Από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 κιόλας ο Τσάρλι Τσάπλιν και η οικογένειά του ζουν στην Ελβετία. Ο κόσμος έχει αλλάξει και δεν έχει χώρο για τον θρυλικό Σαρλό και το βουβό χιούμορ του. Δεν ήταν όμως μόνο οι μεταβολές της τεχνολογίας που έφταιγαν για την «απόσυρσή» του. Σε μια περίοδο που ο πλανήτης έμπαινε στη φάση του «Ψυχρού Πολέμου», το Χόλυγουντ δεν έβλεπε με καλό μάτι τον ηθοποιό που στο παρελθόν είχε εκφράσει ξεκάθαρα τις αριστερές ιδέες του.
Η αδυναμία του στις νεαρές γυναίκες (πριν καν αυτές ενηλικιωθούν) και οι γάμοι του με κάποιες από αυτές δεν βοήθησαν την κατάσταση. Ειδικά η σχέση του με την Ούνα, την οποία γνώρισε όταν εκείνος ήταν ήδη 54 ετών κι αυτή 17, προκάλεσε σάλο καθώς επρόκειτο για την κόρη του νομπελίστα συγγραφέα Ευγένιου Ο ‘Νιλ που τάχθηκε ανοιχτά εναντίον αυτού του γάμου.
Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1977, ο 88χρονος Τσάπλιν φεύγει τελικά από την ζωή και περνά στην ιστορία. Όμως, ακόμη και από τον τάφο, ο κορυφαίος κωμικός -άθελά του- μετατρέπεται για άλλη μια φορά σε πρωταγωνιστή και συγκεντρώνει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας.
Σχεδόν δύο μήνες αργότερα γίνεται αντιληπτό ότι τυμβωρύχοι έχουν συλήσει τον τάφο του και έχουν αφαιρέσει την σορό του. Επικρατεί πανικός και οι θεωρίες συνωμοσίας δίνουν και παίρνουν σχετικά με την ταυτότητα των δραστών, στους οποίος οι περισσότερες εφημερίδες της εποχής δίνουν πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα.
Ένα τηλεφώνημα που ακολουθεί αργότερα διαλύει τις φήμες. Η χήρα του ακούει από την άλλη άκρη της γραμμής μια βαριά φωνή με κακή προφορά που ζητά 600.000 ελβετικά φράγκα ως λύτρα για να επιστραφεί το πτώμα του καλλιτέχνη. Είναι μια ξεκάθαρη υπόθεση ποινικού δικαίου, στην οποία όπως θα αποδειχθεί, πρωταγωνιστές υπήρξαν δύο ερασιτέχνες και απελπισμένοι κακοποιοί.
Η Ούνα αρνείται κατηγορηματικά να τους πληρώσει και κλείνει το τηλέφωνο, ενημερώνοντας ταυτόχρονα την αστυνομία. Οι απαγωγείς-τυμβωρύχοι επανέρχονται, ζητώντας αυτή τη φορά 600.000 δολάρια. Η απάντηση που λαμβάνουν είναι ξανά αρνητική. Εκείνοι όμως επιμένουν, καλώντας και πάλι και προτείνοντας συνεχώς ένα διαφορετικό ποσό. Την ίδια ώρα οι Αρχές προσπαθούν να εντοπίσουν τα ίχνη τους και περιορίζουν τις έρευνές τους στην περιοχή της Λωζάννης από όπου θεωρούν ότι γίνονται τα τηλεφωνήματα για λύτρα.
Όταν τελικά η Ούνα Τσάπλιν συνομιλεί για τελευταία φορά μαζί τους, εκείνοι ζητούν 100.000 δολάρια, τα οποία η χήρα του ηθοποιού δηλώνει ότι θα καταβάλλει, αλλά την ίδια ώρα 200 τηλεφωνικοί θάλαμοι παρακολουθούνται. Ο κλοιός γύρω από τους δράστες έχει σφίξει για τα καλά και ουσιαστικά όταν τελικά κανονίζεται το ραντεβού για την πληρωμή, τα «ποντίκια» έχουν μπει στη «φάκα».
Οι κακοποιοί περιμένουν, όπως προβλέπει η συμφωνία, πως την προκαθορισμένη ώρα και στο προκαθορισμένο σημείο θα εμφανιστεί ο μπάτλερ της οικογένειας με μια βαλίτσα που θα περιέχει τα λύτρα. Αντί αυτού, μπροστά τους προβάλλει ένας άντρας της ασφάλειας, το σημείο είναι περικυκλωμένο από συναδέλφους του που δεν έχουν το παραμικρό πρόβλημα στο να συλλάβουν τους δράστες.
Ο 24χρονος Πολωνός Ρομάν Βάρντας και ο 38χρονος Βούλγαρος Γκάντσο Γκάνεφ δεν είναι σε θέση να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Μηχανικοί και οι δύο, σε κακή οικονομική κατάσταση, μετανάστες από χώρες του Ανατολικού μπλοκ, έψαχναν έναν τρόπο να βγάλουν γρήγορα κι εύκολα λεφτά. Έχοντας διαβάσει για μια αντίστοιχη υπόθεση εκείνη την εποχή στις εφημερίδες, θεώρησαν ότι ο τάφος του Τσάπλιν θα μπορούσε να μετατραπεί για αυτούς σε χρυσορυχείο. Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν η καταδίκη τους.
Το δικαστήριο που ακολούθησε τους βρήκε ένοχους, καταδικάζοντας τον Βάρντας σε 4,5 χρόνια φυλάκισης και καταναγκαστικών έργων και τον Γκάνεφ (που είχε δευτερεύοντα ρόλο) σε 18μηνη κάθειρξη. Και οι δύο εμφανίστηκαν μετανιωμένοι για την πράξη τους. Έγραψαν, μάλιστα και μια απολογητική επιστολή προς την οικογένεια του ηθοποιού ζητώντας συγγνώμη, που έγινε αποδεκτή.
Ωστόσο για λίγο είχε παιχτεί και ένα δεύτερο σίριαλ. Το διάστημα των διαπραγματεύσεων οι δράστες είχαν θάψει το φέρετρο σε ένα χωράφι. Ο χρόνος που μεσολάβησε ήταν αρκετός ώστε ο ανυποψίαστος αγρότης να το σπείρει με καλαμπόκι, με συνέπεια όταν αυτό αναπτύχθηκε, να είναι δύσκολος ο εντοπισμός του! Μετά από νέες έρευνες, επιτέλους εντοπίστηκε και μεταφέρθηκε πίσω στο νεκροταφείο όπου είχε ταφεί. Μόνο που αυτή τη φορά οι συγγενείς πήραν τα μέτρα τους ώστε να μην συμβεί ποτέ ξανά κάτι αντίστοιχο. Σήμερα ο τάφος του Τσάρλι Τσάπλιν είναι σκεπασμένος από εκατοντάδες κιλά σκυροδέματος προκειμένου να είναι βέβαιο πως ο Σαρλό δεν θα απασχολήσει ποτέ για κανέναν άλλο λόγο πέρα από τις ταινίες και το έργο που άφησε πίσω του.