«Είναι ψεύτικη, μπείτε»: Ο κακοποιός που σκόρπισε τον θάνατο επειδή η αστυνομία νόμιζε ότι μπλοφάρει

Το φιάσκο της ελληνικής Αστυνομίας που έφτασε μέχρι το BBC.

Ήταν το φθινόπωρο του 1998 όταν η ελληνική κοινωνία θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μία από τις συγκλονιστικότερες υποθέσεις ομηρίας που κλήθηκαν ποτέ να αντιμετωπίσουν οι αστυνομικές Αρχές.

Μια υπόθεση που θύμισε σενάριο χολιγουντιανής ταινίας, καθώς τα λάθη της Αστυνομίας και η δημοσιογραφική εμπλοκή σε συνδυασμό με τον αποφασισμένο για όλα κακοποιό που πρωταγωνίστησε στο θρίλερ της οδού Νιόβης στα Κάτω Πατήσια, συνέθεσαν μια πρωτοφανή τραγωδία.

Θύτης, ο 27χρονος Ρουμάνος Σορίν Ματέι. Θύμα η 25χρονη Αμαλία Γκινάκη.

Όλα ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του ‘98 όταν οι άνδρες της Ασφάλειας εντόπισαν τον καταζητούμενο κακοποιό Σορίν Ματέι, ο οποίος είχε ήδη καταφέρει να τους ξεφύγει έξι φορές.

Την τελευταία, μάλιστα, με τη βοήθεια μιας χειροβομβίδας που κουβαλούσε μαζί του και κρατώντας όμηρο έναν αστυνομικό. Πλέον τον αποκαλούσαν «Πεταλούδα» λόγω της ευκολίας που είχε να διαφεύγει. Για την Αστυνομία η σύλληψή του ήταν πια θέμα τιμής, ωστόσο τα πράγματα δεν θα είχαν την κατάληξη που όλοι ήλπιζαν.

Γιατί ο γνωστός για υποθέσεις ληστειών εγκληματίας συνελήφθη μεν, όχι αναίμακτα δε, σε μια υπόθεση που έφτασε μέχρι τα τηλεοπτικά παράθυρα, με τον ΣΚΑΪ να καταλήγει να μεταδίδει σε ζωντανή μετάδοση τη φρικτή δολοφονία μιας άσχετης με την υπόθεση κοπέλας. «Παράπλευρες απώλειες»…

O «Πεταλούδας» γίνεται θέμα τιμής για την Αστυνομία

Ο Ρουμάνος μετά από ακόμα μία αποτυχημένη επιχείρηση της Αστυνομίας στη Χαλκίδα για τη σύλληψή του είχε καταφύγει στο διαμέρισμα φίλης του –πιθανότατα συντρόφου του-, σε ένα υπόγειο στα Πατήσια, όχι όμως χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Η Αστυνομία τον παρακολουθούσε μέρες, μέχρι τη στιγμή που δόθηκε η εντολή για έφοδο των ειδικών δυνάμεων στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης, στον αριθμό τέσσερα. Ήταν λίγο μετά της 19:00 το απόγευμα της 23ης Σεπτεμβρίου.

Ο Ματέι και η φίλη του είχαν μόλις κάνει χρήση ναρκωτικών. Εκείνος βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι υπό την επήρεια ηρωίνης. Οι εκπαιδευμένοι άνδρες τον αιφνιδίασαν με μια κροτίδα λάμψης και κατάφεραν να τον χτυπήσουν στο κεφάλι με τη λαβή ενός όπλου, χωρίς όμως να καταφέρουν να τον ακινητοποιήσουν.

Σε αντίθεση με ό,τι θα περίμενε κανείς, τα αντανακλαστικά του αποδείχτηκαν εξαιρετικά γρήγορα παρά την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Χωρίς να προλάβει κανείς να αντιδράσει, αρπάζει τη χειροβομβίδα που βρισκόταν στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι, κλείνεται στο μπάνιο και σε χρόνο dt καταφέρνει να ξεφύγει από τον φωταγωγό. Για κακή τύχη της οικογενείας Γκινάκη που διέμενε στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, ο Ματέι εισβάλλει στο διαμέρισμά της και υπό την απειλή της χειροβομβίδας κρατά ομήρους τους τέσσερις ανθρώπους που βρήκε μέσα.

Επρόκειτο για την 58χρονη Σουλτάνα Γκινάκη, τα δύο της παιδιά, τον 24χρονο Βαγγέλη και την 25χρονη Αμαλία, αλλά και τον 34 ετών αρραβωνιαστικό της δεύτερης, Αποστόλη Μακρινό με τον οποίο σκόπευαν να παντρευτούν έξι μήνες αργότερα. Το βράδυ εκείνο η Αμαλία ετοίμαζε τα προσκλητήρια του γάμου της.

Όλοι τους υπήρξαν συνεργάσιμοι, κυρίως η μητέρα της οικογενείας η οποία μπήκε στη διαδικασία ακόμα και να φροντίσει τις πληγές του «εισβολέα».

Εκείνος από τη μεριά του, τους διαβεβαίωσε πως δεν είχε σκοπό να τους βλάψει, παρά μόνο να καταφέρει να διαφύγει από την Αστυνομία. Τη χειροβομβίδα δεν την άφησε στιγμή από τα χέρια του. Το ζευγάρι μοιάζει να περνά πιο δύσκολα από όλους, καθώς ο Σορίν χρησιμοποιώντας κορδόνια παπουτσιών δένει τα δύο χέρια της Αμαλίας, το ένα με το χέρι του Αποστόλη και το άλλο με το δικό του. Η κοπέλα, δηλαδή, βρέθηκε δεμένη μεταξύ του εγκληματία και του μελλοντικού της συζύγου.

Με το ζευγάρι εγκλωβισμένο, ο Σορίν τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και σε συνομιλία του με τον τότε Διευθυντή Ειδήσεων Σταμάτη Μαλέλη ζητά να βγει στον αέρα. Ο Μαλέλης δέχεται, ο Ματέι ξεκινά την πιο αλλόκοτη τηλεοπτική συνέντευξη με τον Νίκο Ευαγγελάτο που είχε αναλάβει το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του σταθμού και η αντίστροφη μέτρηση για τη μεγαλύτερη αστυνομική γκάφα ξεκινά.

Οι δυο τους συνομιλούσαν στο δελτίο για περισσότερη από μία ώρα, με τους τηλεθεατές να παρακολουθούν άφωνοι τις εξελίξεις. Ο κόσμος ήταν τόσο τρομοκρατημένος που αρνούνταν να βγει από τα σπίτια του, μη γνωρίζοντας αν επρόκειτο για μεμονωμένο γεγονός ή κάποιου είδους τρομοκρατικό χτύπημα και κατά πόσο υπήρχε η πιθανότητα να λάβουν χώρα και άλλες επιθέσεις.

Η έκταση που πήρε το θέμα είχε σπείρει τον πανικό στην πρωτεύουσα, με τον Ευαγγελάτο από τη μία να κατηγορείται από πολίτες και συναδέλφους  για αντιδεοντολογική συμπεριφορά και αντιμετώπιση του θέματος και από την άλλη να «καθησυχάζει» την Αστυνομία έχοντας καταφέρει να κρατά ήρεμο τον επικίνδυνο κακοποιό. Αυτός ήταν και ο λόγος που δεν επενέβησαν προκειμένου να διακοπεί η όποια επικοινωνία του με τον Ματέι.

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ούτε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης απαίτησε τη διακοπή της απευθείας μετάδοσης και της προβολής εικόνων.

Η κίνηση που εξαγρίωσε τον Ματέι

Ο Ματέι γρήγορα προσπάθησε να κλείσει το θέμα, ζητώντας από την Αστυνομία το ποσό των 500.000 δραχμών για τα έξοδά του –όπως χαρακτηριστικά είπε- και μερικές αμφεταμίνες προκειμένου να καταφέρει να συνέλθει από την ηρωίνη και να διαφύγει. Κι εκεί λαμβάνει χώρα το σοβαρότερο ίσως λάθος των Αρχών: Θεωρώντας πως ο ίδιος δεν θα καταλάβαινε το παραμικρό, αντί για αμφεταμίνες του στέλνουν υπνωτικά χάπια. Και τότε τα πράγματα παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή.

Η Ρουμάνος εξαγριώνεται και κόβει κάθε επαφή με την Αστυνομία. Βάζει στη μέση τον Ευαγγελάτο για τις όποιες διαπραγματεύσεις και ξεκινά να απειλεί πως θα ρίξει τη χειροβομβίδα αν δεν εκπληρωθεί άμεσα κάθε του επιθυμία. «Το καταλαβαίνεις; Μια λάμψη θα δείτε μόνο και τίποτα άλλο», ακούγεται να φωνάζει από το τηλέφωνο. Την είχε ήδη απασφαλίσει… Όπως αποδείχτηκε δεν ήταν λόγια του αέρα. Κάτι που, δυστυχώς, δεν συνειδητοποίησαν οι υπεύθυνοι της επιχείρησης.

Στο στούντιο του ΣΚΑΪ βρέθηκε ο υπαρχηγός της Αστυνομίας Θεόδωρος Πλάκας, με σκοπό να δώσει γραμμή στον Νίκο Ευαγγελάτο για τις διαπραγματεύσεις. Ήταν ο πρώτος που κατάλαβε πως το σχέδιο που ήθελε να θέσει σε εφαρμογή ο αρχηγός της Αστυνομίας, Αθανάσιος Βασιλόπουλος, θα αποδεικνυόταν φιάσκο.

Ο Βασιλόπουλος, βλέπεις, ήταν βέβαιος ύστερα από συζητήσεις με την τοξικομανή φίλη του Ματέι πως η χειροβομβίδα που κρατούσε εκείνος δεν ήταν αληθινή. Διέταξε έφοδο. Στο μεταξύ, ο 24χρονος όμηρος είχε ήδη απελευθερωθεί ύστερα από παρότρυνση του Ευαγγελάτου. Μητέρα, κόρη και αρραβωνιαστικός, όμως, εξακολουθούσαν να ζουν τον εφιάλτη τους. Ένας εφιάλτης που θα γινόταν ακόμα χειρότερος μέσα σε λίγα λεπτά.

Ο Μαλέλης ήταν ο πρώτος που άκουσε τους ισχυρισμούς του υπαρχηγού περί λάθους εκτίμησης του ανωτέρου του. Ωστόσο, δεν μπορούσε να κάνει κάτι.

Λίγο πριν την έφοδο, απελευθερώνεται και η μητέρα. Στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου βρίσκονται πλέον μόνο ο Ματέι και το ζευγάρι, όλοι δεμένοι μεταξύ τους. Οι ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες εισβάλλουν μαζί με τον αρχηγό και τον αντιστράτηγο της Αστυνομίας, Ιωάννη Γεωργακόπουλο, στο σπίτι και το απόλυτο δράμα ξεκινά.

«Κόπηκε στα δύο»

Με γρήγορες κινήσεις καταφέρνουν να απεγκλωβίσουν το χέρι του Μακρινού, δεν προλαβαίνουν όμως να κάνουν το ίδιο και με την 25χρονη Αμαλία. Ο Σορίν την αρπάζει και πριν κανείς να προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει όλη η Ελλάδα ακούει σε ζωντανή μετάδοση την έκρηξη. Ο Ματέι είχε ρίξει τη χειροβομβίδα.

Άλλοι είπαν πως προκάλεσε την έκρηξη βάζοντας την χειροβομβίδα στο παντελόνι της κοπέλας και σπρώχνοντας το σώμα της προς τους αστυνομικούς και άλλοι –οι συγγενείς της, στηριζόμενοι στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Αμαλία μετά την έκρηξη- ότι οι αστυνομικοί τον προέτρεψαν να την αφήσει κάτω.

Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν ισχύει, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Η 25χρονη Αμαλία σχεδόν κόπηκε στα δύο. Το μόνο που φέρεται να πρόλαβε να πει είναι «Μη!». Αλλά δεν κατάφερε να συγκινήσει τον δολοφόνο της.

Τραυματισμένοι βγήκαν από το «διαμέρισμα του τρόμου» -όπως το αποκαλούσαν στις ειδήσεις- και πολλοί αστυνομικοί και ο ίδιος ο αρχηγός.

Σε άσχημη κατάσταση απομακρύνθηκε ο και ο Ματέι. Παρά την έκταση που είχε πάρει το θέμα, ο συντονισμός ήταν τόσο κακός που ούτε τα ασθενοφόρα δεν κατάφεραν να προσεγγίσουν σε επιτρεπτό χρονικό πλαίσιο το σημείο προκειμένου να παραλάβουν τους τραυματίες. Κάποιος είχε… ξεχάσει να δώσει εντολή εκκένωσης, με αποτέλεσμα οι τραυματίες να φτάσουν στο νοσοκομείο περίπου μία ώρα αργότερα.

Δυστυχώς, η ζωή της Αμαλίας Γκινάκη δεν σώθηκε. Το κορίτσι υπέκυψε στα σοβαρότατα τραύματά του ύστερα από 17 ημέρες νοσηλείας στον Ερυθρό Σταυρό.

Ωστόσο, ούτε τον Σορίν Ματέι περίμενε καλύτερη τύχη, αφού το γεγονός πως οι γιατροί τον κράτησαν δύο μέρες σε καταστολή σε συνδυασμό με την απόφαση για μεταφορά του στις φυλακές Κορυδαλλού δεμένο σε φορείο, τον οδήγησε τρεις μέρες μετά τον τραυματισμό τους στον θάνατο από εισρόφηση γαστρικού υγρού. Τον βρήκαν νεκρό στο κρεβάτι του το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου.

Τα λάθη ήταν πολλά και στη δική του περίπτωση. Πρώτον, θεωρήθηκε λάθος κίνηση η απομάκρυνσή του από το νοσοκομείο τόσο γρήγορα. Δεύτερον, ο γιατρός των φυλακών Ιωάννης Κούτρας υποστήριξε από την πρώτη στιγμή που μεταφέρθηκε εκεί ο συλληφθείς πως η ποσότητα κατασταλτικών που του είχε χορηγηθεί ήταν «για ελέφαντες».

50.000.000 δραχμές πρόστιμο στον ΣΚΑΪ

Η υπόθεση πήρε τεράστιες διαστάσεις, με πολλούς εμπλεκόμενους να αντιμετωπίζουν κατηγορίες. Πρώτος ο ΣΚΑΪ κλήθηκε να πληρώσει πρόστιμο ύψους 50 εκατομμυρίων δραχμών για την απευθείας μετάδοση του συμβάντος, με τον Ευαγγελάτο να δέχεται κι αυτός πυρά για την εμπλοκή του.

Αξίζει να σημειωθεί πως στον κλάδο του, όσα έκανε θα μπορούσαν να θεωρηθούν δημοσιογραφική επιτυχία παρά τα πυρά που δέχτηκε. Η φήμη του απογειώθηκε.

Ο ίδιος, λίγο αργότερα υποστήριξε πως αν του δινόταν η ευκαιρία να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα χειριζόταν διαφορετικά το θέμα. Εξέφρασε πολλάκις τη δυσαρέσκειά του για την τροπή που πήρε η υπόθεση και τον θάνατο τη Αμαλίας Γκινάκη.

Στα της Αστυνομίας τώρα, ο αρχηγός ανέλαβε την ευθύνη της αποτυχίας της όλης επιχείρησης και υπέβαλε παραίτηση, έχοντας τεθεί σε διαθεσιμότητα με κατηγορίες ανθρωποκτονίας από αμέλεια να τον βαραίνουν. Τόσο εκείνον όσο και τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους.

Ήταν εκείνος, όμως, που δεν είχε καταφέρει να ενημερώσει επαρκώς τους άνδρες του ούτε να συντονίσει την επιχείρηση, με αποτέλεσμα τον φρικτό θάνατο της 25χρονης Αμαλίας. Μόνο εκείνος δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 12 μήνες κάθειρξη, ωστόσο η έφεση που έκανε αποδείχθηκε σωτήρια.

Η οικογένεια Γκινάκη δεν δικαιώθηκε ποτέ. Το γεγονός πως έλαβε ένα ποσό ως αποζημίωση δεν ελάφρυνε τον πόνο της. «Η μάνα και τα αδέλφια της Αμαλίας δεν αντέχουν ούτε τη σκέψη να ξανακατοικήσουν στο διαμέρισμα της οδού Νιόβης», έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής. «Οι ζημιές που προκάλεσε η έκρηξη της χειροβομβίδας, είναι ζημιές που διορθώνονται. Η Αμαλία δεν θα ξαναγυρίσει πίσω», δήλωσε οικείο πρόσωπο τη οικογένειας στα «ΝΕΑ» μερικές ημέρες μετά τη δολοφονία της κόρης της Σουλτάνας Γκινάκη.

Τα Μέσα πλησίασαν και τη μητέρα του Ματέι, Ζένικα Ντουμίνικο-Καψοκεφάλου η οποία είπε χαρακτηριστικά:

«Δεν φοβάμαι, θα ‘χει δίκιο ό,τι κι αν πει η μητέρα της Αμαλίας. Ντρέπομαι, ντρέπομαι πολύ, δεν ξέρω τι να της πω, πώς να την αγγίξω, παντού πονάει. Τι να πεις σε μια μάνα που ετοιμαζόταν να παντρέψει το παιδί της και το είδε να γίνεται κομμάτια από μια χειροβομβίδα;

Θα ‘θελα να προσπαθήσω να της πω ότι το παιδί μου δεν είχε σκοπό κανέναν να σκοτώσει, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που και η ίδια το ξέρει. Την ευχαριστώ, όλους τους ευχαριστώ που δεν είπαν σκληρά πράγματα για τον Σορίν και εμένα, τη μητέρα του…».

Ο Σορίν Ματέι ήταν το τρίτο παιδί που έχανε…

Το μόνο θετικό που προκύπτει από όσα συνέβησαν, είναι ίσως το γεγονός πως μετά την πλήρη αποτυχία της Αστυνομίας να χειριστεί την κατάσταση, συστάθηκε ειδική ομάδα εκπαιδευμένων από κλιμάκια της Σκότλαντ Γιάρντ και του FBI διαπραγματευτών για παρόμοιες υποθέσεις. Βασικός τους κανόνας; Να μην λένε ποτέ ψέματα στους κακοποιούς που κρατούν ομήρους.

Για την υπόθεση Ματέι μίλησαν μέχρι και δημοσιογράφοι του BBC.