Η δεκαετία του 1950 ήταν αυτή με τη μεγαλύτερη φονική σεισμική δραστηριότητα στην Ελλάδα τον 20ο αιώνα. Με πρώτο και χειρότερο τους 476 νεκρούς του σεισμού της Κεφαλονιάς το 1953, ο Εγκέλαδος χτύπησε διαδοχικά σε Καρδίτσα το ’54 (25 νεκροί), σε Βόλο το ’55 (1 νεκρός, 41 τραυματίες), σε Αμοργό το ’56 (53 νεκροί) και σε Ρόδο το ’57 (18 νεκροί).
Πέραν του ανυπολόγιστου κόστους σε ανθρώπινες ζωές, οι υλικές ζημιές ήταν τεράστιες καθώς τα περισσοτέρα σπίτια (πολλά εκ των οποίων προπολεμικά) είχαν χτιστεί πάνω σε εντελώς ακατάλληλες συνθήκες δόμησης και σε καμία περίπτωση με τρόπο που να αντικατοπτρίζει το επιστημονικό «αξίωμα» ότι η Ελλάδα συγκεντρώνει το 50% της σεισμικής επιβάρυνσης της Ευρώπης.
Στον απόηχο των αλεπάλληλων φυσικών καταστροφών, η επιστημονική κοινότητα εκπόνησε το 1959 τον πρώτο αντισεισμικό κανονισμό, ο οποίος συνοδεύτηκε από το σχεδιασμό ενός συστήματος αποτελεσματικής αντιμετώπισης καταστροφικών φαινομένων, με την κωδική ονομασία «Ξενοκράτης».
Αυτό το σχέδιο όμως αποδείχτηκε ένα κουρελόχαρτο θεωρητικών μέτρων όταν η Ελλάδα το είχε περισσότερο ανάγκη από ποτέ. Ο πρώτος ισχυρός σεισμός σε μεγάλο αστικό κέντρο της χώρας φανέρωσε όλη τη γύμνια του κρατικού μηχανισμού, προκαλώντας ένα πρωτοφανές χάος.
Το οποίο μεταφράστηκε ακόμα και σε σκέψεις εκκένωσης ολόκληρης της Θεσσαλονίκης από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή!
Τον Μαΐο και τον Ιούνιο του 1978 οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης είχαν μάθει να ζουν με ένα… τρέμουλο. Ανάμεσα στα 5,8 Ρίχτερ της 24ης Μαΐου και τα 5,3 της 19ης Ιουνίου είχαν εκδηλωθεί και άλλοι μικρότεροι σεισμοί, με αποτέλεσμα να προκύψουν έως και ανέκδοτα, στην προσπάθεια του κόσμου να αντιμετωπίσει με χιούμορ την κατάσταση. «Πώς κάνουν φραπέ οι ξανθιές; Βάζουν καφέ, ζάχαρη και νερό στο σέικερ και περιμένουν να γίνει σεισμός», ήταν ένα από αυτά που «γεννήθηκαν» εκείνο το δίμηνο του ’78.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν καθόλου αστεία και η στάμπα της «τρελής του χωριού» για την ηλικιωμένη γυναίκα που φημολογούταν ότι έβγαινε έξω από την πόρτα της κάθε τρεις και λίγο, απαιτώντας από τον κόσμο… «φύγετε για να σωθείτε», αποδείχτηκε… ατυχής.
Το πρωινό της 20ης Ιουνίου, μερίδα του Τύπου της βορείου Ελλάδας καλούσε τους αρμόδιους να ανακοινώσουν (επιτέλους) αν οι διαδοχικές σεισμικές δονήσεις ήταν μετασεισμοί ή ο προάγγελος ενός κύριου, που δεν είχε ακόμα εκδηλώθει.
Η απάντηση θα ερχόταν με τρόπο οδυνηρό το βράδυ της ίδιας μέρας.
Το ρολόι έδειχνε τέσσερα λεπτά μετά τις 11 όταν η Θεσσαλονίκη και οι γειτονικοί νομοί συγκλονίστηκαν από το χτύπημα του Εγκέλαδου, μεγέθους 6,5 Ρίχτερ. Επίκεντρο ήταν το χωριό Στίβος (ανάμεσα στις λίμνες Κορώνεια και Βόλβη), 35 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης. Ο σεισμός διήρκεσε μόλις 10 δευτερόλεπτα, αρκετά όμως για να επιφέρει τραγικές συνέπειες, καθώς το εστιακό βάθος ήταν μόλις 10 χιλιόμετρα.
Σύμβολο της τραγωδίας μία οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου, η κατάρρευση της οποίας προκάλεσε το θάνατο 29 εκ των ενοίκων της. Άλλοι 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων να φθάσει τους 49, ενώ 220 ήταν οι τραυματίες, κάποιοι εκ’ των οποίων βαριά.
Μετά την εκδήλωση του σεισμού προκλήθηκε απόλυτος πανικός και κυκλοφοριακή παράλυση στην πόλη. Στους δρόμους επικρατούσε πανδαιμόνιο, καθώς τις κόρνες των «τρομοκρατημένων» ΙΧ σιγόνταραν τα «ουρλιαχτά» από τις σειρήνες ασθενοφόρων, πυροσβεστικής και περιπολικών.
Εν μέσω τρόμου και απόγνωσης, οι κάτοικοι εγκατέλειπαν άρον – άρον τα σπίτια τους, φοβούμενοι νέο μεγαλύτερο χτύπημα. Οι πιο «τυχεροί» έφευγαν με προορισμό συγγενικά ή φιλικά σπίτια εκτός πόλης, ενώ οι πιο… ψύχραιμοι έστηναν υπαίθριες σκηνές ή χρησιμοποιούσαν τα οχήματά τους για να διανυκτερεύσουν. Υπήρξαν βέβαια και οι θαραλλέοι που σε πείσμα της κριτικής των υπολοίπων περί «αυτοκαταστροφικών τάσεων» έμειναν μόνοι τους στα σπίτια τους, θυμίζοντας ερημίτες στις γειτονιές τους.
Σε πολλές περιοχές διακόπηκε η ηλεκτροδότηση και οι τηλεφωνικές επικοινωνίες. Εκείνη τη νύχτα στη Θεσσαλονίκη η κρατική μηχανή παρέδωσε τα όπλα και ο «Ξενοκράτης» θα προσφερόταν ως το επόμενο… ανέκδοτο της πόλης.
Οι μετασεισμοί των επόμενων ημερών ασφαλώς δεν βοήθησαν καθόλου προς την εκτόνωση της κατάστασης. Το καθεστώς τρόμου είχε παγιωθεί στις συνειδήσεις των κατοίκων, αλλά και στην πολιτική ηγεσία, που λίγο έλειψε να διατάξει την εκκένωση της πόλης 15 ημέρες μετά τον καταστροφικό σεισμό.
Όπως μνημονεύει στο βιβλίο του, «Ταξίδι στο Παρελθόν μου», ο γνωστός καθηγητής σεισμολογίας Βασίλης Παπαζάχος, ήταν αυτός που απέτρεψε το μαζικό κύμα φυγής και την ερήμωση της Θεσσαλονίκης.
«Στις 5 Ιουλίου 1978, όταν είχαν επιστρέψει αρκετοί Θεσσαλονικείς στα σπίτια τους, έγινε ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ που είχε την εστία του στο δυτικό μέρος του ρήγματος και ήταν πολύ κοντά στην πόλη. Είχε επίκεντρο μόλις 12 χιλιόμετρα από τις Σαράντα Εκκλησιές, όπου ήταν το σπίτι του Γιώργου Λεβεντάκη και όπου είχαμε εγκαταστήσει προσωρινά ένα φορητό σεισμογράφο. Ο σεισμός τράνταξε την πόλη, επειδή η εστία του ήταν κοντά σ’ αυτήν. Γι αυτό πρότειναν στον Πρωθυπουργό να εκδώσει ανακοίνωση για να συστήσει στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη.
Ο Καραμανλής, με κάλεσε τότε και μου είπε ότι αυτός θα αναλάβει τη σχετική πολιτική απόφαση, αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη μου. Του είπα ότι δεν πρέπει να εκδώσει τέτοια ανακοίνωση, γιατί η διεθνής σχετική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες απ’ ότι οι συνέπειες ενός ισχυρού σεισμού.
Του ανέφερα επίσης ότι από τις μέχρι τώρα καταγραφές (από το φορητό σεισμογράφο των Σαράντα Εκκλησιών) προκύπτει ότι η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά, δηλαδή η συχνότητα των μετασεισμών φθίνει με το χρόνο (νόμος Omori) και παραμένει σταθερό το μέσο μέγεθος (κανόνας Lomnitz) όπως αναμένεται. Συνομίλησε κατόπιν και με τους υπουργούς Δημοσίων Έργων (Ν. Ζαρντινίδη) και Βορείου Ελλάδος (Ν. Μάρτη) και αποφάσισε να μην εκδώσει την ανακοίνωση».
Ο Καραμανλής έπραξε τελικά κάτι πολύ πιο «σοφό». Προκειμένου να καθησυχάσει τον κόσμο ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη και έμεινε εκεί για 3 ημέρες, δίνοντας τέλος στο όργιο φημολογίας για έναν επικείμενο, ακόμα μεγαλύτερο, σεισμό.
Επιπλέον, με την έγκαιρη λήψη μιας σειράς κυβερνητικών μέτρων αποκαταστάθηκαν σύντομα οι τεράστιες υλικές ζημιές, που με σημερινά δεδομένα έφτασαν σε κόστος τα 1,2 δισεκατομμύρια ευρώ! Οι άστεγοι υπολογίστηκαν σε περίπου 80.000. Πάνω από 3.000 κτίρια κηρύχθηκαν ως μη κατοικήσιμα, ενώ σε περίπου 14.000 χρειάστηκε να γίνουν επεμβάσεις συντήρησης ή αναστύλωσης. Σε ότι αφορά τις οικοδομές, 9.480 υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (μεταξύ των οποίων 35 σχολεία) και άλλες 23.589 μικρότερης έκτασης βλάβες.
Όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι καταστροφικές συνέπειες είχαν θετικό αντίκτυπο στον τομέα της επιστημονικής εξέλιξης για την αντιμετώπιση της αιτίας του κακού. Στο ΑΠΘ δημιουργήθηκε το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών, καθώς και ένα δίκτυο σεισμογράφων για την ανάπτυξη της έρευνας και την πρόγνωση των σεισμών.
Πέντε χρόνια αργότερα και ενώ είχε μεσολαβήσει ο μεγάλος σεισμός της Αθήνας το ’81, ιδρύθηκε ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), ο αρμόδιος φορέας της πολιτείας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.
Φυσικά όταν στο κόστος περιλαμβάνονται ανθρώπινες ζωές δεν μπορεί να είναι δόκιμο το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», αλλά η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα ξύπνησε πολύ πιο πρόθυμη για γνώση και κατάρτιση στις 21 Ιουνίου του 1978.
* Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του αείμνηστου καθηγητή του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνο Σολδάτο.