Έλιο ντε Άντζελις: Ο τελευταίος τζέντλμαν της F1 που δεν πρόλαβε να γίνει Νο1

Πολλοί λένε πως τα δάχτυλά του ήταν φτιαγμένα για κοντσέρτα. Εκείνος προτίμησε να αγγίζει το τιμόνι και τους λεβιέδες, ανταγωνιζόμενος θρύλους

Το ημερολόγιο γράφει 15 Οκτωβρίου 1983 και οι οδηγοί της Formula 1 ετοιμάζονται για τον τελευταίο αγώνα της χρονιάς που θα κρίνει και τον τίτλο. Ο Προστ προηγείται με 57 βαθμούς, ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής ο Πικέ (55), ενώ ελπίδες έχει και ο Αρνού με 49.

Τα νεύρα όλων είναι τεντωμένα. Από τους 77 γύρους των 4.104 μέτρων ο καθένας θα προκύψει ο επόμενος παγκόσμιος πρωταθλητής.

Ο αγώνας αναμένεται να είναι αδυσώπητος. Ακόμη κι έτσι, σε αυτό το «άγριο» περιβάλλον, η παρουσία του ήρεμου και νηφάλιου Έλιο ντε Άντζελις ξεχωρίζει. Ο 25χρονος -τότε- Ιταλός μόλις το προηγούμενο βράδυ είχε δώσει ένα κοντσέρτο πιάνου, για χάρη των συναθλητών του. Ένα χάπενινγκ που βοήθησε τους πάντες να χαλαρώσουν και ανέδειξε για άλλη μία φορά την ευγενική και ξεχωριστή φυσιογνωμία του «τελευταίου τζέντλμαν της Formula 1», όπως έμεινε στην ιστορία.

Προερχόμενος από πλούσια οικογένεια, είδε τον πατέρα του να κατακτά σωρεία παγκόσμιων τίτλων τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στα θαλάσσια μηχανοκίνητα σπορ, αλλά τον ίδιο τον κέρδισε η στεριά. Τα μονοθέσια.

Συνήθιζε να λέει «… δεν θέλω να με βλέπετε σαν εκατομμυριούχο γιο, αλλά σαν οδηγό. Όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο είμαι ένας οδηγός και τίποτα άλλο».

Ο Ντε Άντζελις δεν ήταν απλά ένας οδηγός. Ήταν ένας πολύ καλός οδηγός που χρειάστηκε λίγο χρόνο για να μεταβεί από τα καρτ στην Formula 1. Αρχικά ο Έντσο Φεράρι διακρίνοντας το ταλέντο του, τον προόριζε για αντικαταστάτη του Νίκι Λάουντα στη «σκουντερία» το 1977. Τελικά, το θρυλικό μονοθέσιο το οδήγησε ο Ζιλ Βιλνέβ και ο Ιταλός χρειάστηκε να κάνει υπομονή μέχρι το 1979, όταν η Shadow του έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε.

Στο παρθενικό του grand prix στην Αργεντινή κατετάγη 7ος και τελείωσε την σεζόν στην 15η θέση. Επίδοση που εντυπωσίασε το αφεντικό της Lotus, Κόλιν Τσάπμαν, ο οποίος του προσέφερε συμβόλαιο. Ο Ντε Άντζελις τα είχε καταφέρει. Μόνος. Χωρίς τα εκατομμύρια του πατέρα του.

Εκείνη την χρονιά η 2η θέση στο Ιντερλάγκος τον έκανε τον νεότερο πιλότο που ανέβαινε ποτέ σε πόντιουμ. Ήταν μόλις 21 ετών και είχε όλο το μέλλον μπροστά του, αρκεί να μην είχε ατυχίες.

https://www.youtube.com/watch?v=XRxKqWPSMZ4

Ακόμη και σε τόσο νεαρή ηλικία ο Ιταλός δεν επέτρεψε στον ενθουσιασμό του να γίνει αντικείμενο συζήτησης. Παρέμενε ευγενικός, προσγειωμένος, ήσυχος, χαμογελαστός, προσιτός. Δίχως εξάρσεις και κορώνες. Συνέχισε να παίζει πιάνο και να βγάζει αβίαστα και χωρίς προσποιητές συμπεριφορές έναν χαρακτήρα που έκανε συναδέλφους και κοινό να τον λατρέψουν.

«Δεν φταίει αυτός που είναι όμορφος και πλούσιος» έλεγαν οι υποστηρικτές του. Τα είχε όλα. Εκτός από ένα ανταγωνιστικό αυτοκίνητο που θα τον έκανε παγκόσμιο πρωταθλητή. Το 1984 ήταν ο μόνος πιλότος της πρώτης 5άδας που δεν είχε πάρει νίκη σε αγώνα, μια απόδειξη της δική του συνέπειας και της αδυναμίας του μονοθεσίου του. Χρειαζόταν μια αλλαγή. Και αυτή ήρθε.

Ο νέος κινητήρας της Renault ήταν πολλά υποσχόμενος και κλάσεις ανώτερος του απαρχαιωμένου  Cosworth DFV, όμως ο Ντε Άντζελις είχε να αντιμετωπίσει έναν νέο αντίπαλο. Τον Άιρτον Σένα…

Ο δημοφιλέστερος και πιο αγαπητός οδηγός όλων των εποχών βρέθηκε στην ίδια ομάδα με εκείνον. Και όπως αποδείχθηκε από την ιστορία, ήταν ανώτερός του.

Πράγμα που γνώριζαν και οι άνθρωποι της Lotus οι οποίοι έδειξαν έμπρακτα την προτίμησή τους στον θρύλο από την Βραζιλία. Ο Ντε Άντζελις ένιωσε προδομένος, αλλά αντιλήφθηκε ότι θα έμενε για πάντα στην σκιά του και πως απλά θα είχε έναν βοηθητικό ρόλο στο… έργο στο οποίο θα πρωταγωνιστούσε ο Σένα.

Ακόμη κι έτσι, παρέμενε ο τέλειος συνεργάτης και συνάδελφος. Χωρίς να κρατά κακίες ή να εκφράζει δημόσια την δυσαρέσκειά του. Απλά αποδεχόταν τις καταστάσεις και προχωρούσε. Όταν ο δύο φορές παγκόσμιος πρωταθλητής, Νέλσον Πικέ, άφησε την  Brabham για λογαριασμό της Williams, επιλέχθηκε ο Ντε Άντζελις να τον αντικαταστήσει.

Και πάλι όμως βρέθηκε πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου που υπολειπόταν του ανταγωνισμού. Η μοίρα του έπαιζε συνεχώς ένα παράξενο παιχνίδι. Σχεδόν πάντα βρισκόταν στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Οι συγκυρίες δεν στάθηκαν ποτέ καλές μαζί του, λες και το κάρμα έπαιρνε εκδίκηση για το γεγονός ότι είχε τα πάντα στη διάθεσή του.

Αποκορύφωμα αυτής της παράξενης σχέσης του Ντε Άντζελις με το μοιραίο ήταν ο θάνατός του.

Τον Μάιο του 1986 οι άνθρωποι της Brabham δοκίμαζαν μια νέα αεροτομή, ελπίζοντας ότι ο σχεδιασμός της θα έδινε πίσω ό,τι έχανε το αμάξι από τον αδύναμο κινητήρα. Στην πίστα «Paul Ricard» στην Γαλλία, ο Ντε Άντζελις είχε πιάσει ταχύτητα που ξεπερνούσε τα 270 χιλιόμετρα την ώρα. Πλησιάζοντας την «Esses de la Verriere» συνέβη το αναπάντεχο.

Η πίσω αεροτομή αποκολλήθηκε, με αποτέλεσμα το μονοθέσιο να σκάσει στα κιγκλιδώματα, αφού πρώτα περιστράφηκε πολλές φορές στον αέρα.

Το αίμα όλων πάγωσε. Τα σωστικά συνεργεία έκαναν πάνω από ένα τέταρτο να φτάσουν και στο μεταξύ το αυτοκίνητο είχε αρπάξει φωτιά. Ο Ντε Άντζελις είχε παγιδευτεί και κανένας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον σώσει. Ο Αλέν Προστ ήταν ένας από τους πρώτους που έσπευσαν να βοηθήσουν.

Οι υπόλοιποι πιλότοι άρχισαν να τρέχουν για να βρουν πυροσβεστήρες, αλλά η μάχη ήταν άνιση. Όταν η φλόγα έφτασε στη δεξαμενή καυσίμων, συνέβη το μοιραίο. Η έκρηξη που του πήρε τελικά την ζωή.

Ακόμη και σε αυτή την τελευταία μάχη του, ο Ντε Άντζελις παρέμεινε ανταγωνιστικός. Καιγόταν επί σχεδόν 20 λεπτά, η καρδιά του είχε σταματήσει όταν απεγκλωβίστηκε, αλλά χάρη στις τεχνικές ανάνηψης επανήλθε στην ζωή. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, μα η καρδιά του δεν άντεξε. 29 ώρες αργότερα το ιατρικό ανακοινωθέν δεν άφηνε καμία άλλη ελπίδα.

Ο τελευταίος τζέντλμαν της Formula 1, ο αρρενωπός, πάμπλουτος, καλλιεργημένος πιανίστας, που μεταξύ των άλλων, ήταν και ένας από τους καλύτερους πιλότους της γενιάς του, είχε πεθάνει.

Πολλοί λένε πως τα δάχτυλά του ήταν φτιαγμένα για κοντσέρτα. Εκείνος προτίμησε να αγγίζει το τιμόνι και τους λεβιέδες, ανταγωνιζόμενος θρύλους σαν τον Λάουντα, τον Σένα, τον Προστ, τον Πικέ, τον Μάνσελ, τον Βιλνέβ, κατά τη διάρκεια της σπουδαιότερης και πιο ανταγωνιστής (ίσως) εποχής του αθλήματος. Δεν κατάφερε να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής σαν αυτούς, αλλά το όνομά του μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα τους…