Ούτε έναν ούτε δύο… Εννέα μεγάλους σεισμούς έχει αντέξει εδώ και 2.500 η Ακρόπολη των Αθηνών, με τον Παρθενώνα να στέκει όρθιος και αγέρωχος πάνω στον ιερό βράχο, σε πείσμα του Εγκέλαδου.
Η συμπεριφορά του μνημείου, σε ό,τι αφορά την αντοχή του στους σεισμούς, είναι ένα θέμα που απασχολεί εδώ και δεκαετίες τους επιστήμονες που καλούνται να απαντήσουν σε ένα ερώτημα το οποίο δεδομένης της σεισμικότητας του ελλαδικού χώρου, μόνο ρητορικό δεν είναι.
Ωστόσο, όπως και σχεδόν οτιδήποτε άλλο σχετίζεται με αυτή την σχετικά νέα επιστήμη της σεισμολογίας, τίποτε δεν είναι απλό και δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο.
Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν πως σημαντικό ρόλο στην εξαιρετική στατικότητα του μνημείου έχει παίξει ο τρόπος κατασκευής του. Συγκεκριμένα, η κατασκευή σπονδυλωτών κιόνων μοιάζει να είναι το «μυστικό» που κρατά την Ακρόπολη στη θέση της. Οι κίονες έχουν τοποθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται –μέχρι ενός βαθμού- η μετακίνησή τους με την ελάχιστη δυνατή τριβή και συνεπώς καταπόνηση.
Αυτή την τεχνοτροπία την συναντά κανείς πάντως σε πολλούς αρχαιοελληνικούς ναούς που χτίστηκαν περίπου την ίδια περίοδο. Κάποιοι από αυτούς άντεξαν επίσης στο πέρασμα του χρόνου και τις δοκιμασίες από τον Εγκέλαδο.
Άλλοι, όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην γειτονική Ιταλία, δεν τα κατάφεραν. Για παράδειγμα, ο ναός της Ολυμπίας στην Ηλεία κατέρρευσε από ένα ισχυρό σεισμικό γεγονός πριν από 25 αιώνες, ενώ σε αντίστοιχα αίτια οφείλεται και η κατάρρευση του ναού του Απόλλωνα στην Φθιώτιδα.
Η Ακρόπολη, πέρα από την μέθοδο κατασκευής και τοποθέτησης των κιόνων, δεν είχε την δική τους τύχη, λόγω της σύνθεσης του εδάφους του βράχου, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κάποιο κοντινό ρήγμα που να θεωρείται ικανό να δώσει ένα γεγονός που θα μπορούσε να την απειλήσει.
Ωστόσο υπάρχει και η άποψη που έχει διατυπωθεί και θέλει τον Παρθενώνα (και όχι μόνο) να κινδυνεύει από ένα σεισμό ο οποίος δεν θα έχει επίκεντρο την Αττική.
Σύμφωνα με αυτή τη θέση, πρόβλημα μπορεί να προκύψει από μια δόνηση η οποία θα προέρχεται από ένα σημείο στα 100 με 200 χιλιόμετρα μακριά και θα είναι αρκετά ισχυρό. Ο καθηγητής Κυριαζής Πιτιλάκης που διδάσκει Τεχνική Σεισμολογία και Σεισμική Μηχανική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, θεωρεί ότι ο βράχος είναι ευάλωτος σε γεγονότα που εκτός από ισχυρή ένταση, θα πρέπει να έχουν και μεγάλη χρονική διάρκεια.
Οι περισσότεροι από τους καταγεγραμμένους σεισμούς, σε αυτή την κρίσιμη απόσταση των 100 χιλιομέτρων περίπου, δεν έχουν την διάρκεια και την έκλυση ενέργειας που απαιτείται για να ρίξει τον Παρθενώνα ή κάποιο άλλο κτίσμα στην ευρύτερη περιοχή, όπως για παράδειγμα τα Προπύλαια.
Σε αυτό που συμφωνεί η πλειοψηφία της επιστημονικής κοινότητας είναι ότι οι σεισμοί που συναντά κανείς στην Ελλάδα, βάσει μεγέθους, διάρκειας, απόστασης και εστιακού βάθους δεν είναι ικανοί να απειλήσουν το μνημείο. Φυσικά, αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να συμβεί έναν γεγονός πέρα από τα συνηθισμένα, αλλά κάτι τέτοιο ισχύει για κάθε περιοχή της Ελλάδας και ο φόβος ή ο κίνδυνος δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια περιοχή της Αθήνας.
Για την ώρα πάντως εμφανίζονται σχετικά καθησυχαστικοί, όσο καθησυχαστικοί τουλάχιστον τους επιτρέπει να είναι η ίδια η φύση του φαινομένου, που παραμένει απρόβλεπτο και κρύβει (παρά την πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών) πολλά κρυμμένα μυστικά σχετικά με τον τρόπο εκδήλωσής του.
Το βέβαιο είναι ότι για να υποστεί ζημιές ο Παρθενώνας απαιτείται ένα σεισμικό γεγονός μεγάλου μεγέθους. Πόσο ακριβώς;
Σε άρθρο του 1996, στον τόμο «Archaeoseismology» (επιμέλεια Στ. Στείρου και Ρ. Τζόουνς) με τίτλο «Σεισμικές φθορές στα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών», ο Μανόλης Κορρές σημείωνε ότι αν και «τα τελευταία 100 χρόνια διάφοροι σεισμοί έπληξαν την Αθήνα, μόνο εκείνος του 1981, μεγέθους 6,7 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, με επίκεντρο περίπου 70 χλμ. από την Αθήνα, προξένησε μια μετατόπιση μικρότερη του ενός εκατοστού στους γωνιαίους κίονες της ανατολικής πλευράς του μνημείου», ενώ ενδεικτικά ο ισχυρότερος μετασεισμός, της τάξης των 6,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, δεν επέφερε καμία απολύτως μετατόπιση.
Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι η Ακρόπολη κατά βάση κινδυνεύει πολύ περισσότερο από την ανθρώπινη δραστηριότητα, παρά από αυτή της φύσης. Ήταν η φωτιά που ξέσπασε το 267 μ.Χ μετά το πέρασμα μιας βαρβαρικής φυλής, ο βομβαρδισμός του Μοροζίνι κατά τον ενετοτουρκικό πόλεμο, το 1687 και κυρίως όσα ακολούθησαν στην προσπάθεια αναστήλωσής της.
Η τοποθέτηση, δηλαδή, υλικών όπως ο σίδηρος που ήταν απολύτως ασύμβατα με το μάρμαρο, ευμετάβλητα στις αλλαγές θερμοκρασίες,που προκάλεσαν ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές από αυτές που υποτίθεται θα επιδιόρθωναν.
Τις τελευταίες δεκαετίες οι ειδικοί διαθέτουν πολύ καλύτερη γνώση των μυστικών του μνημείου. Το ίδιο πράγμα ισχύει σχετικά με τον βαθμό κατανόησης των σεισμών. Έτσι, μέχρι ενός βαθμού, είναι δυνατή η συντήρηση και παράλληλα η πρόληψη ώστε η σύγχρονη θωράκιση του Παρθενώνα να ενισχύσει την αξεπέραστη ιδιοφυία των κατασκευαστών του πριν από 2.500 χρόνια, που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι το σήμα κατατεθέν του δυτικού πολιτισμού είναι ακόμη εκεί σε πείσμα πολλών, συμπεριλαμβανομένου και του Εγκέλαδου.