Το κόλπο της κηδείας: Η επίλεκτη ομάδα της αστυνομίας που κατόρθωσε να παγιδέψει τον «Έλληνα Αλ Καπόνε»

Το πιο ακριβοπληρωμένο συμβόλαιο θανάτου ήταν τελικά αυτό για τη δική του εκτέλεση...

Αν σε ένα υποθετικό σενάριο, η σικελική Μαφία έπρεπε να επιλέξει έναν «αντιπρόσωπο» σε κάθε χώρα, στην Ελλάδα δεν θα υπήρχε κανείς που να μπορούσε να ανταγωνιστεί το… βιογραφικό του Βασίλη Στεφανάκου.

Ο μοναδικός Έλληνας που του αποδόθηκε ο όρος «Ντον», έφτασε στην περίοδο ακμής του να διαχειρίζεται πακτωλό εκατομμυρίων ευρώ, να διαφευεντεύει την αθηναϊκή νύχτα, να ευθύνεται για ορισμένα από τα πιο διαβόητα «συμβόλαια θανάτου» και με τη δύναμη του λαδώματος στους κρατικούς λειτουργούς να βρίσκεται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την αστυνομία.

Κοινώς συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που του εξασφάλισαν τον τίτλο του «αρχινονού» στα αρχεία της ασφάλειας και παράλληλα μια κινηματογραφική ζωή και δράση που θα τον αναδείκνυε στην ιστορία της ελληνικής εγκληματολογίας ως τον «Έλληνα Αλ Καπόνε».

Ο γεννηθείς τον Ιούνιο του 1961 Στεφανάκος υπήρξε μια προσωπικότητα αντιφατική έως το μεδούλι. Γόνος αριστερής οικογένειας, που εντάχθηκε πολύ μικρός στο ΚΚ Εσωτερικού και έλαβε μόρφωση υψηλού επιπέδου με σπουδές στη Σουηδία, έγινε τελικά τροφοδότης του ίδιου συστήματος που θεωρητικά πολεμούσε.

Διανοούμενος και λαϊκός ταυτόχρονα, αξιοποίησε την πανθομολογούμενη οξύνοια του όχι για να συσπειρώσει δυνάμεις απέναντι στον «ταξικό εχθρό», αλλά για να εκπροσωπήσει το κεφάλαιο στη χειρότερη μορφή του. Ως ηγετική μορφή του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα και ως ένας ανελέητος τιμωρός, που με συνοπτικές διαδικασίες έβγαζε από τη μέση όποιον στεκόταν εμπόδιο στα σχέδια του.

Η είσοδος στην παρανομία ξεκίνησε με λαθρεμπόριο καυσίμων στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και συνεχίστηκε με λαθραία τσιγάρα, παροχή «προστασίας» και ξέπλυμα χρήματος μέσω αγοράς και ιδιοκτησίας νυχτερινών κέντρων.

Τα στοιχεία που εμπεριέχονταν στη δικογραφία του ελληνικού συνδικάτου του εγκλήματος που σχηματίστηκε το 2002, περιλάμβαναν 44 εντάλματα σύλληψης εις βάρος εμπλεκομένων σε κυκλώματα εκβιαστών. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη δικογραφία, ο Βασίλης Στεφανάκος είχε κληρονομήσει την αρχηγία της ελληνικής μαφίας -όπως την αποκαλούσε η Αστυνομία- μετά τη δολοφονία του Θεμιστοκλή Παπαμάλη το 2000, με τον οποίο υπήρξε και πολύ στενός φίλος.

Ως διάδοχος του Παπαμάλη και έχοντας ως δεξί του χέρι το μεγάλο όνομα της εποχής, τον Αρη Λακιώτη, ο Στεφανάκος θέλησε να εκτοπίσει τον «άρχοντα» της νύχτας, Θέμη Καλαποθαράκο. Στις 25 Ιουλίου του ίδιου έτους, ο Καλαποθαράκος επιστρέφει με το τζιπ της μητέρας του από το εξοχικό του στο Σχοινιά, όταν πέφτει σε ενέδρα στη Λεωφόρο Ποσειδώνος.

Δύο εκτελεστές με μοτοσικλέτα, γαζώνουν κυριολεκτικά το αυτοκίνητο, που ακινητοποιείται με σκασμένα τα τρία από τα τέσσερα λάστιχα. Το υποψήφιο θύμα προβάλλει αντίσταση. Επιχειρεί μια απέλπιδα έξοδο και τραβώντας το περίστροφο του πυροβολεί συνολικά 18 φορές κατά των αγνώστων. Τα τραύματα του όμως είναι ήδη βαριά και οι εκτελεστές τον πλησιάζουν για τη χαριστική βολή, προτού εξαφανιστούν.

Από τις δικογραφίες φέρεται ο Βασίλης Στεφανάκος ως ηθικός αυτουργός της δολοφονίας, ο ίδιος όμως τα αρνούνταν όλα, με αποτέλεσμα το μαφιόζικο χτύπημα να παραμένει έως και σήμερα «ορφανό».

Το Τμήμα Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας ξεκινά μια προσπάθεια παρακολούθησης του Στεφανάκου και του πρωτοπαλίκαρού του, Αρη Λακιώτη. Τα μέτρα ασφαλείας όμως που έχει προνοήσει να πάρει ο «εγκέφαλος» της οργάνωσης οδηγούν τις προσπάθειες στο κενό. Οι αστυνομικοί αποτυγχάνουν να εκμαιεύσουν την παραμικρή πληροφορία, ούτε για τον τόπο διαμονής του, ούτε για τους χώρους «εργασίας» του.

Η επιχείρηση ακυρώνεται και αναλαμβάνει η Δίωξη Εκβιαστών να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Οι έρευνες ξεκινούν από το μηδέν και στήνεται μια ειδική ομάδα που αναλαμβάνει να εντοπίσει τον «φαντομά». Οι αναφορές των δέκα ατόμων είναι απόρρητες και μπαίνουν καθημερινά σε φάκελο με την ένδειξη «Ειδική», που πάει κατευθείαν στον αρχηγό της ΕΛ.ΑΣ.

Η έρευνα της ειδικής ομάδας της Δίωξης Εκβιαστών ολοκληρώνεται το καλοκαίρι του 2002. Οι αστυνομικοί του Εκβιαστών έχουν μάθει πια που έχει το στρατηγείο του ο Στεφανάκος – στο «Πλατό», ένα νυχτερινό μαγαζί στη συμβολή της Πειραιώς με την Πέτρου Ράλλη – αλλά και αρκετές από τις άκρες που έχουν οι «Νονοί» μέσα στα σώματα ασφαλείας.

Προτείνουν έτσι να μην εκδοθούν εντάλματα σύλληψης, αλλά πρώτα να κληθούν στην Ασφάλεια για κάποια μικροϋπόθεση τα μεγάλα κεφάλια και στη συνέχεια να εκδοθούν τα εντάλματα έτσι ώστε να τους έχουν στο χέρι και να μην εξαφανιστούν. Η πρόταση δεν γίνεται δεκτή και προηγούνται τα τα εντάλματα σύλληψης. Σε λιγότερο από μία ώρα η ειδική ομάδα καταδίωξης βρίσκεται στο γραφείο και το σπίτι του Στεφανάκου, ο οποίος όμως έχει γίνει καπνός. Ο «Ντον» είχε καταφέρει -με το αζημίωτο- να δομήσει ένα δαιδαλώδες δίκτυο πληροφοριών από ένστολους σε όλα τα επίπεδα και να γνωρίζει εκ των προτέρων τις κινήσεις των διωκτών του.

Το ένταλμα σύλληψης όμως παραμένει σε ισχύ. Ο Στεφάνος μαθαίνει πια να ζει ως ο Νο. 1 καταζητούμενος, ενώ οι εχθροί του στο οργανωμένο έγκλημα πυκνώνουν. Αναγνωρίζει την ανάγκη να πλαισιωθεί από έναν κύκλο σκληρών κακοποιών και έτσι στις 4 Ιουνίου του 2006 στήνει την πιο περίφημη επιχείρηση απόδρασης στην ελληνική ιστορία. Ενα ελικόπτερο προσγειώνεται στην Ε’ Πτέρυγα των Φυλακών Κορυδαλλού και αρπάζει τον Άλκετ Ριζάι και τον Βασίλη Παλαιοκώστα (που έως και σήμερα παραμένει ασύλληπτος).

Λίγες εβδομάδες αργότερα, κανονίζει, σύμφωνα με την αστυνομία, να βγουν από τη μέση δύο άνθρωποι της νύχτας που ανήκουν σε άλλες συμμορίες. Ο Κώστας Κουτελιέρης και ο Γιάννης Κάτσιος εκτελούνται εν ψυχρώ στο Περιστέρι. Ο Στεφανάκος αναφέρεται ως ηθικός αυτουργός στα δύο νέα εντάλματα σύλληψης που εκδίδονται.

Στο Ανθρωποκτονιών αποφασίζουν να στήσουν μια μεικτή ομάδα από επίλεκτους αστυνομικούς όλων των υπηρεσιών με μία και μόνο αποστολή: να εντοπίσουν άμεσα και να συλλάβουν τον Βασίλη Στεφανάκο.

Είναι η εποχή που στην αθηναϊκή νύχτα ξεκινά ένα μπαράζ εκτελέσεων, που εκπλήσσει ακόμα και τις αρχές. Ο πόλεμος των συμμοριών είναι αδυσσώπητος. Το ξεκαθάρισμα λογαριασμών αφήνει παντού πίσω του αίμα και σφαίρες.

Ανήμερα των Χριστουγέννων του 2007, ο Στεφανάκος ξεγλιστρά για άλλη μία φορά μέσα από τα χέρια των αστυνομικών, που έχουν στήσει ενέδρα σε ένα από τα σπίτια του στο Λουτρόπυργο. Ο κλοιός όμως είχε σφίξει πολύ γύρω του και το πρώτο Σαββατοκύριακο μετά τα Φώτα του 2008 πέφτει τελικά στη φάκα.

Το κόλπο που είχε επινοήσει για να παραπλανήσει την αστυνομία γυρίζει τελικά μπούμερανγκ. Μέσω των γνωστών, διεφθαρμένων διαύλων διαρρέει στους διώκτες του ότι θα μεταβεί σε κηδεία συγγενικού του προσώπου στη Θεσσαλονίκη. Σκοπός ήταν ο ίδιος να παραμείνει στην Αθήνα και να στείλει τους κυνηγούς του στη Θεσσαλονίκη για να μπορέσει να περάσει λίγες ημέρες με την οικογένειά του.

Αυτή τη φορά όμως είναι οι (υποψιασμένοι) αστυνομικοί που βρίσκονται ένα βήμα μπροστά. Στέλνουν πράγματι κλιμάκιο στη Θεσσαλονίκη δήθεν για να τον εντοπίσουν στη συγκεκριμένη κηδεία, από την άλλη όμως δύο άνδρες των Ανθρωποκτονιών κάνουν έφοδο υπό άκρα μυστικότητα στο σπίτι του.

Οι πληροφοριοδότες έχουν ξεγελαστεί. Πράγματι, ο Βασίλης Στεφανάκος εμφανίζεται σε δρόμο, δύο τετράγωνα από το σπίτι του και πέφτει πάνω στους αστυνομικούς. Στα 48 του, και μετά από πολλά χρόνια στην παρανομία με καταδίκες και εντάλματα, περνά για πρώτη φορά το κατώφλι της φυλακής.

Η διαβίωση του στη φυλακή δεν είναι και τόσο… μαρτυρική. Εξακολουθεί να κινεί τα νήματα από μέσα, στήνοντας νέες μπίζνες. Ο Στεφανάκος ωστόσο δεν κατηγορήθηκε για τη συμμετοχή του στην επονομαζόμενη «greek mafia» των φυλακών.

Θρυλείται ότι κατά τη διαμονή του στις φυλακές Λάρισας έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στους… αστακούς, ενώ το 2010 παντρεύτηκε ως τρόφιμος τη σύντροφο και μητέρα του δεύτερου παιδιού του, ύστερα από 10 χρόνια σχέσης.

Οι ποινές του είχαν φτάσει αθροιστικά (μόνο) στα 50 χρόνια κάθειρξης, καθώς δεν είχε ενοχοποιηθεί ως φυσικός αυτουργός σε καμία από τις δολοφονίες. Τελικά κάνοντας χρήση των ευνοϊκών διατάξεων του νόμου Παρασκευόπουλου, αποφυλακίζεται τον Αύγουστο του 2016 μετά από οκτώ χρόνια και τέσσερις μήνες στη φυλακή!

Βγαίνοντας ανοίγει μια εταιρεία πώλησης υγραερίου με έδρα τον Αστακό Αιτωλοακαρνανίας και στον ενάμιση χρόνο που έζησε ελεύθερος δεν φαινόταν, κατά τους ισχυρισμούς της αστυνομίας, να εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες.

Ωστόσο, οι εχθροί του, εκεί έξω, περίμεναν υπομονετικά…

Γνωρίζοντας τους κινδύνους που παραμόνευαν, ο Στεφανάκος είχε πάντα τη συνοδεία δύο σωματοφυλάκων και οπλοφορούσε ο ίδιος, ενώ το αυτοκίνητο του ήταν μια θωρακισμένη BMW με αλεξίσφαιρα τζάμια. Το απόγευμα της 17ης Ιανουαρίου του 2018 όμως, έκανε ένα λάθος που απέβη μοιραίο.

Το σπίτι του βρισκόταν κοντά στο γραφείο του, στο Χαϊδάρι και φεύγοντας από εκεί άφησε πίσω του τους δύο bodyguards, λησμονώντας τον αυστηρό κώδικα ασφαλείας.

Τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν από τη στιγμή που βγήκε από την εξώπορτα μέχρι να φτάσει στο αυτοκίνητό του ήταν αρκετά για τους δύο μοτοσικλετιστές που του είχαν στήσει ενέδρα. Τον εκτέλεσαν με 29 σφαίρες στη θέση του οδηγού, πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα της BMW. Δίπλα του βρέθηκε το 38άρι περίστροφο, που επίσης δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει.

Οι κάμερες έδειξαν ότι οι δράστες απομακρύνθηκαν προς τον Ασπρόπυργο με μια λευκή μοτοσικλέτα Triumph, η οποία είχε, όπως αποδείχτηκε, κλαπεί πριν από ένα μήνα από την Ηλιούπολη. Όλα έγιναν αστραπιαία. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος, αφού στο σώμα του θύματος καρφώθηκαν 26 από τις 29 σφαίρες του καλάσνικοφ, το οποίο οι δράστες είχαν μεταφέρει κρυμμένο στη θήκη μιας κιθάρας.

Οι αρχές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι εκτελεστές, πιθανότατα αλλοδαποί, ήταν «μετρ» του είδους, που παρακολουθούσαν καιρό τον Στεφανάκο και γνώριζαν τα πάντα για τις κινήσεις και το πρόγραμμά του. Η δουλειά ήταν άκρως «επαγγελματική» και στόχος τους ο απόλυτος αιφνιδιασμός.

Αυτό που στα αστυνομικά πηγαδάκια έχει λάβει πλέον τη φήμη του πιο «ακριβοπληρωμένου συμβολαίου θανάτου» στην Ελλάδα» ήταν τελικά εκείνο που έγραψε το επιμύθιο στη ζωή του Έλληνα «Αλ Καπόνε».