τέτοιου επρόκειτο- είδε τους δύο φίλους να μειδιούν αινιγματικά και θέλησε να μάθει γιατί συμβαίνει αυτό.
«Θα μπορούσες να έχεις προσθέσει λίγο δυόσμο στο ποτό μου», είπε ο πρώτος.
«Και καλό θα ήταν να έβαζες 1-2 σταγόνες Angostura στο δικό μου», παρατήρησε ο δεύτερος.
Τα μάτια του bartender άνοιξαν διάπλατα και η έκπληξη τον χτύπησε σαν ανεξέλεγκτο συναισθηματικό φορτηγό του οποίου έχουν κοπεί τα φρένα. Όταν κατάφερε να συνέλθει και να βάλει ξανά τη μία λέξη δίπλα στην άλλη έτσι ώστε να σχηματίζουν μια κατανοητή πρόταση (η πρώτη είχε στεφθεί από αποτυχία, μιας και το «Καλά μα σεις πώς θέλω πω να ξέρετε αυτά;» μετά δυσκολίας συνιστά νεοελληνικά), τους ρώτησε αν ήταν συνάδελφοι.
Του απάντησαν καταφατικά και μετά του αποκάλυψαν το μυστικό τους:
«Ξέρεις, αυτές τις μέρες έχουμε το World Class Roadshow 2018. Είναι ο μοναδικός θεσμός μύησης στη φιλοσοφία και κουλτούρα του ποιοτικού ποτού και ήδη η Πάτρα και τα Χανιά υποδέχτηκαν τον Έλληνα World Class Bartender Of The Year 2017 Πάνο Κανατσούλη και τον chef, και ιδιοκτήτη του εστιατορίου CTC, Αλέξανδρο Τσιοτίνη», ξεκίνησε να λέει ο ένας.
Ο φίλος του έλαβε την λεκτική πάσα και συνέχισε: «Φέτος υπάρχουν δύο δοκιμασίες. Η πρώτη διαγωνιστική ενότητα θέτει τις βάσεις για ένα πιο βιώσιμο μέλλον και μας μυεί σε οικολογικές πρακτικές διαχείρισης των πόρων ενός μπαρ, με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας και τη βέλτιστη λειτουργία του.
Η δεύτερη θ’ αναδείξει συγκεκριμένες τεχνικές από τον κόσμο της γαστρονομίας, όπως η ζύμωση, η καραμελοποίηση και η μέθοδος Maillard, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μπορούν να εφαρμοστούν στην παρασκευή ενός ποτού, ορίζοντας μια νέα επερχόμενη τάση στο κόσμο των εκλεκτών αποσταγμάτων».
Αυτό ήταν: ο bartender, κατά τον ευρέως αποδεκτό μαγειρικό όρο, είχε «ψηθεί». Ρώτησε, με ενθουσιασμό μικρού παιδιού που μπαίνει για πρώτη φορά στην Disneyland, αν υπήρχαν άλλα workshops στο πρόγραμμα ή είχε σπαταλήσει την ευκαιρία του.
«Φυσικά», τον καθησύχασαν οι συνάδελφοί του που φορούσαν το «προσωπείο» των πελατών, «Στις 13 Φεβρουαρίου στη Θεσσαλονίκη στο “Navona Day & Night”, στις 14 στο «Φρούριο» στη Λάρισα και στις 15 στο “ART FACTORY – ΤΕΧΝΟΣΤΑΣΙΟ” της Αθήνας.
Και το καλύτερο; Το «πάρτι» συνεχίζεται, μιας και ακολουθεί το διαγωνιστικό μέρος του World Class 2018, εκεί όπου θα κληθούμε είτε να συνδυάσουμε τις γνώσεις και των 2 δοκιμασιών είτε θα χρησιμοποιήσουμε πρακτικές από μια από αυτές και θα δημιουργήσουμε το δικό μας cocktail βασισμένο σ’ ένα από τα brands που ανήκουν στο reserve portfolio της Diageo, χρησιμοποιώντας γαστρονομικές τεχνικές!», ολοκλήρωσαν την μακροσκελή τους ενημέρωση.
Ο bartender δε χρειαζόταν ν’ ακούσει τίποτα περισσότερο- για την ακρίβεια είχε ακούσει ήδη αρκετά. Τους είπε ορθά κοφτά πως ήθελε να πάει στα εναπομείναντα workshops και στη συνέχεια να διεκδικήσει την κορυφή του διεθνούς fine drinking στερεώματος και να γίνει μέρος της μεγαλύτερης κοινότητας bartending παγκοσμίως.
«Το ίδιο κι εμείς», απάντησαν ταυτόχρονα, λες και ήταν συνεννοημένοι, οι άλλοι δύο και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους.
«Στην υγειά μας», είπαν κι έπειτα ήπιαν.
Χαμογέλασαν και πάλι.
«Ξέρεις, παρά τα… λάθη, το ποτό μου είναι εκπληκτικό», τόνισε ο ένας φίλος.
«Το ίδιο και το δικό μου», έσπευσε να προσθέσει ο άλλος.
«Με λίγη καθοδήγηση- στα προσεχή workshops, ας πούμε- μπορούν οι δημιουργίες σου να πάνε σε άλλο επίπεδο. Να γίνουν… Να γίνουν…»
«Να γίνουν World Class», ψιθύρισε, μ’ ένα ονειροπόλο βλέμμα να εγκαθίσταται στο πρόσωπό του, ο bartender.
«Ακριβώς- World Class», επανέλαβε ο συνάδελφός του, πριν θέσει τη ρητορική ερώτηση:
«Τι λέτε, θα πάμε;».