69 ημέρες στο απόλυτο σκοτάδι:1 δισεκατομμύριο τηλεθεατές είδαν live τη διάσωση των 33ών μελλοθάνατων

Η κυβέρνηση είχε σχεδιάζει την κατασκευή ενός τεράστιου σταυρού, ως μνημείο για το θάνατό τους. Λογάριαζε όμως δίχως τον ξενοδόχο...

Δύο κουταλιές τόνου, μισό ποτήρι γάλα και μισό μπισκότο. Δεν ήταν το διαιτολόγιο τους σε τακτική βάση. Ήταν αυστηρά ανά 48 ώρες. Οι προμήθειες ήταν περιορισμένες και έπρεπε να κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο. Πόσο; Κανείς δεν ήξερε. Όλες οι ελπίδες είχαν εναποτεθεί στο «θαύμα».

Σε ένα από τα πιο αδυσσώπητα μπρα ντε φερ της ανθρώπινης ζωής με το χρόνο, οι 33 ανθρακωρύχοι της Χιλής, που το καλοκαίρι του 2010 θάφτηκαν 720 μέτρα κάτω από τη γη, συμβόλισαν σε παγκόσμιο επίπεδο την αστείρευτη θέληση για επιβίωση. Με συμμάχους μόνο την πίστη και την ελπίδα ότι οι «από πάνω» δεν θα τους ξεχάσουν.

Μια κατολίσθηση στο ορυχείο χρυσού και χαλκού Σαν Χοσέ στην έρημο Ατακάμα της Χιλής, είχε εγκλωβίσει στα έγκατα της γης τους 33 εργάτες. Το ορυχείο του Σαν Χοσέ αριθμούσε πάνω από 100 χρόνια ιστορίας και τροφοδοτούσε την οικονομία της χώρας, που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα λατομεία. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η Χιλή είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χαλκού παγκοσμίως.

Το συγκεκριμένο ορυχείο βέβαια δεν θα έπρεπε να βρίσκεται εκείνο τον καιρό σε λειτουργία. Από το 2003 έως το 2007 τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και αρκετοί ακόμα τραυματίστηκαν σε τρία διαφορετικά τραγικά ατυχήματα. Η διοίκηση του ορυχείου είχε κρούσει αρκετές φορές τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση, που το 2007 έκλεισε το ορυχείο για ένα χρόνο, προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές. Όταν το 2008 άνοιξε εκ νέου τις πύλες του, υποτίθεται ότι πληρούσε όλους τους κανόνες ασφαλείας.

Το μεσημέρι της 5ης Αυγούστου του 2010 μέρος των βράχων κοντά στην είσοδο κατέρρευσαν, με αποτέλεσμα η μόνη δίοδος διαφυγής να μπλοκαριστεί. Στο σημείο κατέφτασαν -με χαρακτηριστική καθυστέρηση 8 ωρών- κλιμάκια της Πυροσβεστικής και ειδικές διασωστικές ομάδες των λατομείων.

Η πρώτη απόπειρα απεγκλωβισμού έγινε μέσω της εξόδου κινδύνου. Οι εργάτες ξεκίνησαν να αναρριχώνται στην ειδική σκάλα, αλλά όταν έφτασαν στα 500 μέτρα ύψος συνειδητοποίησαν ότι οδηγούσε σε αδιέξοδο και αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν.

Η εταιρεία εξορύξεων δεν είχε ολοκληρώσει ποτέ την κατασκευή της εξόδου. Μπορεί αυτή να μην ήταν άμεσα προσβάσιμη, αλλά ήταν το καλύτερο σημείο διαφυγής, έχοντας τη μορφή μιας στενής καμινάδας που χρησίμευε και ως εξαερισμός. Ωστόσο, πριν οι ειδικοί προλάβουν να σχεδιάζουν τον τρόπο πραγματοποίησης της διάσωσης, αυτή ματαιώθηκε οριστικά.

Μία δεύτερη κατολίσθηση σφράγισε πλήρως το μικρό άνοιγμα και βύθισε τους παγιδευμένους λατόμους στο απόλυτο σκοτάδι. Η κυβέρνηση ήταν έτοιμη να εκδώσει ανακοίνωση παραίτησης, θεωρώντας ότι δεν υπήρχε πια καμία δυνατότητα σωτηρίας των μεταλλωρύχων. Είχε μάλιστα ξεκινήσει να προγραμματίζει την κατασκευή ενός τεράστιου σταυρού ως μνημείο για τους εργάτες! Λογάριαζε όμως χωρίς τον… ξενοδόχο. Που στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι μαζικές αντιδράσεις του κόσμου.

Από την πρώτη στιγμή η υπόθεση έλαβε πανεθνικές διαστάσεις και προϊόντος του χρόνου απέκτησε (και) οικουμενικό χαρακτήρα, με τα Μ.Μ.Ε. όλου του κόσμου να αφιερώνουν πρωτοσέλιδα και μεγάλο τηλεοπτικό χρόνο. Σύσσωμος ο λαός της Χιλής ταυτίστηκε με τις οικογένειες των 33 ανδρών, απαιτώντας να γίνει ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατό για τον απεγκλωβισμό τους. Συγγενείς των μεταλλωρύχων κατέφταναν απ’ όλες τις γωνιές της γης κι έδιναν συνεντεύξεις στα τηλεοπτικά δίκτυα που είχαν «κατασκηνώσει» στην περιοχή, εντείνοντας την πίεση στην κυβέρνηση.

Η μαζική λαϊκή απαίτηση «έθεσε» σε εφαρμογή ένα δεύτερο σχέδιο διάσωσης. Ο μηχανικός Αντρές Σουγκαρέτ ανέλαβε να σκάψει ένα είδος πηγαδιού που θα ξεκινούσε από την επιφάνεια και θα έφτανε έως το καταφύγιο των εγκλωβισμένων. Ήταν ένα τεράστιο έργο που απαιτούσε υπερσύγχρονα μέσα και πολύ προσεκτικό σχεδιασμό. Επιστρατεύτηκαν δεκάδες εκσκαφείς, συστήματα ανίχνευσης και μηχανήματα γεώτρησης.

Μετά από εβδομάδες πυρετωδών εργασιών, ανοίχτηκε μία πρώτη μικρή τρύπα που «έβλεπε» στο καταφύγιο των παγιδευμένων. Για 16 ολόκληρες ημέρες οι 33 «μελλοθάνατοι» δεν γνώριζαν αν θεωρούνται «ξοφλημένοι» και οι διασώστες αν εκείνοι ήταν ζωντανοί. Την 17η έγινε για πρώτη φορά δυνατή η επικοινωνία «πάνω» και «κάτω» κόσμου. «Είμαστε καλά στο καταφύγιο και οι 33», έγραψαν σε ένα κομμάτι χαρτί με κόκκινη μπογιά οι εργάτες, προκαλώντας κύμα ενθουσιασμού και δημόσιων εορτασμών σε όλη τη χώρα.

Από εκείνη τη μικρή τρύπα κατέστη εφικτός ο εφοδιασμός με προμήθειες και φάρμακα, αλλά και η ανακύκλωση οξυγόνου. Στις 26 Αυγούστου, οι εγκλωβισμένοι τράβηξαν ένα βίντεο από το καταφύγιό τους στο οποίο έστελναν μηνύματα στα αγαπημένα τους πρόσωπα και τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο. Το βίντεο μεταδόθηκε από όλα τα μέσα της χώρας και ήταν τέτοια η συγκίνηση του κόσμου, που ανήχθη σε κάτι σαν εθνική γιορτή.

Η αντίστροφη μέτρηση για τη διάσωση είχε ξεκινήσει, αλλά η επιχείρηση ήταν επίπονη και χρονοβόρα, λόγω του κινδύνου να προκληθεί από τον ανθρώπινο παράγοντα νέα φυσική καταστροφή. Πολλές ήταν οι χώρες που είχαν στείλει ομάδες ειδικών και εθελοντών στο σημείο για να βοηθήσουν σε αυτήν. Η τελική αποστολή διάσωσης προέβλεπε μια νέα γεώτρηση, αυτή τη φορά πολύ μεγαλύτερης εμβέλειας. Έπειτα από περίπου 45 ημέρες εντατικών εργασιών, το υπερσύγχρονο μηχάνημα κατάφερε να σπάσει το φαινομενικά αδιαπέραστο φράγμα των 500 μέτρων, στις 7 Οκτωβρίου.

Έξι ημέρες αργότερα, τα πάντα ήταν έτοιμα για το μεγάλο γεγονός. Μια τεράστια κάψουλα «καταδύθηκε» στο βάθος των 720 μέτρων, μεταφέροντας έναν-έναν τους εργάτες στην επιφάνεια. ‘Υστερα από 69 ημέρες στο απόλυτο σκοτάδι, επέστρεψαν όλοι σώοι και αβλαβείς στο φως. Περισσότεροι από 1 δισεκατομμύριο τηλεθεατές παρακολούθησαν live τη διάσωση του πρώτου εργάτη, που καταγράφηκε ως η στιγμή με τη δεύτερη μεγαλύτερη παγκόσμια τηλεθέαση μετά την κηδεία του Μάικλ Τζάκσον!

Μετά το διασυρμό του, το ορυχείο του Σαν Χοσέ έκλεισε οριστικά και σήμερα ένα μικρό κομμάτι του είναι επισκέψιμο για το κοινό. Στο σημείο έχει κατασκευαστεί ένα μουσείο, έξω από το οποίο βρίσκονται τοποθετημένες 33 σημαίες –32 της Χιλής και μία της Βολιβίας– ως φόρος τιμής στους λατόμους.

Οι 33 επιζώντες δικαιώθηκαν με γενναίες αποζημιώσεις, ύστερα από πολύχρονο δικαστικό αγώνα εναντίον της Μεταλλευτικής Εταιρείας Σαν Εστέμπαν, που οποία διαχειριζόταν τα ορυχεία, και της κυβέρνησης για αμέλεια άσκησης των καθηκόντων της όσον αφορά τον έλεγχο των συνθηκών ασφαλείας στα λατομεία.

Η δραματική ιστορία των μεταλλωρύχων της Χιλής, η οποία έγινε ταινία το 2014 («οι 33» με τον Αντόνιο Μπαντέρας), αποτελεί τη μακροβιότερη ιστορία επιβίωσης στα έγκατα της Γης. Περισσότερο όμως και από την παροιμιώδη θέληση των «θαμμένων – ζωντανών» να δουν ξανά το φως του ήλιου, αυτό που άφησε πρωτίστως ως κληρονομιά ήταν η μαζική κινητοποίηση ενός ολόκληρου έθνους, που με την ατσάλινη πίστη του κίνησε… κυριολεκτικά βουνά.