Από το δίπλα δωμάτιο την άκουγε να «φτύνει» ξανά και ξανά και ξανά τις ίδιες προσβλητικές λέξεις. Δεν έδινε σημασία πια στα λόγια της- τι νόημα είχε, άλλωστε; Ήξερε πως θα τον αποκαλούσε γι’ ακόμα μία φορά ομοφυλόφιλο και ότι θα επικεντρωνόταν στο χρώμα που είχαν τα μαλλιά του.
Ωστόσο, μετά έπιασε στο στόμα της εκείνον και κάτι μέσα του (πρέπει να) έσπασε. Με την παρόρμηση ν’ αναλαμβάνει το τιμόνι εξωθώντας βίαια την όποια λογική εκτός κάδρου, άρπαξε το μαχαίρι της κουζίνας και στη συνέχεια το βύθισε στο σώμα της 17 συνεχόμενες φορές.
Η γυναίκα που τον καταδυνάστευε μια ζωή κείτονταν νεκρή, πληγωμένη θανάσιμα από το δικό του χέρι.
Ο ίδιος, γεμάτος αίματα, άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους της γειτονιάς του, μέχρι που έφτασε στη ντισκοτέκ που σύχναζε σε καθημερινή βάση με την παρέα του. Όταν είδε τη φίλη του, την πλησίασε και της είπε μια «παγερή» φράση που έμελλε να τον κάψει:
«Μόλις έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα της ζωής μου»…
Οικογένεια μεγαλωμένη στον πόνο
Η μητέρα του Παύλου, όπως ήταν το όνομα του δράστη, είχε μεγαλώσει σ’ ένα ορφανοτροφείο της Κωνσταντινούπολης, μέχρις ότου την υιοθέτησε μια ηλικιωμένη γυναίκα. Μόνο που αντί τα πράγματα να καλυτερεύσουν στη ζωή της φεύγοντας από εκείνο το μέρος, πήραν με την ταχύτητα του σκοτεινού φωτός την κατιούσα.
«Με μεγάλωσε σαν ζητιάνα, με έστελνε να ζητώ ελεημοσύνη από πόρτα σε πόρτα. Σε τίποτα δεν ήταν μάνα μου έστω και θετή», θα δήλωνε αργότερα το ταλαιπωρημένο κορίτσι που, πλέον, είχε γίνει ολόκληρη γυναίκα και ζούσε μαζί με τον γιο της, τον πατριό του και τα 4 ετεροθαλή του αδέρφια σ’ ένα μικρό σπιτάκι στη Νέα Σμύρνη στα τέλη των 70s και στις αρχές των 80s.
Όσο για τον πατέρα του μετέπειτα δολοφόνου; Έζησε με τον γιο του και τη γυναίκα του μόλις για μια τριετία, καθώς μετά τους εγκατέλειψε, χαράσσοντας ανεξάλειπτα ψυχικά στίγματα σε όλο τους το κορμί.
Εννιά μήνες πριν το στυγερό έγκλημα, ο πατέρας του Παύλου πέθανε.
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1980, θ’ ακολουθούσε και η γιαγιά του.
«Αλήτη που βάφεις τα μαλλιά σου, κίναιδε! Φύγε από το σπίτι μου»
«Ήταν ελαιοχρωματιστής, έβαφε τα μαλλιά του επειδή μια μέρα είχε πέσει νέφτι, άσπρισαν και δε μπορούσαν να είναι δίχρωμα. Τα φρύδια του τα έβγαζε γιατί είχαν καεί, άρπαξαν φωτιά από τον αναπτήρα»- αυτή ήταν η μία θεωρία την οποία υποστήριζε κάποια γνωστή του.
Μια άλλη άποψη, επίσης ορισμένων φίλων του, τον ήθελε να τα βάφει καθώς ήταν πανκ και «όφειλε» να πειράξει την εμφάνισή του.
Άπαντες έμοιαζαν να συμφωνούν, όμως, πως δεν ήταν ομοφυλόφιλος, παρά την… αδιάσειστη απόδειξη του βαμμένου μαλλιού (μην ξεχνάμε πως μιλάμε για σχεδόν 40 ολόκληρα χρόνια πριν).
Σ’ αυτό το συμπέρασμα κατέληγε και ο πατριός του, ο οποίος- σ’ ένα πρωτοφανές ομοφοβικό ξέσπασμα- φέρεται να είχε δηλώσει ότι «Δε δέχομαι να μου λένε το παιδί ανώμαλο και τραβεστί. Δεν είναι. Ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ότι θέλει το κεφάλι το. Αν είχα καταλάβει ότι είναι κάτι τέτοιο θα τον έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Δεν ανέχομαι τέτοιες ντροπές εγώ».
Παρά τις «διαβεβαιώσεις» πως ο Παύλος δεν ήταν ομοφυλόφιλος (λες και υπάρχει κάτι κακό στο να είσαι, αλλά…), το bullying που δεχόταν από τη γιαγιά του ήταν συνεχές, με την 88χρονη να του φωνάζει διαρκώς πως είναι κίναιδος και πως πρέπει να φύγει από το σπίτι.
Ο 17χρονος είχε μάθει να ζει με όλα αυτά, όμως τότε η γιαγιά υπέπεσε σ’ ένα μοιραίο, για την ίδια- και, δυστυχώς, τον εγγονό της- σφάλμα: καταράστηκε τον λάθος άνθρωπο.
Εκείνον που είχε εγκαταλείψει την οικογένεια μεν, αλλά είχε πεθάνει προσφάτως δε.
Τον πατέρα του Παύλου.
Σπίτι βουτηγμένο στο αίμα
Το ημερολόγιο έδειχνε 3 Σεπτεμβρίου του 1980. Παρά το γεγονός πως συνήθως υπήρχε πολυκοσμία στο σπίτι, εκείνη τη μέρα είχαν μείνει μόνο ο Παύλος με τη γιαγιά του. Ο νεαρός άκουγε μουσική στο δωμάτιό του, με τη γριά γυναίκα να εξαπολύει τις συνήθεις προσβολές της προς την πλευρά του παιδιού.
Η λεκτική σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήρθε όταν η 88χρονη άρχισε να βρίζει το νεκρό πατέρα του παιδιού. Τότε ο 17χρονος, τελώντας εν βρασμώ, άρπαξε το τραπεζομάχαιρο και την κατακρεούργησε, μπήγοντάς το στο σώμα της 17 ολόκληρες φορές και «πλημμυρίζοντας» το οίκημα με θνησιμαίο αίμα.
Μετά την παραδοχή του εγκλήματος στους φίλους του, ο Παύλος συνελήφθη και ο εισαγγελέας του άσκησε ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και οπλοχρησία.
Οι συγκεκριμένες κατηγορίες επέσυραν- τότε- μέχρι και ποινή θανάτου, όμως ο δράστης την γλύτωσε, καθώς λόγω του νεαρού της ηλικίας του η ποινή του μεταβλήθηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Με τις νότες από το κασετόφωνο του παιδιού ακόμα νωπές στη μουσικόφιλη μνήμη, ο Τύπος της εποχής δεν άργησε να βρει ένα αποκρουστικά ταιριαστό παρατσούκλι για τον Παύλο, ο οποίος ήταν ο αιμοσταγής θύτης και το τραγικό θύμα ταυτόχρονα:
Τον έλεγαν «Ο δολοφόνος με τα βαμμένα μαλλιά».
Κι αυτή ήταν η ερεβώδης ιστορία του.