Το τέλος του «άτρωτου» : Το πιο διαβόητο συμβόλαιο της αθηναϊκής νύχτας πληρώθηκε με μολύβι

Είχε τόση δύναμη που νόμιζε ότι ο ίδιος θα έμενε εσαεί στο απυρόβλητο

Οι δεκαετίες του ’80 και του ’90 ήταν η περίοδος του νεοπλουτισμού, της «παρασιτικής» ευδαιμονίας και του άκρατου καταναλωτισμού. Ήταν η περίοδος της αρπαχτής, των μιζών και των διορισμών, των golden boys, της ταξικής επιδειξιομανίας και της ανάδειξης των μπουζουκιών σε χώρους εκδήλωσής της.

Η πίτα έμοιαζε ατελείωτη και μπορούσε να θρέψει μιλούνια. Εκτός από τα άνομα στοιχεία που την περιτριγύριζαν διεκδικώντας μερίδιο, αναδείχτηκαν και τα παράνομα με μια μορφή που έως τότε οι αρχές της χώρας δεν είχαν κληθεί να αντιμετωπίσουν.

Ήταν η περίοδος που προέκυψε ο όρος «ελληνική μαφία» και η περίφημη προστασία πέρασε σε χέρια καθαρών συμμοριών, με δομή, ιεραρχία και επέκταση δράσεων σε ένα ευρύ φάσμα παρανομίας, που περιελάμβανε ξέπλυμα χρήματος και εμπορία όπλων και ναρκωτικών.

Στην προσπάθεια για έλεγχο της νυχτερινής ζωής, η Αθήνα γέμισε με αντιμαχόμενες ομάδες του υποκόσμου. Τα κέρδη από τις νυχτερινές επιχειρήσεις ήταν πολύ μεγάλα και οι συμμορίες αύξαναν χρόνο με το χρόνο την επιρροή τους, διευρύνοντας τον κύκλο των δραστηριοτήτων τους.

Η αναπόφευκτη κατάληξη ήταν οι μεταξύ τους συγκρούσεις με έπαθλο το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ξεκίνησε ένας τετραετής «πόλεμος» των ελληνικών συμμοριών (οι αλλοδαποί ήταν τότε μόνο βοηθητικό προσωπικό), που σημαδεύτηκε από ξεκαθαρίσματα λογαριασμών και εκτελέσεις συμβολαίων θανάτου.

Γνωστά αφεντικά στα κιτάπια της ασφάλειας, μπράβοι και πρωτοπαλίκαρα έπεσαν νεκροί εκείνη την περίοδο, είτε ως στόχοι άγριων δολοφονιών, είτε ως ανυποψίαστα θύματα βομβιστικών επιθέσεων.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 οι αρχινονοί των συμμοριών αποφάσισαν να τα βρουν μεταξύ τους. Μοίρασαν την Αττική σε ζώνες επιρροής, η κάθε συμμορία ήλεγχε τα δικά της μαγαζιά και επικράτησε ανακωχή.

Η εκεχειρία ωστόσο δεν κράτησε για πολύ. Από τον Δεκέμβριο του 1997 ξέσπασε μία νέα βεντέτα μεταξύ των μαφιόζικων οργανώσεων των νοτίων προαστίων. Σε αυτό το νέο κύκλο βίας η δολοφονία που εξέπληξε ακόμα και τους αστυνομικούς, μένοντας στην ιστορία για την «κινηματογραφική» διάσταση και την αγριότητά της ήταν αυτή του 37χρονου Θέμη Καλαποθαράκου.

Στα χαρτιά της ασφάλειας, ο Καλαποθαράκος είχε καταχωρηθεί χρόνια πριν ως «γνωστός νονός της νύχτας», ωστόσο οι διωκτικές αρχές δεν κατάφεραν ποτέ να του αποδώσουν κάποια βαριά κατηγορία. Πολλοί ήξεραν, κανείς όμως δεν «κάρφωνε».

Η διαδρομή του στον υπόκοσμο παρέμενε στο σκοτάδι, μολονότι το όνομα του ενεπλάκη και στην υπόθεση του «συνδικάτου του εγκλήματος». Φερόταν να είναι ένας από τους τρεις εντολείς παραγγελιών θανάτου στους εκτελεστές του συνδικάτου και να ενεπλάκη ως ηθικός αυτουργός σε τρεις δολοφονίες. Τα αποδεικτικά στοιχεία σε βάρος του όμως δεν ήταν ποτέ αρκετά και το ποινικό μητρώο του περιείχε μόνο κάποια μικροαδικήματα.

Βάσει των πληροφοριών που είχε συλλέξει η αστυνομία, ο Καλαποθαράκος είχε ξεκινήσει τη δράση του στις αρχές της δεκαετίας του ’80 με μύστη τον νονό της νύχτας Θεόδωρο Καλλιμώρο, ο οποίος εκτελέστηκε εν ψυχρώ τον Αύγουστο του 1991.

Ο «μαθητής» του δεν θα είχε διαφορετική τύχη. Η τακτική του να αλλάζει συνέχεια αυτοκίνητα για να παραπλανά όσους είχαν συμφέρον (και δεν ήταν λίγοι) για να τον βγάλουν από τη μέση δεν απέδωσε τη βραδιά της 25ης Ιουλίου του 2000.

Οι εκτελεστές είχαν εντοπίσει την πολυτελή βίλα που είχε στον Σχοινιά και χρησιμοποιούσε ως κρυσφήγετό του. Ήταν η περιοχή στην οποία είχε μεταφέρει και μέρος του οπλοστασίου του. Σε ένα τροχόπιστο βρέθηκαν αργότερα και κατασχέθηκαν ένα υποπολυβόλο ΜΡ-5, ένα αυτόματο Ούζι, δύο χειροβομβίδες και δεκάδες ηλεκτρονικοί και κοινοί πυροκροτητές.

Το μοιραίο για εκείνον βράδυ ο Καλαποθαράκος πήρε το τζιπ της μητέρας του για να κατευθυνθεί από το εξοχικό του προς την Αθήνα. Δύο άνδρες, επιβαίνοντες σε μηχανή, του είχαν στήσει ενέδρα, σε απόσταση 300 μέτρων, στη Λεωφόρο Ποσειδώνος.

Στη θέα του τζιπ οι δράστες άρχισαν να πυροβολούν με αυτόματο και πιστόλι. Ο Καλαποθαράκος, που πάντα οπλοφορούσε, τράβηξε το εννιάρι Smith & Wesson, «απαντώντας» στα πυρά. Η μάχη ήταν όμως άνιση. Το αυτόματο είχε γαζώσει το τζιπ, που ύστερα από περίπου 60 μέτρα ακινητοποιήθηκε με σκασμένα τα τρία λάστιχα. Όταν ο Καλαποθαράκος άνοιξε την πόρτα, με το πιστόλι στο χέρι, ήταν ήδη βαριά πληγωμένος.

Είχε προλάβει να ρίξει 18 σφαίρες, αλλά όταν τον πλησίασαν οι εκτελεστές του για τη χαριστική βολή, δεν ήταν σε θέση να προβάλλει αντίσταση. Για το πιο διαβόητο συμβόλαιο θανάτου της αθηναϊκής νύχτας χρειάστηκαν 60 σφαίρες. Ως μία ακόμα απόδειξη ότι το μολύβι δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε «ιπποκόμους» και αφεντικά του υποκόσμου.