«Τους σκοτώσαμε γιατί μας βίαζαν»: Η κάρτα μπάσκετ που πρόδωσε τα δύο «διάσημα» αδέρφια-δολοφόνους των ΗΠΑ

Κόστιζε μόλις 10 σεντς, όμως ήταν αρκετή για να συμπληρώσει τα τελευταία κομμάτια του παζλ σε μια ερεβώδη ιστορία…

Αν τον προλάβατε και είστε ελαφρώς ΝΒΑ freak, θα τον θυμάστε σίγουρα: ήταν ένα playmaker σαφέστατα άνω του μετρίου, με αδιανόητη ικανότητα στην πάσα (τέταρτος στη λίστα με τις περισσότερες ασίστ όλων των εποχών), συμπαθές σουτάκι από το τρίποντο και καλούτσικος μπουκαδόρος.

Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του έπαιξε στο πλευρό του σπουδαίου Πάτρικ Γιούιν, μετά «τάιζε» τελικές τον Ρέτζι Μίλερ, έκανε ένα πέρασμα από το Τορόντο του showman Βινς Κάρτερ- εν ολίγοις, υπήρξε ένας παίκτης που μπορεί να μην ήταν ποτέ superstar στον Μαγικό Κόσμο, όμως- όπως λέγαμε μικροί στις σπηλιές μας- ήταν above average.

Πώς στο καλό γίνεται, λοιπόν, μια απλή κάρτα που απεικονίζει τον Μαρκ Τζάκσον με τη φανέλα τον Νικς την σεζόν 1989-1990 ν’ απέκτησε ξαφνικά μεγάλη αξία, να έγινε συλλεκτική και να φτάνει στο σημείο να «γκρεμίζει» το twitter και το reddit σχεδόν 30 ολόκληρα χρόνια μετά την κυκλοφορία της;

Αν «κρύβει» στο χάρτινο κορμί της δυο από τους πιο πολυσυζητημένους δολοφόνους στην πρόσφατη ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, γίνεται.

Αλήθεια, πρόσεξε κανείς από εσάς το φόντο;

 

Κολυμπώντας εντέχνως στα ελώδη νερά του χρήματος

Ήταν πλούσιοι. Για την ακρίβεια, πολύ πλούσιοι: ο πατέρας της οικογενείας, ο Χοσέ Μενέντεζ, ήταν μεγαλοστέλεχος σε διάφορες εταιρίες, την στιγμή που η μητέρα, η Κίτι Άντερσεν, δίδασκε σε ιδιωτικά σχολεία.

Όταν ήρθε στον κόσμο ο Λάιλ το 1968, ο πρώτος γιος του ζευγαριού, η Κίτι αποφάσισε να παρατήσει τη δουλειά της (ούτως ή άλλως δεν υφίστατο οικονομικό θέμα), προκειμένου να φροντίζει τον πιτσιρικά. Δύο χρόνια αργότερα γεννήθηκε και ο Έρικ, «αναβαθμίζοντας» αυτομάτως την οικογένεια από τριμελή σε τετραμελή.

Στα μέσα των 80s, και με τις δουλειές του μπαμπά Χοσέ να πηγαίνουν με την ταχύτητα του φωτός από το καλό στο καλύτερο και να έχουν ως τερματικό τους σταθμό το κάλλιστο, οι τέσσερίς τους αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην Καλιφόρνια λόγω των υποχρεώσεων που είχε ο πάτερ φαμίλιας.

Λίγο πριν η δεκαετία του 1980 χαθεί για πάντα στην αδηφάγο χρονική λήθη (όμως πάντοτε με κακόγουστο στυλ: έχοντας κάνει περμανάντ, φορώντας βάτες και πολύχρωμα, συνθετικά ρούχα), η περιουσία των Μενέντεζ εκτιμάτο στα 14.5 εκατομμύρια δολάρια.

Ένα ποσό που, θα μπορούσε να πει κανείς, αξίζει να σκοτώσεις για να το αποκτήσεις…

Βάζοντας τέλος στη ζωή των δημιουργών τους

Το ημερολόγιο έδειχνε 20 Αυγούστου του 1989. Ο Χοσέ και η Κίτι κάθονταν στον καναπέ του τεράστιου σπιτιού τους στο Μπέβερλι Χιλς κι έβλεπαν τηλεόραση- ο άντρας με περισσότερο ενθουσιασμό, την στιγμή που η γυναίκα λαγοκοιμόταν.

Αίφνης, η κεντρική πόρτα άνοιξε και τα δύο αδέρφια, ο Λάιλ και ο Έρικ (ενήλικες πια: 21 και 19 ετών αντίστοιχα) μπήκαν μέσα κρατώντας κυνηγετικά όπλα. Πυροβόλησαν εν ψυχρώ τον πατέρα τους στο κεφάλι και τον σκότωσαν ακαριαία, με τη μητέρα τους να ξυπνά τρομαγμένη από το θόρυβο και να δέχεται έναν πυροβολισμό στην πλάτη.

Η Κίτι άρχισε να περπατά σε μια προσπάθεια να ξεφύγει, όμως γλίστρησε πατώντας το ίδιο της το αίμα, δίνοντας την ευκαιρία στους γιους της να την πλησιάσουν εκ νέου. Την πυροβόλησαν αλλεπάλληλες φορές σε όλο της το κορμί, σε τέτοιο κτηνώδη βαθμό που δεν μπορούσε ν’ αναγνωριστεί αργότερα από την αστυνομία.

Έπειτα, τα δύο αδέρφια έστρεψαν τα όπλα στα γόνατα των γονιών τους και πάτησαν την σκανδάλη, σε μια προσπάθεια να κάνουν το όλο έγκλημα να φανεί σαν μαφιόζικο χτύπημα με κίνητρο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών.

Αυτό ήταν: η ειδεχθής «δουλειά» του Λάιλ και του Έρικ είχε πλέον ολοκληρωθεί.

Είχαν γίνει και επίσημα πατροκτόνοι και μητροκτόνοι.

Στάχτη στα μάτια κι ένα μοιραίο αστυνομικό λάθος

«Κάποιος σκότωσε τους γονείς μας!», ούρλιαξαν φρενιωδώς τα δύο αδέρφια-δολοφόνοι όταν πήραν, αργότερα εκείνη τη νύχτα, τηλέφωνο στην αστυνομία προκειμένου να μιλήσουν για το έγκλημα που είχε συντελεστεί στο σπίτι τους.

Όταν, λίγα λεπτά μετά, κατέφτασαν τα περιπολικά και πήραν τις σωρούς των δύο άτυχων ανθρώπων, τα παιδιά βρίσκονταν σ’ ελεγχόμενη κατάσταση σοκ κι άρχισαν ν’ απαντούν στις ερωτήσεις των τύπων με τις σκούρες μπλε στολές.

Στο ερώτημα «Πού βρισκόσασταν εσείς σήμερα;», απάντησαν πως είχαν πάει να δουν το (υπέροχα γκροτέσκο) «Μπάτμαν» του Τιμ Μπάρτον, το οποίο παιζόταν στο “Taste of L.A.”- το ετήσιο φεστιβάλ κινηματογράφου της Σάντα Μόνικα.

Μόλις τελείωσε η προβολή, ισχυρίστηκαν, επέστρεψαν στο σπίτι τους, όπου και βρήκαν νεκρούς τους γονείς τους και τηλεφώνησαν αμέσως στο 911 (το «100» της Αμερικής).

Εκεί η αστυνομία τα έκανε μεγαλοπρεπώς μαντάρα σε πρώτο βαθμό, καθώς… ξέχασε να υποβάλει σε τεστ τους δύο νεαρούς προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπήρχαν υπολείμματα πυρίτιδας κάπου στο σώμα τους, δείγμα πως είχαν χρησιμοποιήσει προσφάτως όπλο.

Έτσι, και λόγω έλλειψης περισσοτέρων στοιχείων, η υπόθεση φάνηκε να κλείνει οριστικά, με την ένδειξη unknown στο κουτάκι που έλεγε ποιος ή ποιοι ήταν οι δολοφόνοι.

Φάνηκε, όμως.

Γιατί ουδείς υπολόγιζε την απληστία των δύο παιδιών.

Money-money-money

Ο ένας, ο Λάιλ, αγόρασε μια Πόρσε Καρέρα. Έπειτα, ένα πανάκριβο ρολόι Rolex. Μετά, άνοιξε μια καφετέρια κι ένα εστιατόριο στο Νιου Τζέρσεϊ. Ο άλλος, ο Έρικ, προσέλαβε έναν επαγγελματία προπονητή τένις (όταν ήταν πιο μικρός φιγουράριζε στο νο44 της κατάταξης των εφήβων παικτών τένις στις ΗΠΑ) και πήγε στο Ισραήλ για να παίξει σε μια σειρά από τουρνουά.

Επίσης, έκαναν τεράστια road trips σε όλη την Αμερική με την Μερσέντες της δολοφονημένης μητέρας τους, ενώ πήγαιναν συχνά ταξίδια στην Καραϊβική και το Λονδίνο.

Υπολογίζεται πως μέσα σε διάστημα περίπου 6 μηνών μετά το θάνατο των γονιών τους τα δύο παιδιά είχαν ξοδέψει περισσότερα από 700.000 δολάρια, κάτι που άρχισε να εγείρει ερωτήματα. Και πάλι, ωστόσο, ουδείς φαινόταν να τα συνδέει με τη διαβόητη υπόθεση της διπλής δολοφονίας. Μέχρι που…

Μέχρι που ο Λάιλ Μενέντεζ κατέρρευσε συναισθηματικά: σε μια συνεδρία με τον ψυχολόγο του, ο 21χρονος του εκμυστηρεύτηκε πως αυτός και ο αδερφός του ήταν οι θύτες. Όταν κατάλαβε τι είχε κάνει απείλησε τον γιατρό πως θα τον σκοτώσει κι αυτόν. Εκείνος, με τη σειρά του, το είπε στην κοπέλα του και ήταν αυτή που βρήκε το θάρρος να πάει στην αστυνομία.

Ο Λάιλ συνελήφθη στις 8 Μαρτίου του 1990, ενώ ο Έρικ παραδόθηκε οικειοθελώς τρεις μέρες αργότερα, όταν και επέστρεψε από το Ισραήλ. Και οι δυο τους προφυλακίστηκαν, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να βγουν έξω με εγγύηση μέχρι να πάνε στο δικαστήριο.

Εκεί, θα ερχόταν και η απάντηση στο ερώτημα των 14.5 εκατομμυρίων δολαρίων: γιατί το έκαναν τα δύο αδέρφια;

Ήταν μόνο τα λεφτά;

Ή μήπως υπήρχε και κάτι άλλο;

Μια περιπετειώδης δίκη (x2)

1993- τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά τη διπλή δολοφονία. Τότε ορίστηκε η δίκη για τα δύο αδέρφια, η οποία έγινε, ως είθισται στην Αμερική, τηλεοπτικό σόου από το Court TV, το οποίο τη μετέδωσε live.

Σ’ αυτήν, οι δικηγόροι των Λάιλ και Έρικ ισχυρίστηκαν πως ο πατέρας των δύο αδερφών ασελγούσε πάνω τους σε συστηματική βάση, την στιγμή που η μητέρα ήταν μια αλκοολική και ναρκομανής γυναίκα, η οποία ενθάρρυνε τον σύζυγό της στις αποτρόπαιες πράξεις του.

Αυτή η καινοφανής πληροφορία προκάλεσε σύγχυση στο σώμα των ενόρκων, με αποτέλεσμα να υπάρξει διχογνωμία αναφορικά με το ποια θα έπρεπε να είναι η ποινή των νεαρών- αν θα υπήρχε, δηλαδή.

Ο δικαστής διέταξε να υπάρξει εκ νέου δικάσιμος σε μερικούς μήνες. Η δεύτερη δίκη θα ήταν πολύ λιγότερο προβεβλημένη, καθώς απαγορεύτηκαν τα τηλεοπτικά συνεργεία. Σ’ αυτήν δεν έγινε δεκτή η «δικαιολογία» πως τα παιδιά σκότωσαν τους γονείς τους λόγω φόβου του τι άλλο θα μπορούσαν να τους κάνουν (μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως μιλάμε για νεαρούς άντρες όταν διέπραξαν τις δολοφονίες και όχι για μικρά αγόρια…), αλλά υπερίσχυσε η άποψη πως προχώρησαν στο έγκλημα προκειμένου να κληρονομήσουν την περιουσία τους.

Ωστόσο ο σπόρος της αμφιβολίας (αναφορικά με το αν και κατά πόσον είχαν βάση οι κατηγορίες για βιασμό τους) λειτούργησε, σ’ ένα βαθμό, υπέρ των δύο κατηγορούμενων: στις 2 Ιουλίου του 1996 καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση χωρίς τη δυνατότητα να εφεσιβάλλουν την ποινή, όμως απέφυγαν την ηλεκτρική καρέκλα.

Κάπως έτσι, μια από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις έφτασε στο τέλος της: τα δύο αδέρφια θα περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους (πλέον είναι 50άρηδες) πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Το μόνο που έμενε ν’ αποσαφηνιστεί είναι το τι έκαναν ο Λάιλ και ο Έρικ τις αρκετές φορές που βρισκόντουσαν στη Νέα Υόρκη- όπως μαρτυρούσαν, δηλαδή, οι κινήσεις των πιστωτικών τους καρτών.

Πού πήγαιναν στο Μεγάλο Μήλο; Τι έκαναν τα λεφτά τους;

Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δόθηκε, παντελώς ανέλπιστα, από μια κάρτα του ΝΒΑ.

Ναι, σωστά: αυτή με τον Μαρκ Τζάκσον.

Η «αλήθεια» μιας κάρτας

Στο Madison Square Garden- την πιο θρυλική, ίσως, μπασκετική αρένα στον κόσμο-, o τύπος με το 13 στη φανέλα και τη μαύρη επιγονατίδα ετοιμάζεται να πασάρει την μπάλα, κατά πάσα πιθανότητα στον Γιούιν, καθώς στον σέντερ των Νικς κατέληγαν οι περισσότερες από τις 7.4 ασίστ που μοίραζε κατά μέσο όρο εκείνη την χρονιά.

Η κάρτα δεν αποτυπώνει καμιά ιδιαίτερη φάση. Δεν είναι εντυπωσιακή, δεν έχει κάποιο κάρφωμα, δεν απεικονίζει καν τον Τζόρνταν, τον Μάτζικ, τον Μπερντ ή τον Αϊζάια- κάποιον από τους megastars του ΝΒΑ την σεζόν 1989-1990, δηλαδή. Είναι απλά ο «ταπεινός» Μαρκ Τζάκσον.

Κι όμως, αυτή η κάρτα έφτασε στο σημείο να πωλείται πριν από έναν περίπου μήνα (πριν το ebay και τπ amazon την απαγορεύσουν επειδή αποτύπωνε τα «λάθος» πρόσωπα) μέχρι και 1500 δολάρια το τεμάχιο.

Γιατί;

Πολύ απλά γιατί- όπως ανακάλυψε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας ο Στίβεν Σέρανς που ασχολείται με την εγκληματολογία- στ’ αριστερά του Τζάκσον διακρίνονται τ’ αδέρφια Μενέντεζ, τα οποία πέραν όλων των άλλων σπαταλών είχαν αγοράσει και court seats στους Νικς, λίγο καιρό αφότου δολοφόνησαν τους γονείς τους!

Η αποκάλυψη έγινε μέσω twitter και reddit, το ίντερνετ όπως ήταν αναμενόμενο «τρελάθηκε» και δύο από τις μεγαλύτερες πλατφόρμες αγοραπωλησιών παγκοσμίως αποφάσισαν πως δεν πουλάνε κάρτες (που αρχικά είχαν τιμή 10 σεντς) που αποτυπώνουν δολοφόνους, κάνοντάς τες αυτομάτως συλλεκτικές.

Κάπως έτσι, τα τελευταία κομμάτια ενός δαιδαλώδους παζλ μπήκαν στη θέση τους και η υπόθεση Μενέντεζ κλειδώθηκε και επίσημα στο χρονοντούλαπο της κατάμαυρης ιστορίας.

Όσο για τη διαβόητη κάρτα; Κάτι μας λέει πως ακόμα και ο Μαρκ Τζάκσον δε θα είχε πρόβλημα αν εξαφανιζόταν από προσώπου γης.

Σ’ ένα όχι και τόσο εναλλακτικό σήμερα, οι αδηφάγες φλόγες έχουν αρχίσει ήδη να γλείφουν τις άκρες της.

Και κάτι μας λέει ότι δεν πρόκειται να σταματήσουν σ’ αυτές.