Το «Νταχάου της Μεσογείου»: Το θανατονήσι που έγινε η μεγαλύτερη ντροπή της Ελλάδας
Βρείτε μας στο

Ο Αριστοτέλης, όπως μας πληροφορεί ο Αιλιανός, περιέγραφε την Γυάρο με μία φράση. «Τόπος που οι ποντικοί καταβροχθίζουν ακόμη και τη σιδηρίτιδα γη». Ακούγεται –και είναι- φρικτό μέρος. Ένας ιδανικός τόπος εξορίας…

Οι πρώτοι που ανακάλυψαν πως αυτό το αφιλόξενο νησάκι μπορεί να έχει κάποια χρησιμότητα ήταν οι Ρωμαίοι που το μετέτρεψαν σε μέρος… αναγκαστικών διακοπών όσων διαφωνούσαν με τον Καίσαρα ή την Σύγκλητο. Αιώνες αργότερα το παράδειγμά τους θα ακολουθήσουν ελληνικές κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν νόμιμες, είτε είχαν έρθει στην εξουσία με τα όπλα.

Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, κάθε φορά που τα πολιτικά πάθη και τα μίση, με αποκορύφωμα τον αιματηρό Εμφύλιο, άναβαν, το νησί γνώριζε μέρες «δόξας». Από το 1947 μέχρι το 1952, στη συνέχεια από το 1955 ως το 1961 και τέλος την επταετία της Χούντας (1967-1974), γέμιζε από αντιφρονούντες που είδαν τις ζωές τους να μετατρέπονται σε κόλαση.

Σήμερα η Γυάρος, αυτό το μικρό νησί των Κυκλάδων, είναι ακατοίκητη. Φέρει, όμως, ακόμη πάνω στο σκληροτράχηλο έδαφός της τα σημάδια της ανθρώπινης παρουσίας, η οποία είναι συνυφασμένη με τις εθνικές πληγές του διχασμού. Οι ίδιοι οι κρατούμενοι έχτισαν με τα χέρια τους τις φυλακές στις οποίες μαρτύρησαν για τις ιδέες τους ή και πολλές φορές χωρίς λόγο, αφού αρκούσε μια ρουφιανιά ενός χαφιέ για να σε στείλει εκεί.

Υπολογίζεται ότι συνολικά 22.000  άνθρωποι πέρασαν από εκεί. «Θανατονήσι» το αποκαλούσαν. Καθόλου άδικα, αν αναλογιστεί κανείς, τα ψυχολογικά και σωματικά βασανιστήρια που βίωσαν εκεί. Οι ιστορικοί το χαρακτήρισαν το «Νταχάου της Μεσογείου», ωστόσο κάποιοι επέμεναν να βλέπουν διαφορετικά την ιστορία.

Όπως για παράδειγμα ο αμετανόητος χουντικός Στυλιανός Παττακός που έκανε λόγο για «παραθερισμό», έχοντας και τον φιλικό προς το καθεστώς Τύπο να αναπαράγει φαιδρά μα και τραγικά συνάμα ψεύδη ότι -τάχα μου- οι κρατούμενοι περνούσαν τόσο καλά που ορισμένοι από αυτούς είχαν πάρει και μερικά κιλά από την καλοπέραση

Το «Νταχάου της Μεσογείου»: Το θανατονήσι που έγινε η μεγαλύτερη ντροπή της Ελλάδας

Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Την αγαπούσε πολύ ο Χατζιδάκις: Η αιωνόβια ταβέρνα που φημίζεται σε όλη την Αθήνα για τα κεφτεδάκια και την αυλή της

Φυσικά, η αλήθεια ήταν εντελώς διαφορετική. Η καθημερινότητα των τροφίμων αποτέλεσε ντροπή για την Ελλάδα, ένα «μνημείο» του πού φτάνει ο άνθρωπος όταν χάνει την ανθρωπιά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και πολλοί δεσμώτες βρέθηκαν εκεί χωρίς την θέλησή τους. Τόπος εξορίας και γι’ αυτούς, ειδικά την εποχή της Χούντας, που διέλυσε την Φρουρά της Βουλής κι έστειλε τα μέλη της εκεί, θέλοντας να σβήσει οτιδήποτε σχετιζόταν με την Δημοκρατία.

Με την Μεταπολίτευση η χώρα μπήκε σε μια περίοδο σχετικής ηρεμίας. Οι πολιτικοί αντίπαλοι ή οι ηττημένοι σταμάτησαν να καταλήγουν σε φυλακές. Η Γυάρος συνέχισε να φέρει το στίγμα μιας εποχής που όλοι θα προτιμούσαν να ξεχάσουν. Είτε λόγω των ακραία δυσάρεστων αναμνήσεων, είτε λόγω των τύψεων και των ενοχών.

Τότε ήταν που αποφασίστηκε να μετατραπούν τα Γιούρα, όπως είναι η άλλη ονομασία τους, σε πεδίο βολής. Ίσως με την ελπίδα ότι τα βλήματα και οι βόμβες του πολεμικού ναυτικού θα έθαβαν την συλλογική ιστορική μνήμη. Αυτό συνεχίστηκε έως το 2000 και δύο χρόνια αργότερα το νησί χαρακτηρίστηκε «ιστορικός τόπος», ενώ από το 2001 το κτήριο των φυλακών ανακηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο.

Μια δεκαετία αργότερα οι πιέσεις προκειμένου να υπάρξει οικονομική εκμετάλλευση μέσω πάρκων αιολικής ενέργειας, ευοδώθηκαν. Με ομόφωνη απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, εγκρίθηκε ο αποχαρακτηρισμός του συνόλου της νήσου Γυάρου, ως ιστορικού τόπου, ο οποίος περιορίστηκε σε μια έκταση 2.500 στρεμμάτων από τα περίπου 17.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα της έκτασης του νησιού. Τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οικονομικά, γεγονός που μετέτρεψε ένα τόπο συνώνυμο με την φρίκη, σε «φιλέτο».

Τουλάχιστον για όσο θα υπάρχει ζώσα μνήμη, τα εγκλήματα που συντελέστηκαν εκεί δεν θα ξεχαστούν. Μετά είναι υπόθεση όσων μένουν πίσω να διατηρήσουν ζωντανή την ιστορία ως διαρκή υπενθύμιση του τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος όταν αφήνει τον φανατισμό και την μισαλλοδοξία να καθορίζουν τα βήματά του.