Αναρχική, οργισμένη, μποέμ: Η «μπέμπα» του ελληνικού σινεμά που κατηγορήθηκε για συμμετοχή στη 17Ν

Ένας μεγάλος αστικός θρύλος θέλει την καταραμένη ποιήτρια των Εξαρχείων να έχει εμπλακεί στη δραστηριότητα της ένοπλης οργάνωσης που καθόρισε την Μεταπολίτευση.

Υπήρξε μια εποχή -περίπου στα 60s και στις αρχές των 70s- που η πιο λαμπρή πτυχή της ελληνικής showbiz μπορούσε να συνοψιστεί μέσα σε δυο λέξεις: Φίνος Φιλμ. Ειδικά αν ήσουν ηθοποιός και κατάφερνες να βρεις την άκρη να χωθείς μέσα στις ταινίες της εν λόγω εταιρίας παραγωγής, τότε ήταν σαν να σου ανοίγει η πόρτα στην χλιδή και τα λεφτά.

Υπό αυτή την έννοια, μπόλικοι θα ήθελαν πολύ να έχουν την τύχη της Κατερίνας Γώγου. Το παρατσούκλι της: «μπέμπα». Προσωπική ανακάλυψη και αδυναμία του ίδιου του Φίνου, η Κατερίνα Γώγου θεωρήθηκε πολύ μεγάλο ερμηνευτικό ταλέντο και ήδη από τα 20 της είχε αρχίσει να εμφανίζεται σε μεγάλες παραγωγές της εποχής.

«Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο», «Δεσποινίς Διευθυντής», «Γάμος αλά ελληνικά», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Μια τρελή-τρελή οικογένεια»: παίζοντας πάντα δεύτερους ρόλους αλλά όντας εξόφθαλμο πως κάποια στιγμή θα κάνει το μεγάλο μπαμ, η Γώγου μέχρι τα 25 της ήταν ξεκάθαρο πως αν ήθελε θα μπορούσε να κάνει πολύ μεγάλη καριέρα στο ελληνικό σινεμά.

Όμως η Κατερίνα Γώγου ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος. Δεν της έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση όλα αυτά, δεν την ενδιέφερε να είναι διάσημη και πλούσια. Οι ευαισθησίες της για τον κόσμο στον οποίο ζούσε ήταν τόσο έντονες που αναπόφευκτα την απομάκρυναν από τα λαμπερά φώτα της δημοσιότητας. Όταν πέθανε, το 1993, μόλις στα 53 της από αυτοκτονία, το προφίλ που άφησε πίσω της ήταν εντελώς διαφορετικό από αυτό με το οποίο αρχικά ξεκίνησε.

Διανύοντας μια πολιτικοποιημένη πορεία που ξεκίνησε από την αντίσταση στη Χούντα και φτάνοντας μέχρι και το να μιλά αμιγώς πολιτικά μέσα από τα αντισυμβατικά ποιήματά της που καθόρισαν την υποκουλτούρα των 80s, η Γώγου κατοχυρώθηκε με τα χρόνια ως μια από τις πιο εμβληματικές και χαρακτηριστικές φιγούρες του ελληνικού underground: μαζί με τον Παύλο Σιδηρόπουλο και τον Νικόλα Άσιμο συγκροτεί μάλλον την «Αγία Τριάδα» αυτής της κατηγορίας.

Αναρχική, οργισμένη, μποέμ, με μια βαθιά «αθηναϊκή» μελαγχολία να καθορίζει τις ποιητικές της συλλογές, αντί για «μπέμπα» -όπως την αποκαλούσε ο καλλιτεχνικός της περίγυρος στα πρώιμα, «φωτεινά» χρόνια της-κατέληξε να χαρακτηρίζεται ως «Μαγιακόφσκι των Εξαρχείων». Μάλιστα, κάποια στιγμή η Γώγου συνδέθηκε από την αστυνομία ακόμα και με την 17 Νοέμβρη, χωρίς ποτέ ωστόσο να αποδειχθεί πως όντως υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στην ίδια και την εν λόγω οργάνωση.

Η ιστορία αυτή, που σε γενικές γραμμές έχει ξεχαστεί, αφορά μια μίνι περιπέτειά της με την Δικαιοσύνη στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, την περίοδο δηλαδή που η 17 Νοέμβρη έκανε τα πρώτα και πιο χαρακτηριστικά της χτυπήματα. Η Γώγου μόλις είχε αρχίσει να κατοχυρώνεται ως μια καλλιτέχνις που έκανε στρατευμένη πολιτικά τέχνη. Το «Βαρύ Πεπόνι» του 1977 και η «Παραγγελιά» του 1980 (μια ταινία για την ιστορία του Νίκου Κοεμτζή), οι δυο τελευταίες ταινίες της ήταν κάτι παραπάνω από δυο απλές κινηματογραφικές συμμετοχές: υπήρξαν ξεκάθαρη πολιτική θέση. Τότε ήταν, το 1980, που η Γώγου κατηγορήθηκε ως μέλος της 17 Νοέμβρη.

Ένα βράδυ του 1980, η 17 Νοέμβρη πραγματοποίησε το τρίτο της ένοπλο χτύπημα. Επρόκειτο για την εκτέλεση του υποδιοικητή των ΜΑΤ, Παντελή Πέτρου και του οδηγού του, Σωτήρη Σταμούλη. Και οι δυο εκτελέστηκαν μέσα στο αμάξι όπου και «γαζώθηκαν» στις σφαίρες από τα μέλη της 17 Νοέμβρη.

Όταν η αστυνομία έφτασε στον τόπο του εγκλήματος, εκτός από τα δυο πτώματα, αντίκρισαν και τις προκηρύξεις της 17 Νοέμβρη μέσω των οποίων η τελευταία αναλάμβανε την ευθύνη για το χτύπημα.

Παρόντες ήταν και ορισμένοι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων. Στις καταθέσεις τους στην αστυνομία, κάποιοι εξ΄αυτών δήλωσαν πως είδαν μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από το σημείο μετά τους πυροβολισμούς. Η περιγραφή προσομοίαζε εντυπωσιακά στην Κατερίνα Γώγου. Ορισμένοι μάλιστα την κατονόμασαν: μίλησαν συγκεκριμένα για την Γώγου! Ήταν άλλωστε γνωστή από τις κινηματογραφικές της εμφανίσεις.

Μέσα στις επόμενες ώρες, η αστυνομία είχε μπουκάρει στο σπίτι και δίχως τη συγκατάθεσή της την είχε μεταφέρει στα κεντρικά της για ανάκριση – αυτές οι μέθοδοι υπήρχαν ακόμα, το χουντικό καθεστώς, και ειδικά μέσα σε μηχανισμούς όπως η αστυνομία, είχε αφήσει ισχυρή την παρακαταθήκη του.

Η Γώγου ανακρίθηκε για ώρες από την αστυνομία αλλά όσο επίπονη -για την ίδια- και αν ήταν η ανάκριση, δεν κατέστη δυνατό να στοιχειοθετηθεί κάποια κατηγορία. Τις πρώτες πρωινές ώρες αφέθηκε ελεύθερη και οι μαρτυρίες περί παρουσίας της στον τόπο της δολοφονίας μπήκαν στο συρτάρι.

Για πολλούς, η Γώγου έπεσε θύμα μιας μεγάλης ομοιότητας. Για άλλους ήταν μια κατασκευασμένη κατάσταση και οι μαρτυρίες ήταν «στημένες» για να μπορέσει η αστυνομία να χτίσει μια συνθήκη εκδίκησης απέναντι στην Γώγου με την οποία είχε ανοιχτούς λογαριασμούς από τα χρόνια της Χούντας.

Και φυσικά, υπάρχει και η τρίτη εκδοχή: η Γώγου ήταν όντως μέλος της 17 Νοέμβρη, γλύτωσε παρά τρίχα εκείνο το βράδυ και στη συνέχεια αποσύρθηκε για λόγους ασφάλειας, δεν αναμείχθηκε ποτέ ξανά με τέτοιες ενέργειες αφού ήταν πλέον στο στόχαστρο των Αρχών και το επόμενο λάθος θα ήταν καθοριστικό.

Κάθε πιθανή εκδοχή βέβαια είναι τμήμα μιας μεγάλης σεναριολογίας. Η αλήθεια δεν θα μαθευτεί μάλλον ποτέ. Και απλά ένας ακόμα αστικός μύθος θα μείνει να συνοδεύει την ταραχώδη και σύντομη ζωή της «μπέμπας» που έζησε μια μποέμικη ζωή στις αναρχικές καταλήψεις…