Όλοι οι ντετέκτιβ του κόσμου, όλα τα τμήματα ανθρωποκτονιών το γνωρίζουν πολύ καλά: κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει το τέλειο έγκλημα.
Αντίθετα, κάθε δολοφονία που θα γίνει, όσο καλά σχεδιασμένη και αν είναι, έχει τουλάχιστον ένα αδύνατο σημείο και αυτό είναι που μπορεί να οδηγήσει στους δράστες. Αυτή ακριβώς η βαθιά πεποίθηση κάνει τα ανεξιχνίαστα εγκλήματα να παίρνουν μυθικές διαστάσεις.
Το να κάνεις μια δολοφονία και να την σκαπουλάρεις είναι τόσο δύσκολο που εκείνοι που πραγματικά τα καταφέρνουν έχουν δημιουργήσει ιστορίες που αποτελούν την βάση για την ξεδίπλωση μιας σειράς θεωριών και σεναρίων.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις ιδιαίτερα χαρακτηριστικές. Θα μπορούσαν εύκολα να γίνουν σενάρια για μερικές (πολύ καλές) αστυνομικές ταινίες.
Μία εξ’ αυτών, θεωρήθηκε -μάλλον δικαίως- το τέλειο έγκλημα…
Στις 4 Δεκεμβρίου του 2008 τέσσερις κακοποιοί, φορώντας κουκούλες, γάντια και κάλτσες στα πόδια, μπούκαραν στην πολυτελή βίλα της οικογένειας Γερασιμοπούλου στη Βάρκιζα. Αν και η μέθοδός τους έμοιαζε επαγγελματική και η προσοχή στην εμφάνισή τους ήταν χαρακτηριστική, οι ίδιοι φέρονται εντελώς «αντιεπαγγελματικά».
Χωρίς κανένα λόγο γρονθοκοπούν τη 45χρονη σύζυγο του γιατρού Γερασιμόπουλου, που εκείνη την ώρα λείπει από το σπίτι, χτυπούν το 9χρονο και το 11χρονο παιδί της και ζητάνε επίμονα χρήματα και κοσμήματα, αν και γνωρίζουν εξ’ αρχής πού βρίσκονται.
Μετά τους δένουν, τους φιμώνουν και τους κλειδώνουν σε ένα μικρό δωμάτιο. Πάνε στην κουζίνα όπου και πίνουν ένα μπουκάλι ουίσκι και τρώνε γλυκά.
Μια ώρα αργότερα ο γιατρός επιστρέφει στο σπίτι του και οι δυο κακοποιοί –τσιλιαδόροι ειδοποιούν τους άλλους δύο που πέφτουν πάνω του και τον χτυπούν με μανία.
Οι δράστες αρπάζουν χρήματα, χρυσαφικά και το γιατρό και φεύγουν από το σπίτι με τα δύο αυτοκίνητα της οικογένειας.
Και τα δύο βρέθηκαν καμένα στην Εκάλη και τη Βουλιαγμένη.
Δεν βρίσκεται καν το πτώμα του. Η αστυνομία ξεκινάει έρευνες προσπαθώντας να ενώσουν τα 3 στοιχεία της δολοφονίας και να βρουν το λάθος των δολοφόνων ώστε να φτάσουν στα ίχνη τους:
Στοιχείο πρώτο: Οι δράστες πήραν πολύτιμα αντικείμενα από το σπίτι. Αν είχαν σκοπό να ζητήσουν λύτρα, δεν υπήρχε λόγος να πάρουν κοσμήματα και τηλεοράσεις.
Στοιχείο δεύτερο: Τα δύο πολυτελή αυτοκίνητα του γιατρού, βρέθηκαν καμένα. Αν ήταν κλεφτρόνια, όπως λένε οι αστυνομικοί, δεν είχαν λόγο να κάψουν τα αυτοκίνητα που η αξία τους υπολογίζεται στα 70-80 χιλιάδες ευρώ και τα δύο.
Στοιχείο τρίτο: Οι απαγωγείς, αν πρόκειται για τέτοιους, δεν έχουν επικοινωνήσει ακόμη για να ζητήσουν λύτρα.
Οι έρευνες συνεχίζονται, αλλά οι αστυνομικοί φτάνουν σε αδιέξοδο. Αν και δεν μπορούν να ξέρουν τι κρύβεται πίσω από αυτή την επίθεση μπορούν να υποθέσουν πως ο γιατρός είναι μάλλον νεκρός.
Το μυστικό χάθηκε στα πηγάδια
Οι αστυνομικοί ψάχνουν ένα προς ένα τα πηγάδια της περιοχής για να βρουν το σώμα του γιατρού και πέφτουν πάνω σε μια άλλη υπόθεση: τέσσερα άλλα, άγνωστα πτώματα βρίσκονται στα πηγάδια!
Συνδέονται οι δυο υποθέσεις; Ποια ακριβώς ήταν τα κίνητρα των κακοποιών; Oι αστυνομικοί κατάφεραν μετά από χρόνια, όσο ο φάκελος της υπόθεσης ήταν ακόμα ανοιχτός να συλλάβουν πέντε συμμορίες αλλοδαπών που δρούσαν στην περιοχή όμως και πάλι αποδείχτηκε ότι η εξαφάνιση του καρδιολόγου καμία σχέση δεν είχε με τις εν λόγω συμμορίες.
Οι επιστολές-μυστήριο
Λίγο καιρό μετά την εξαφάνιση του γιατρού, τέσσερις «ορφανές» επιστολές εστάλησαν.
Πρόκειται για ασύντακτες και ανορθόγραφες, ιδιόχειρες επιστολές με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, ενώ αποστολέας αυτών ήταν άγνωστος.
Την πρώτη την έλαβε η σύζυγος του ιατρού, τη δεύτερη ο δημοσιογράφος κ.Γιάννης Ντάσκας, και την τρίτη ο ιδιωτικός ερευνητής κ.Ανδρέας Ανδρικόπουλος, μετά από δύο τηλεφωνήματα που δέχτηκε στο κινητό του από άγνωστο. Η τρίτη επιστολή βρέθηκε στο 39ο χλμ. της Εθνικής οδού Αθηνών – Κορίνθου στα Μέγαρα, κάτω από ένα τούβλο, ενώ την τέταρτη επιστολή βρήκε ο κ.Ανδρικόπουλος, μαζί με τη σύζυγό του ιατρού στη λεωφόρο Πάρνηθος, επίσης κάτω από ένα τούβλο.
Μέσω των επιστολών, ζητούσαν από τη σύζυγο 1.000.000 ευρώ προκειμένου της δώσουν στοιχεία για το σύζυγό της, ωστόσο όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ήταν ανάξιες λόγου.
11 χρόνια μετά ο φάκελος της δολοφονίας του γιατρού κλείνει έχοντας πάνω του μια στάμπα που γράφει: Ανεξιχνίαστο έγκλημα. Οι δολοφόνοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας και κανείς ποτέ δεν θα μάθει ποιοι είναι.