«Πήγα μαζί του για να με κάνει νο1»: Ο βασιλιάς του στίβου που πούλησε το σώμα του στο διάβολο για την κορυφή

Πιθανότατα για κάποιους να είναι εύκολο να τον δείξουν με το δάχτυλο και να κάνουν λόγο για ανίερη συμφωνία με τον διάβολο.

Το 1999 ο Πάτρικ Σιόμπεργκ αποφασίζει να βάλει τέλος στην καριέρα του καθώς έχει φτάσει πια τα 34 και δεν μπορεί πια να είναι ανταγωνιστικός με άλματα κοντά στα 2.40.

Το ίδιο έτος πεθαίνει και ο προπονητής και πατριός του, Βάιλο Νουσιάινεν, αλλά θα χρειαστεί να περάσουν μερικά χρόνια ακόμα για να μπορέσει ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής να αποκαλύψει το ένοχο μυστικό που ένωνε τους δύο άνδρες.

Όταν κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του Πάτρικ Σιόμπεργκ ο κόσμος του στίβου βίωσε ένα ανεπανάληπτο σοκ. Ο Σουηδός άλτης του ύψους προχωρά σε μια ανατριχιαστική εξομολόγηση που αφορά την παιδική και εφηβική του ηλικία. Ο άνθρωπος που τον μεγάλωσε και με την βοήθειά του ανέβηκε τρεις φορές σε βάθρο Ολυμπιακών Αγώνων, ο άνθρωπος που τον στήριξε για να σπάσει τα παγκόσμια ρεκόρ, δεν είχε μερίδιο μόνο στην επιτυχία αλλά και στην προσωπική δυστυχία του Σιόμπεργκ. Για χρόνια τον κακοποιούσε σ ε ξουαλικά

Όμως εκείνο που πραγματικά αφήνει τον κόσμο με το στόμα ανοιχτό είναι η παραδοχή του πρώην αθλητή σχετικά με τους λόγους που δεν απομακρύνθηκε από αυτόν τον άνθρωπο. «Είμαι σίγουρος ότι παντρεύτηκε την μητέρα μου για να βρεθεί πιο κοντά μου», είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του. Κι όμως όταν το ζευγάρι χώρισε, ο νεαρός Πάτρικ προτίμησε να μείνει με τον πατριό του. Σοκάροντας την κοινή γνώμη για δεύτερη φορά, παραδέχεται πως επρόκειτο για μια ζυγισμένη επιλογή. Για ένα «παζάρι» που έκανε με την ίδια την ψυχή του.

«Δεν υπήρχε θέμα σκέψης για εμένα. Θα γινόμουν ο κορυφαίος άλτης του ύψους στον κόσμο. Αν πήγαινα μαζί του, θα μπορούσα να αφοσιωθώ στις προπονήσεις. Αν έμενα με τη μητέρα μου, δεν θα είχα αυτή την ελευθερία», είχε πει…

Υπό την έννοια που έθεσε το θέμα, η ιστορία τον δικαίωσε για την επιλογή του. Το 1987 ο 22χρονος -τότε- Σιόμπεργκ με άλμα στα 2.38 κατακτά την πρώτη θέση στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Ρώμης. Δύο χρόνια νωρίτερα είχε στεφθεί παγκόσμιος πρωταθλητής και στον κλειστό, ενώ επίσης το 1985 είχε «συστηθεί» από κοντά και στο ελληνικό κοινό με το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό κλειστού που είχε φιλοξενηθεί στο ΣΕΦ. Ο Σουηδός τα είχε καταφέρει.

Όταν σταμάτησε την καριέρα του είχε ένα εντυπωσιακό παλμαρέ, με επιτυχίες που τον έκαναν έναν από τους σημαντικότερους άλτες στην ιστορία του αγωνίσματος. Ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα ανοιχτού, ένα χρυσό, ένα ασημένιο κι ένα χάλκινο μετάλλιο σε παγκόσμιο κλειστού, πέντε χρυσά σε ευρωπαϊκό κλειστού και τρία ολυμπιακά μετάλλια. Μπορεί να μην κατόρθωσε ποτέ να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου σε Ολυμπιακούς, αλλά ακόμη και σήμερα παραμένει ο μόνος που έχει καταφέρει κάτι τέτοιο.

Στις λίστες με τις κορυφαίες επιδόσεις όλων των εποχών το δικό του 2.43 είναι η τρίτη καλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ, ενώ υπήρξε κάτοχος του παγκόσμιου ρεκόρ τόσο σε ανοιχτό όσο και σε κλειστό στίβο (άλμα που έκανε στο ΣΕΦ!).

Θα μπορούσε κανείς να γράψει χιλιάδες λέξεις για την καριέρα αυτού του τεράστιου αθλητή, με τις αμέτρητες επιτυχίες που του χάρισαν το προσωνύμιο «Λευκός Βασιλιάς», όμως όταν υπάρχει μια τέτοια καλά κρυμμένη στο παρασκήνιο παράλληλη ιστορία, η αθλητική διαδρομή του μοιραία περνά σε δεύτερη μοίρα. Το γεγονός της σ ε ξουαλικής κακοποίησης από τον προπονητή του και ακόμη χειρότερα από τον πατριό του επισκιάζει τα πάντα. Και ακόμη πιο συνταρακτικός είναι ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε ο ίδιος ο Σιόμπεργκ να «παίξει τα χαρτιά του».

Πιθανότατα για κάποιους να είναι εύκολο να τον δείξουν με το δάχτυλο και να κάνουν λόγο για μια ανίερη συμφωνία με τον διάολο, με μοναδικό στόχο την επίτευξη των προσωπικών του στόχων. Ο Σιόμπεργκ αποφάσισε να συναινέσει στον εφιάλτη για να ζήσει το όνειρό του.

Το σίγουρο είναι πως μόνο ο ίδιος ο Πάτρικ και άλλοι που βίωσαν αντίστοιχες με εκείνον καταστάσεις μπορούν να καταλάβουν και να αντιληφθούν ένα μέρος των διεργασιών που συνέβαιναν στην ψυχή και το μυαλό του. Οι υπόλοιποι μπορούμε απλά να κάνουμε υποθέσεις και κρίσεις πάνω σε κάτι που μας είναι άγνωστο από όποια πλευρά κι αν το προσεγγίσουμε.

Κι αυτό διότι η πλειοψηφία εξ ημών (ευτυχώς) δεν έχει πέσει θύμα σ ε ξουαλικής κακοποίησης, ούτε (δυστυχώς) παγκόσμιοι πρωταθλητές, για να ελέγξουμε το κατά πόσο αυτά τα δύο μπορούν να μπουν σε οποιαδήποτε ζυγαριά. Πόσο μάλλον, να κρίνουμε το αποτέλεσμα και την ετυμηγορία της.