Τον Νοέμβριο του 2008 η αστυνομία ανακηρύσσει τυπικά νεκρό τον Ρίτσι Έντουαρντς, 13 χρόνια μετά την μυστηριώδη εξαφάνισή του από το ξενοδοχείο.
Έχοντας αφήσει πίσω του αποσκευές, διαβατήριο και προσωπικά είδη (συμπεριλαμβανομένων και των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων που για καιρό ήταν το δεκανίκι του), όλοι θεωρούν πως αυτοκτόνησε, ακολουθώντας τον δρόμο άλλων σταρ της μουσικής πριν από αυτόν, που δυσκολεύονταν να βρουν νόημα στην εκτός πενταγράμμου «φυσιολογική» ζωή τους.
Το αυτοκίνητό του βρίσκεται εγκαταλελειμμένο σε βενζινάδικο κοντά στις Επτά Γέφυρες του Λονδίνου. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και με το πτώμα του, που παρά τις έρευνες που ακολούθησαν δεν ανακαλύφθηκε ποτέ. Η απώλεια του κιθαρίστα των Manic Street Preachers σπέρνει θλίψη στους φαν του συγκροτήματος που έδωσε νέα πνοή στο είδος του εναλλακτικού ροκ, το οποίο μέσα από τους δικούς του στίχους και τους ήχους των υπόλοιπων απέκτησε πανκ προεκτάσεις και έδωσε προεκτάσεις και βάθος που μέχρι τότε αποτελούσαν προνόμιο άλλων, πιο δυναμικών, ειδών.
Μια τέτοια ιστορία -και ειδικά με το μπακγκράουντ του Έντουαρντς- δεν θα μπορούσε παρά να γεννήσει αμέτρητες θεωρίες σχετικά με το τι πραγματικά είχε συμβεί με τον νεαρό καλλιτέχνη. Ήταν μόλις 27 ετών (στην ίδια ηλικία είχαν φύγει από την ζωή και θρύλοι σαν τον Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζιμ Μόρισον ή ο Κερτ Κομπέιν) και τα τραγούδια του είχαν ντύσει ήδη 3 άλμπουμ του συγκροτήματος.
Το γκρουπ πλησίαζε στο πεπρωμένο του, άγγιζε την δόξα και ο κιθαρίστας του έμοιαζε με… απόστολο που κήρυττε τον δικό τους λόγο στα πλήθη. Όχι τόσο μέσα από το παίξιμό του (άλλωστε αργότερα έγινε γνωστό πως σε πολλά live η κιθάρα δεν ήταν καν συνδεδεμένη με τους ενισχυτές) όσο μέσα από τα λόγια του και την παρουσία του πάνω στη σκηνή, η οποία μαρτυρούσε την ψυχοσύνθεσή του και σε μεγάλο βαθμό την απέχθειά του για αυτό που βίωνε.
Οι έξω έβλεπαν μόνο την (επιτυχημένη) κορυφή ενός παγόβουνου που όμως κάτω από την επιφάνεια έκρυβε ένα ανήσυχο πνεύμα, που δύσκολα στριμωχνόταν στο life style ενός ροκ σταρ, με τους όρους που έθετε η μουσική βιομηχανία.
Κάποτε ρωτήθηκε για το αν ο ίδιος και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ εννοούσαν όσα έλεγαν στα τραγούδια τους, σχετικά με τις ταξικές διαφορές, τον καταναλωτισμό και τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Αντί να ανοίξει το στόμα του, ο Έντουαρντς έβγαλε ένα ξυράφι και χάραξε στο χέρι του την φράση «4 REAL». Κάποιοι είδαν πίσω από την κίνησή του ένα προμελετημένο βήμα απλά για να προκαλέσει. Άλλοι, εκείνη την μέρα, είδαν το μέλλον του και αντιλήφθηκαν ότι το τέλος του δεν θα ερχόταν μετά από δεκαετίες στο κρεβάτι μιας βίλας, όπου θα περνούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετρώντας τα χρήματα που θα είχε κερδίσει κατά την διάρκεια της καριέρας του.
Η εξαφάνισή του απογείωσε τους Manic Street Preachers, οι οποίοι πλέον ανέβαιναν στα εμπορικά τσαρτς, με δίσκους γεμάτους από τραγούδια που είχε γράψει. Ο ήχος τους ήταν σαφώς πιο εύπεπτος και εμπορικός, όμως το μυστήριο για την τύχη του κιθαρίστα τους έδινε αυτό το έξτρα στοιχείο που τους απογείωσε. Μπορεί ο ίδιος, οι εθισμοί του, οι προσπάθειες για αποτοξίνωση, η βαθιά κατάθλιψή του και τα κοψίματα στο κορμί του με αιχμηρά αντικείμενα να μην ήταν εκεί, όμως η αύρα του σφράγιζε κάθε εμφάνισή τους.
Λάδι στη φωτιά (και πωλήσεις δίσκων) έφερναν όμως και οι αμέτρητες θεωρίες που ξεπήδησαν μετά την εξαφάνιση του Έντουαρντς. Η αστυνομία που εξέτασε το όχημά του κατέληξε στο συμπέρασμα πως κάποιος είχε ζήσει για μερικές μέρες εκεί. Από τον τραπεζικό λογαριασμό του έλειπαν 2.800 λίρες, ενώ ο ίδιος σε συνέντευξή του ένα χρόνο πριν είχε δηλώσει «πιο δυνατός από την αυτοκτονία». Για την πλειοψηφία των φαν ήταν ζωντανός και ίσως από κάπου παρατηρούσε με ένα μελαγχολικό χαμόγελο ή ακόμη και με απάθεια, όλο τον χαμό που είχε δημιουργήσει.
Οι «μαρτυρίες» σχετικά με την τύχη του υπήρξαν αμέτρητες. Ορισμένοι τον τοποθετούσαν στην Γκόα της Ινδίας. Άλλοι ορκίζονταν ότι τον είχαν δεν σε κάποιο χωριό της Καμπότζης. Κάποιοι υποστήριξαν πως ζούσε κάπου στην Αυστραλία, ενώ υπήρξαν και αυτοί σύμφωνα με τους οποίους βρισκόταν πιο κοντά. Στα Κανάρια Νησιά ή ακόμη και κάπου στη Μεγάλη Βρετανία, όπου έμενε καλά κρυμμένος μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τα οποία πάντα απεχθανόταν αλλά τραβούσε μονίμως πάνω του άθελά του.
Το σημείο σύγκλισης κάθε θεωρίας και ευσεβής πόθος των θαυμαστών του είναι σε κάθε περίπτωση το γεγονός της αμφισβήτησης του θανάτου του. Και επακόλουθα η ελπίδα πως κάποια στιγμή ο Ρίτσι θα επανέλθει. Θα εμφανιστεί από το πουθενά έχοντας γράψει ένα βιβλίο ή ακόμα καλύτερα στίχους που θα πιάσουν την ιστορία από εκείνο το σημείο που την άφησε. Και θα την πει με τον δικό του, μοναδικό και σκοτεινό τρόπο…