Ας υποθέσουμε ότι σε καταδιώκουν. Ότι βρίσκεσαι σε μια έρημη έκταση, αρκετά απότομη και με πολλούς γκρεμούς. Βγαίνοντας από ένα ξέφωτο, στέκεσαι μπροστά στο γκρεμό και η μοναδική σου λύση φαίνεται να είναι η πτώση. Ειδάλλως οι κυνηγοί σου θα σε βρουν και σε σκοτώσουν. Λίγο πριν πέσεις και λίγο πριν σε πυροβολήσουν, εμφανίζεται ο Ντιν Μητρόπουλος και σε σώζει.
Αφοπλίζει τους διώκτες σου, σε παίρνει μακριά και μετά από λίγα χρόνια είσαι εσύ αυτός που διώκει. Αυτό το παράδειγμα, που καθώς φτάνω στο τέλος του δε μου φαίνεται και πολύ σόι, θα μπορούσε να ισχύει αν σε έλεγαν Twinkie.
Το Twinkie είναι ένα από τα κλασικά αμερικάνικα γλυκά σνακ. Για πολλά χρόνια ήταν στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων των παιδιών. Μέχρι που στο τέλος της περασμένης δεκαετίας πήρε την κατιούσα. Το 2013 η Hostess Brand, η εταιρεία που είχε στην κατοχή της μεταξύ άλλων και το εν λόγω brand έφτασε σε σημείο αφανισμού.
Ο Ντιν Μητρόπουλος, ένας σεσημασμένος θηρευτής ευκαιριών, επένδυσε ως προϊστάμενος ενός μεγάλου fund περίπου 250 εκατομμύρια δολάρια στην επιχείρηση και στις αρχές του 2017 κατάφερε να έχει κέρδος 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Φυσικά δεν πήγε στην τσέπη του, αλλά μοιράστηκε στο fund και στην επιχείρηση. Όμως η ουσία δεν αλλάζει.
«Όλα αυτά τα χρόνια κανείς δεν έχασε λεφτά» λέει με περηφάνια σε συνέντευξη του στο Forbes ένας από τους 20 πλουσιότερους Έλληνες της διασποράς κι ένας από τους 400 πλουσιότερους σε αμερικανικό έδαφος!
Πώς ξεκίνησε όμως αυτή η ιστορία με την εξαγορά ξεπεσμένων brands και την απογείωση τους μέσα σε μόλις 3-4 χρόνια με την επένδυση να επιστρέφει 4 και 5 φορές περισσότερο;
Ο 72χρονος Ντιν Μητρόπουλος ξεκίνησε από την Ελλάδα με την οικογένεια του. Ήταν 10 χρονών όταν έφυγαν για την Αμερική. Ήταν το 1957. Η εποχή του μεγάλου φευγιού για πολλούς Έλληνες. Το δεύτερο κύμα μετά την δεκαετία του ’20. Αυτή η μετάβαση δεν του πολυάρεσε, αλλά σχετικά γρήγορα κατάλαβε ότι τίποτα δεν ήταν μικρό στην Αμερική. Ούτε καν στη Μασαχουσέτη που τότε δεν στις φημισμένες πολιτείες.
Ο μοναδικός λόγος που το όνομα της ξεπερνούσε τα σύνορα ήταν το πανεπιστήμιο της, το Babson College, ένα από τα 3-4 κορυφαία στον κόσμο στον κλάδο της διοίκησης επιχειρήσεων. Αυτό ήθελε να σπουδάσει κι ο Ντιν. Η πορεία της ζωής του απέδειξε ότι όντως είναι το κορυφαίο κι όντως το σπούδασε πολύ καλά.
Το εντυπωσιακό για τον Ντιν Μητρόπουλο είναι ότι τα πιο εντυπωσιακά του deal τα έχει καταγράψει σε αυτή τη δεκαετία με αποτέλεσμα να διαθέτει προσωπική περιουσία 1,2 δισεκατομμυρίων, μεταξύ των οποίων και τη βίλα του Χιου Χέφνερ που αγόρασε ο γιος του Ντάρεν το 2016.
Ο Ντιν Μητρόπουλος αντιλήφθηκε ότι δεν έχει τόσο ενδιαφέρον και τόσο κέρδος να έχεις απλά την δικιά σου επιχείρηση. Είναι πολύ καλύτερο να παράγεις όραμα και ευκαιρίες για άλλους επενδυτές και να δημιουργείς μια ροή χρήματος στην αγορά των μεγάλων κεφαλαίων. Γι΄αυτό από το 1996 λειτουργεί σαν «μεταποιητής» μεγάλων επιχειρήσεων.
Αναζητά αυτές που παρουσιάζουν τεράστια καθίζηση στα έσοδα τους ή αυτές που βρίσκονται στο χείλος του γκρεμού. Δεν τον ενδιαφέρει το μέγεθος του ποσού που θα χρειαστεί για να τις σώσει. Ξέρει ότι θα το πάρει πίσω τουλάχιστον επί δύο. Το μεγαλύτερο γνωστό ποσό που έχει επενδύσει με το fund είναι τα 410 εκατομμύρια δολάρια.
Το μεγαλύτερο ποσό που έχει πάρει πίσω είναι αυτό της εταιρείας που πούλησε το 1996 για 2.9 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στην περίπτωση του Twinkies που αναφέρθηκε, ο Ντιν Μητρόπουλος εξηγεί στο Forbes που του απέδωσε τον τίτλο «τζάκποτ» πώς το επαναπροώθησαν στην αγορά.
«Αναγνωρίσαμε τη δυναμική του και την ιστορική σχέση του με τον καταναλωτή. Έχει μια μεγάλη κληρονομιά ως προϊόν. Στόχος μας ήταν να διατηρήσουμε αυτή τη σχέση. Εμείς εκμεταλλευτήκαμε μια νομοθεσία στον τομέα των επιχειρήσεων, το Κεφάλαιο 7, χάρις στο οποίο μπορέσαμε να αγοράσουμε μόνο όσα χρειαζόμασταν για να το κάνουμε βιώσιμο, αφήνοντας τα χρέη πίσω. Η αφοσίωση του καταναλωτή στο Twinkies δεν είχε χαθεί αυτά τα χρόνια. Απλώς δεν υπήρχε το μέσο της σύνδεσης. Εμείς προσφέραμε το όχημα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ντιν μιλάει με πάθος για το κοφτερό και διορατικό του μάτι, ενώ παραδέχεται πως δεν θα μπορούσε με τίποτα να έχει την ίδια επιτυχία αν καταπιανόταν με πιο περίπλοκους τομείς. Όπως με την τεχνολογία και τις start-up. Αυτό το είδος της αγοράς γνώριζε, εκεί ανίχνευε για τις ευκαιρίες.
Ένα άλλο παράδειγμα της επιχειρηματικής του 6ης αίσθησης αφορά στην ζυθοποιία Pabst Brewing. Αγοράστηκε το 2011 έναντι 250 εκατομμυρίων δολαρίων. Πωλήθηκε το 2014 για τα τριπλάσια λεφτά. 750 εκατομμύρια.
Συνολικά, τα λεφτά που έχουν φύγει κι επιστρέψει στα χέρια του σε τρεις δεκαετίες είναι κοντά στα 50 δισεκατομμύρια δολάρια και αφορούν επενδύσεις σε περίπου 80 επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις όχι μόνο στις ΗΠΑ, αλλά και στον Καναδά και το Μεξικό. Το ραντάρ του κινείται σχεδόν σε όλη την αμερικάνικη ήπειρο.
Πριν από 7 χρόνια κινήθηκε και στην ευρωπαϊκή, στον τόπο καταγωγής του, αλλά το ενδιαφέρον του για το real estate και ξενοδοχειακές μονάδες δεν εκδηλώθηκε σε αγοραπωλησίες. Τουλάχιστον όχι ανοιχτά.
Το μεγάλο ερώτημα για τον Ντιν Μητρόπουλο είναι αν σκοπεύει να αποσυρθεί και να δώσει τα ηνία ολοκληρωτικά στους γιους του. Κι αν το κάνει τελικά, οι δύο ευφυείς γιοι του θα μπορέσουν να έχουν την ίδια αποδοτικότητα και να ξεφύγουν από τα φτερά του μπαμπά; Γιατί στον κόσμο των επιχειρηματιών αυτού του μεγέθους το όνομα μετράει. Μετράει μέχρι να γίνει η πρώτη στραβή.