Για να καταλάβει κανείς πόσο ισχυρή είναι η νοσταλγία στο θυμικό των ανθρώπων, αρκεί να σκεφτεί ότι υπάρχουν άνθρωποι που αναπολούν την εγκληματικότητα του παρελθόντος. «Ήταν πιο αξιοπρεπής» λένε πολλοί. Όχι απλοί πολίτες. Αλλά κυρίως αστυνομικοί.
Αν ρωτήσει κανείς για παράδειγμα τον Αραβαντινό, θα τον ακούσει να το λέει. Ένας από τους αγαπημένους του ιππότες που βρίσκονταν πολύ συχνά από τη μέσα μεριά της στενής, ήταν και ο Βαγγέλης Ρωχάμης. Ένας μύθος της παλιάς και της λιγότερο παλιάς Ελλάδας. Γιατί και η δεκαετία του ’90 πλέον, όταν και μέτρησε τις τελευταίες του μέρες στη φυλακή, είναι πια παλιά.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης αποκλήθηκε από πρωτοσέλιδα της εποχής του ένας Ρομπέν των Δασών. Κι όχι μόνο. Πολλά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να τον συνοδεύουν. Ένα από τα πιο ξακουστά αφορά στην ικανότητα του να δραπετεύει από τη φυλακή και να κοροϊδεύει μες στα μούτρα της την αστυνομία. Μια αστυνομία που δεν το έπαιρνε και προσωπικά.
Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι υπήρξαν αποδράσεις που έβρισκαν τον Ρωχάμη να μην κρύβεται και να βρίσκεται σε κοινή θέα; Πώς αλλιώς να εξηγηθεί ότι η αστυνομία ήταν ορισμένες φορές αρωγός του στη διαφυγή; Κάτι που ισχύει και για πολλούς από τους απλούς πολίτες που δεν τον κατέδωσαν ποτέ.
Ο Βαγγέλης Ρωχάμης ήταν για πολλούς ένας μπον βιβέρ της φυλακής. Ήταν μια γοητευτική περσόνα. Ήταν αυτό που αρκετοί της κατασταλτικής εξουσίας θα ήθελαν να ζήσουν έστω και για μια μέρα. Αυτή την αναίδεια προς το κοινωνικό συμβόλαιο, αυτό το ξεκάθαρο φτύσιμο στα μούτρα των σύγχρονων Τζον Λοκ.
Αυτά δεν τα γράφω ως ένα οσιογράφημα προς τον Ρωχάμη. Είναι καταγεγραμμένες μαρτυρίες. Αυτά που δεν είναι καταγεγραμμένα, αλλά γιγαντώνονται και παραλλάσσονται από στόμα σε στόμα, αφορούν τα επιτεύγματα του. Για παράδειγμα κανείς δεν μπορεί να συμφωνήσει στον αριθμό των φορών που δραπέτευσε. Υπάρχουν ασάφειες και λανθασμένες αφηγήσεις ακόμα και στον τρόπο.
Μία από τις φορές όμως που ξεγέλασε για τα καλά το σύστημα, δεν επιδέχεται αμφισβήτησης. Έγινε μάλιστα στον Κορυδαλλό. Ένα μέρος κράτησης όπου ανέκαθεν οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι συμπεριφέρονταν με θετικό τρόπο σε κρατουμένους. Σε ορισμένες περιπτώσεις έκαναν και φιλίες. Μπορείτε να φανταστείτε τι συνέβαινε με τον Ρωχάμη.
Για να είμαι ειλικρινής, δύο είναι οι πιο απίστευτες φορές που το έσκασε. Μεταξύ δύο ταλαντεύεται ο κόσμος που τις ξέρει. Η μία είναι όταν έμαθε πως κάποιος είχε πειράξει την κόρη του και θέλησε να αναμετρηθεί μαζί του και να τον τακτοποιήσει. Λίγο μετά το επισκεπτήριο του κουνιάδου του κάποτε το 1986, ο Ρωχάμης δοκίμασε το τολμηρό.
Αντί να επιστρέφει στο κελί του, απλώς ακολούθησε τους υπόλοιπους που είχαν έρθει για επισκεπτήριο και βγήκε σαν να μην τρέχει τίποτα από την κεντρική πύλη. Σύμφωνα με τον μύθο και τα όσα γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, ο λόγος που δεν τον αναγνώρισαν είναι επειδή φορούσε κοστούμι κι όχι τη στολή του κρατουμένου.
Πρόκειται όμως για την δεύτερη, έστω και με ελαφρά διαφορά, πιο χαρακτηριστική του απόδραση. Η πρώτη των πρώτων έγινε πάλι στον Κορυδαλλό. Πάλι στη δεκαετία του ’80. Ο Ρωχάμης είχε πάρει μυρωδιά που άφηναν τα κλειδιά οι φύλακες. Είχε δει ότι για να πάει στον χώρο του επισκεπτηρίου περνούσε περίπου 10 πόρτες. Είχε επίσης δει ότι στη γραμματεία υπήρχε μια αρμαθιά με πέντε κλειδιά.
Μέσα σε ένα χρόνο φρόντισε να βγάλει αντίγραφα και των 5, έχοντας προνοήσει να κουβαλάει πλαστελίνη μαζί του κάθε φορά που βρισκόταν πλησίον του γραφείου με τα κλειδιά. Όταν έφτασε η κατάλληλη στιγμή, ντύθηκε σαν δικηγόρος για να μπορέσει να παραπλανήσει όσους αστυνομικούς δεν είχαν ιδιαίτερη οπτική επαφή μαζί του, και με τα κλειδιά στο χέρι άνοιξε τις πόρτες.
Όχι όλες. Άνοιξε τις τέσσερις. Το πέμπτο κλειδί φαίνεται πως δεν ήταν για την τελευταία πόρτα. Όμως για τον Ρωχάμη που τον συνόδευε μια ελεγεία, δεν υπήρχε πρόβλημα. Ένα όργανο της τάξης του την άνοιξε και του ανέφερε μάλιστα ότι του κάνει ένα δώρο. Ο Ρωχάμης που είχε συνηθίσει σε τέτοια, δεν έμεινε κεχηνώς. Εξήλθε της πόρτας και εξαφανίστηκε. Για λίγο. Όπως πάντα!