Έχουν περάσει σχεδόν 38 χρόνια από τη μέρα της δολοφονίας του Τζώρτζη Αθανασιάδη. Ένα έγκλημα που συγκλόνισε, δίχασε και -από ό,τι φαίνεται- δεν θα εξιχνιαστεί ποτέ.
Το βράδυ της 19ης Μαρτίου 1983 ένας άνδρας, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, γύρω στα 35 και με ανάστημα που δεν ξεπερνά το 1.75, μπαίνει στα γραφεία της εφημερίδας «Βραδυνή». Ζητά να δει τον διευθυντή του έντυπου που εκείνη την ταραγμένη μεταπολιτευτική περίοδο λειτουργεί ως «ναυαρχίδα» του αντιπολιτευτικού στην κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, Τύπου. Όπως λέει, έχει να του μεταφέρει ένα επείγον μήνυμα.
Στο κτήριο, εκτός του Τζώρτζη Αθανασιάδη και του φίλου του, Βαγγέλη Κουρλιμπίνη με τον οποίο συνηθίζουν να παίζουν τάβλι μέχρι αργά όταν οι δημοσιογράφοι φεύγουν, δεν υπάρχει κανένας άλλος εκτός του τηλεφωνητή, Τάκη Αναγνωστόπουλου, που αφήνει τον άγνωστο άντρα να περιμένει στο ισόγειο και ενημερώνει για την άφιξή του.
Ο Κουρλιμπίνης αποχωρεί την ώρα που ο Αθανασιάδης δέχεται τον απρόσμενο επισκέπτη. Λίγο αργότερα τον ακούει να λέει «δεν είναι δυνατόν… δεν γίνονται αυτά…» και στη συνέχεια πυροβολισμούς. Ο διευθυντής της εφημερίδας και ένθερμος υποστηρικτής του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με τον οποίο τον συνέδεε φιλία ετών, είναι νεκρός. Η ταυτότητα του δολοφόνου παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστη.
Λόγω του τεταμένου κλίματος της εποχής, οι πρώτοι αναλυτές θεωρούν ότι δεν πρόκειται για έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά δίνουν πολιτικές προεκτάσεις στην υπόθεση. Αυτή την άποψη υποστηρίζει άλλωστε και ο εισαγγελέας Γιώργος Θεοφανόπουλος, ο οποίος θα πέσει και ο ίδιος νεκρός την Πρωταπριλιά του 1985, χτυπημένος από την οργάνωση «Αντικρατική Πάλη».
Η εκδοχή της τρομοκρατικής ενέργειας φαίνεται πως επιβεβαιώνεται δυο 24ωρα μετά όταν μια γυναίκα τηλεφωνεί στις Αρχές και ενημερώνει πως σε κάδο σκουπιδιών στη διασταύρωση των οδών Αιόλου και Σταδίου υπάρχει μια προκήρυξη που φέρει την υπογραφή της «Αντιστρατιωτικής Πάλης», η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της δολοφονίας. Όμως την επόμενη μέρα κιόλας, με νέο έγγραφο οι άνθρωποί της αρνούνται οποιαδήποτε συμμετοχή και κάνουν λόγο για μια καλοστημένη προβοκάτσια, με στόχο να πληγεί ο αντιεξουσιαστικός χώρος.
Σύμφωνα με την εκδοχή που υποστηρίζεται μέχρι και σήμερα από διάφορες ομάδες, αυτή δεν ήταν η μόνη αντίστοιχη περίπτωση που ο παρακρατικός μηχανισμός προσπάθησε να στοχοποιήσει ανθρώπους που δεν είχαν σχέση και υπάρχουν πολλές επιθέσεις που στην πραγματικότητα (πάντα σύμφωνα με τους ίδιους) ήταν «ορφανές» και αποτελούσαν έργο των μυστικών υπηρεσιών.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το όνομα που άρχισε να «ακούγεται» ήταν εκείνο του Ντάνου Κρυστάλλη. Ενός δημοσιογράφου που στα νιάτα του υπήρξε γραμματέας της νεολαίας της ΕΔΑ, στη συνέχεια βρέθηκε ως ένθετος στην ΕΡΤ όπου τοποθετήθηκε από την Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Τύπου, ενώ σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Νίκος Χασαπόπουλος στο βιβλίο του «Η αγωνία ενός ρεπόρτερ», από τις εκδόσεις «Μεταίχμιο», είχε ως βασικό αντικείμενο εργασίας τον έλεγχο των δελτίων πριν αυτά βγουν στον αέρα.
Οι έρευνες των μυστικών υπηρεσιών φτάνουν στα ίχνη του τον Σεπτέμβρη του 1985, κάτι παραπάνω από δύο χρόνια μετά την δολοφονία του Αθανασιάδη. Στο σπίτι του βρίσκονται προκηρύξεις και υλικό που παραπέμπει στην οργάνωση «Αντιστρατιωτική Πάλη», αλλά το δικαστήριο που ακολουθεί τον αθωώνει. Αυτό που συζητείται ακόμη και σήμερα είναι το σενάριο που θέλει τον Κρυστάλλη μετά το πέρασμά του από την Αριστερά, να στρατολογείται από την Κρατική Υπηρεσία Πληροφοριών. Σταδιακά από απλός πληροφοριοδότης προβιβάζεται σε πράκτορας και συγκεκριμένα «πράκτορας διείσδυσης», με στόχο να μπει στον κύκλο τρομοκρατικών ομάδων και να ενισχύσει την απόπειρα εξάρθρωσής τους με τη σύλληψη των μελών τους.
Ο ίδιος αργότερα ανέλαβε σημαντικό ρόλο, ειδικά τις μέρες που οδήγησαν στο τέλος της 17 Νοέμβρη, ενώ όπως γράφει η εφημερίδα «Ριζοσπάστης», σε μία από τις αγωγές του κατέθεσε εναντίον της, αναφέρει «Βοήθησα μέσω των ελληνικών αστυνομικών υπηρεσιών για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη μεταπολίτευση, με αποστολή στη διείσδυση σε τρομοκρατικές οργανώσεις και τη συλλογή ειδικών πληροφοριών». Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο έντυπο, σε μία από τις δικαστικές διαμάχες φιλοξενείται και δήλωση του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην «Ελευθεροτυπία», που λέει: «Σε μια διαμάχη μεταξύ της ασφάλειας και της ΚΥΠ συνελήφθη ο Κρυστάλλης ο οποίος ενεργούσε ως πράκτορας με αποτέλεσμα να κοπούν ξαφνικά οι διασυνδέσεις με τρομοκρατικές ομάδες. Θυμάστε ίσως εσείς ότι ο Κρυστάλλης ήταν εκείνος ο οποίος είχε ειδοποιήσει για τη βόμβα που είχε μπει στην Πλατεία Κατεχάκη»…
Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, δεν έλαμψε ποτέ. Το διάστημα που ακολούθησε η κάθε πλευρά κατηγορούσε όλες τις υπόλοιπες. Ο Καραμανλής ξέσπασε σε δάκρυα όταν επισκέφθηκε την οικογένεια του φίλου του, με τους πολιτικούς αντιπάλους του να θεωρούν ότι η Νέα Δημοκρατία βρήκε την ευκαιρία να συσπειρωθεί γύρω από τη σορό του Αθανασιάδη. Την ίδια ώρα από την πλευρά της η δεξιά παράταξη κατηγορούσε την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για απόπειρα δημιουργίας ενός νέου διχασμού, στα όρια του εμφυλίου και όλο μαζί το πολιτικό σύστημα έδειχνε με το δάχτυλο τον χώρο των αντιεξουσιαστών, οι οποίοι με τη σειρά τους επέμεναν στο σενάριο της κρατικής προβοκάτσιας με τη συμμετοχή ελληνικών και ξένων μυστικών υπηρεσιών.
Για την οικογένεια του Τζώρτζη Αθανασιάδη η αλήθεια δεν ήρθε ποτέ. Όπως συμβαίνει και με την ταυτότητα του δολοφόνου, αγνοείται ακόμη…