«Επειδή είχαμε γνωριστεί στη θάλασσα, σκέφτηκα να πετάξω το πτώμα της κάπου που να υπάρχει νερό. Συγκεκριμένα, σκέφτηκα να την κάψω και την στάχτη της να την πετάξω στη θάλασσα και μετά να αυτοκτονήσω».
Από ένα και μόνο μικρό σημείο της απολογίας του, καταλαβαίνει κανείς πως ο Γιώργος Σκιαδόπουλος δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση δολοφόνου.
Ο άνθρωπος αυτός κατάφερε να προκαλέσει αποστροφή σε όποιον είχε την ατυχία να δει από κοντά τη σορό της 31 ετών Αμερικανίδας συντρόφου του και πρώην μοντέλου φωτογραφίσεων, Τζούλι – Μαρί Σκάλι.
Όταν γνωρίστηκαν εκείνος ήταν 22 ετών, ενώ εκείνη 29. Ο Σκιαδόπουλος είχε σχέση με μία Ολλανδή συνάδελφό του στο κρουαζιερόπλοιο «Galaxy» της εφοπλιστικής οικογενείας Χανδρή, στο οποίο εργαζόταν ως τρίτος μηχανικός ενώ η Τζούλι ήταν ήδη 7 χρόνια παντρεμένη -για δεύτερη φορά- με έναν πλούσιο Αμερικάνο ονόματι Τίμοθι Νιστ. Είχαν αποκτήσει μία κόρη τριών ετών, την Κέιτι.
Πρώτη φορά συναντήθηκαν τον Νοέμβριο του 1997 στο εν λόγω κρουαζιερόπλοιο κάπου στην Καραϊβική. «Ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά», έγραφε ο Τύπος της εποχής και υπερβολή δεν υπήρξε καμία. Μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός πως η Τζούλι αν και παντρεμένη κράτησε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του και επεδίωκε να τον συναντά ακόμα και με τον σύζυγό της στο πλευρό της.
Η δεύτερη συνάντησή τους έλαβε χώρα τον επόμενο Φεβρουάριο, όταν η ίδια έπεισε τον άντρα της να ταξιδέψουν με το ίδιο καράβι.
Η άνοιξη του 1998 τους βρήκε και επίσημα ζευγάρι. Σε κάποια από τις συναντήσεις τους, ο Σκιαδόπουλος τη σύστησε στους συναδέλφους του ως αρραβωνιαστικιά του, με την ίδια να βρίσκεται πλέον σε διάσταση με τον σύζυγό της και να δηλώνει έτοιμη να μείνει στην Ελλάδα για χάρη του.
Τέλος Αυγούστου του 1998, ταξιδεύει μαζί της στο Νιου Τζέρσεϊ όπου μένει στο σπίτι της για 1,5 μήνα και επιστρέφει στην Ελλάδα για να κανονίσει τα του γάμου. Η Τζούλι θα επέστρεφε λίγο αργότερα. Όπως και έγινε.
Από ερωτευμένος, φονιάς
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκινά τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, με την επιστροφή της στην Αμερική για να παραχωρήσει την κηδεμονία της κόρης της στον εν διαστάσει σύζυγό της. Είναι αποφασισμένη να παρατήσει τα πάντα -ακόμα και το παιδί της- για να ακολουθήσει τον άντρα που ερωτεύτηκε.
Η μεγαλύτερή της θυσία ήταν χωρίς αμφιβολία η απόφασή της να ζήσει χωρίς τη μικρή Κέιτι. Ωστόσο, όταν επιστρέφει στην Ελλάδα και με το διαζύγιό της να έχει ήδη εκδοθεί, ο Σκιαδόπουλος παρατηρεί μια ανησυχητική αλλαγή στη συμπεριφορά της.
Έχοντας συνειδητοποιήσει πως η σχέση της με το παιδί της δεν θα ήταν πια η ίδια, άρχισε να αναθεωρεί πολλά από όσα είχε υποσχεθεί στον μέλλοντα σύζυγό της.
Εν τω μεταξύ, έχει ήδη γνωρίσει την οικογένειά του αλλά και αγοράσει το νυφικό της, με τον πολιτικό τους γάμο να έχει προγραμματιστεί αρκετά βεβιασμένα λόγω του ότι ήταν Καθολική και η οικογένειά του δεν μπορούσε να διαχειριστεί την όλη κατάσταση.
Η ζωή τους θα άλλαζε, το είχαν συμφωνήσει. Θα ζούσαν μόνιμα στην Καβάλα, εκείνος θα άφηνε την καριέρα του στο Εμπορικό Ναυτικό και θα γινόταν ταξιτζής για να μην χρειάζεται να λείπει μέρες από κοντά της.
Η ζωή στην Καβάλα, όμως, είχε ήδη αρχίζει να «πνίγει» τη Τζούλι. Και αργότερα, η φράση αυτή θα περνούσε από τη μεταφορά στην κυριολεξία…
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου, 1999. Το ζευγάρι βρίσκεται καθ’ οδόν για την Αθήνα, όπου θα συναντούσε τον πατέρα του Σκιαδόπουλου ο οποίος ζούσε μόνιμα στην πρωτεύουσα. Οι γονείς του ήταν χωρισμένοι. Δεν έφτασαν ποτέ.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η σύγκρουσή τους ήταν τόσο έντονη που η 31 ετών Αμερικανίδα κατέληξε νεκρή μέσα στο νοικιασμένο τους αυτοκίνητο. Και τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμα.
Η φράση που έβγαλε εκτός εαυτού τον μέλλοντα σύζυγο του μοντέλου ήταν αυτή που δεν περίμενε ποτέ να ακούσει ο δολοφόνος της. «Δεν θέλω να παντρευτώ», φέρεται να είπε η Σκάλι, παρά το γεγονός πως η άλλη πλευρά υποστήριξε πως ήταν αυτός που πρότεινε τον χωρισμό τους, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Σύμφωνα με όσα κατέθεσε, κοντά στο 132ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Καβάλας – Θεσσαλονίκης, έβγαλε το όχημα από τον δρόμο και μπήκε σε ένα χωματόδρομο καθώς «ήταν ευκαιρία να τη χτυπήσει για να την ταρακουνήσει».
Καθ’ όλη τη διάρκεια της απολογίας του έλεγε ξανά και ξανά πως δεν ήθελε να τη σκοτώσει. Πως την έσφιξε στον λαιμό έχοντας χάσει την ψυχραιμία του. Και πως όταν συνειδητοποίησε πως την είχε στραγγαλίσει βρέθηκε σε κατάσταση πανικού. Καμιά απολογία του όμως, κανένας έρωτας, κανένα πάθος, καμία δικαιολογία δεν αλλάζει, ούτε ξεπλένει το ειδεχθές έγκλημα που έκανε. Σκότωσε μια γυναίκα λες και ήταν κτήμα του.
Η σορός που σόκαρε δημοσιογράφους και ιατροδικαστές
Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, καθώς η υπόθεση θεωρείται μέχρι σήμερα το πιο ειδεχθές έγκλημα στα χρονικά της Ελλάδας. Όχι λόγω του στραγγαλισμού, φυσικά, μα εξ’ αιτίας όσων ακολούθησαν. «Τι πας να κάνεις;», ήταν το μόνο που πρόλαβε να πει το θύμα.
Το πτώμα της Τζούλι κάηκε όχι μία, αλλά δύο φορές, με τη βοήθεια τεσσάρων μπιτονιών βενζίνης, αποκεφαλίστηκε και κατέληξε στριμωγμένο και ακέφαλο μέσα σε κάποια παλιά βαλίτσα που υπήρχε στο σπίτι της γιαγιάς του Σκιαδόπουλου.
Χρειάστηκαν μόλις ένα βενζινοπρίονο, λίγη βενζίνη και μια μαύρη βαλίτσα για να στηθεί το πιο φρικτό σκηνικό που θα καλούνταν αργότερα αστυνομικοί και ιατροδικαστές να αντιμετωπίσουν με ψυχραιμία.
Η σορός βρέθηκε σε άθλια κατάσταση βουλιαγμένη σε κάποια λίμνη, μέσα στα βουρκόνερα, κοντά στην εθνική οδό Καβάλας – Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αφού τη στραγγάλισε, επιχείρησε να κάψει το πτώμα της. Δυστυχώς για εκείνον, τα ρούχα κάηκαν, το πτώμα απανθρακώθηκε αλλά στάχτη, όπως το ήθελε, δεν έγινε. Έτσι, το έβαλε στο πορτμπαγκάζ, οδήγησε μέχρι το σπίτι της γιαγιάς του για να πάρει τα «σύνεργα» και επέστρεψε στη λίμνη, προσπαθώντας να τοποθετήσει τη σορό στη βαλίτσα.
Το κρανίο πετάχτηκε στην παραλία Καλαμίτσα της Καβάλας. Δεν βρέθηκε ποτέ παρά τις έρευνες του Λιμεναρχείου Καβάλας. Τα υπόλοιπα σύνεργα σε κάποιο σημείο της διαδρομής, το οποίο ο δολοφόνος δεν ήταν σε θέση να υποδείξει. Δεν θυμόταν καν πού βρίσκονταν.
Οι αντιφάσεις που οδήγησαν στη σύλληψή του
Επί 18 ημέρες δήλωνε παντού, σε συγγενείς και Μέσα ενημέρωσης, ότι αναζητά την αγαπημένη του. Προκειμένου να γίνει πιστευτό έφτασε μέχρι τις εκπομπές των Νικολούλη – Χαρδαβέλλα ύστερα από προτροπή της οικογενείας του. Έλεγε ψέματα ακόμα και στην οικογένειά του, στον ίδιο του τον πατέρα που τους περίμενε και δεν εμφανίστηκαν ποτέ.
Ο ίδιος ο θύτης ήταν που δήλωσε και επίσημα την εξαφάνισή της στο Αστυνομικό Τμήμα Ομονοίας και την Αμερικανική Πρεσβεία, δηλώνοντας ψεύτικες ημερομηνίες και μπερδεύοντας τα γεγονότα σε σημείο που ούτε ο ίδιος θυμόταν τι είχε καταθέσει. Οι αντιφάσεις του γρήγορα κίνησαν υποψίες.
Το θέατρο διήρκεσε 18 ημέρες. Αφού οι Αρχές τον προσήγαγαν τη 18η μέρα μετά την εξαφάνιση της κοπέλας, χρειάστηκαν λιγότερες από 24 ώρες για να πει όλη την αλήθεια.
Τη 19η ημέρα όλη η Ελλάδα γνώριζε τι είχε συμβεί με την παραμικρή λεπτομέρεια.
Ο Σκιαδόπουλος στα μάτια ορισμένων έστησε ολόκληρο σενάριο σε ελάχιστες ώρες μόνο και μόνο για να γλιτώσει τη φυλακή. Η πραγματικότητα, σύμφωνα με τα δικά του λεγόμενα, ήταν διαφορετική. Υποστήριξε ότι προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, όχι για να γλιτώσει αλλά για να βρει το κουράγιο να αυτοκτονήσει.
Κάτι που προσπάθησε ανεπιτυχώς τέσσερις φορές με διάφορους τρόπους, από δηλητηρίαση με χάπια και πτώση από βράχο μέχρι τροχαίο ρίχνοντας το αυτοκίνητό του πάνω σε νταλίκα και απόπειρα με αεροβόλο, σφαίρα του οποίου κατέληξε να τον τραυματίσει στον λαιμό.
Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε στο νεκροτομείο Αθηνών. Οι σκηνές ήταν τόσο άγριες που ούτε η ίδια η περιγραφή του Πάνου Σόμπολου στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα» δεν είναι αρκετή για να μας βάλει στη θέση του ανθρώπου που είδε τη μητέρα του παιδιού του σε αυτήν τη κατάσταση. Ήταν, βλέπεις, εκείνος που παρέλαβε ό,τι είχε απομείνει από εκείνη.
«Αυτό το πτώμα το είδα στην Καβάλα και στο νεκροτομείο της Αθήνας όπου είχε μεταφερθεί για να το παραλάβουν οι οικείοι της κοπέλας. Πραγματικά ανατρίχιασα. Εγώ, που έχω δει αμέτρητα πτώματα. Αυτό ήταν το κάτι άλλο! Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή», περιγράφει ο δημοσιογράφος.
Από την καταδίκη στην ελευθερία
Το 1999, πρωτόδικα, ο Γιώργος Σκιαδόπουλος καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση, περιύβριση μνήμης νεκρού και άλλα αδικήματα. Το 2002, το Εφετείο μείωσε την ποινή του στα 23 χρόνια, αναγνωρίζοντας του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και της καλής διαγωγής στις φυλακές Κομοτηνής.
Αποφυλακίστηκε το 2009, στα 34 του χρόνια, με περιοριστικούς όρους οι οποίοι συνέχισαν να ισχύουν ακόμα και μετά την αίτησή του για άρση ή τροποποίησή τους. Μέχρι σήμερα, απαγορεύεται να βγει από τη χώρα, ενώ είναι υποχρεωμένος να εμφανίζεται στο Αστυνομικό Τμήμα. Η μητέρα του δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό του.
Η δολοφονία της Τζούλι Σκάλι ενέπνευσε βιβλία και τηλεοπτικά σενάρια, ενώ έχει μεταφερθεί και στη μικρή οθόνη της Ελλάδας, με την υπογραφή -ποιου άλλου;- του Πάνου Κοκκινόπουλου. Ο σκηνοθέτης, μάλιστα, αφιέρωσε στην υπόθεση διπλό επεισόδιο στη «10η Εντολή» με τίτλο «Σε βαθιά νερά» και πρωταγωνιστές την Εβελίνα Παπούλια και τον Αλέκο Συσσοβίτη.
Για το έγκλημα αυτό έγραψαν μέχρι και οι «New York Times»…