«Υπήρξε τεράστιος...»: Όταν ο Μητσοτάκης κατάργησε τη «λογική» και υποκλίθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου (Vid)

Υπήρξαν «αιώνιοι» πολιτικοί αντίπαλοι αλλά ο εκατέρωθεν σεβασμός ήταν κάτι που απέρρεε από κάθε κόντρα τους.

Τον Σεπτέμβριο του 1984, η Νέα Δημοκρατία είχε να πάρει μια πολύ σημαντική απόφαση ενόψει των εκλογών του 1985 που απείχαν λιγότερο από ένα χρόνο. Έπρεπε να εκλέξει για αρχηγό της ένα πολιτικό πρόσωπο που να μπορεί να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον απόλυτο ηγεμόνα της τότε πολιτικής σκηνής, τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Παπανδρέου ήταν ένα αληθινό φαινόμενο για το κεντρικό πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας. Δεν ήταν απλά ένας ακόμα πρωθυπουργός αλλά κάτι πολύ παραπάνω: στο πρόσωπό του συγκεντρωνόταν όλο εκείνο το φαινόμενο των 80s που μέχρι και σήμερα πολλά δεξιά πολιτικά στελέχη ονομάζουν «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» (ακόμα και αν σύσσωμες οι αριστερές δυνάμεις αμφισβητούν το κατά πόσο το ΠΑΣΟΚ υπήρξε όντως ποτέ αριστερό).

Η Νέα Δημοκρατία χρειαζόταν στο τιμόνι της κάποιον που να μπορούσε να σηκώσει σε ιδεολογικό επίπεδο την κόντρα με τον Παπανδρέου. Κυρίως, να ζωντανέψει την φιλελεύθερη τάση της κοινωνίας που εκείνη τη στιγμή έμοιαζε να έχει καλυφθεί πλήρως από τους υπερασπιστές του σοσιαλισμού. Η εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ήταν μια μάλλον σοφή κίνηση.

Όσοι έζησαν εκείνη την κολασμένη προεκλογική περίοδο του 1985 έχουν να λένε για το πόσο κολασμένη υπήρξε σε επίπεδο πολιτικής αντιπαράθεσης. Ήταν η πρώτη φορά άλλωστε που οι δυο ηγέτες που έμελλε να αφήσουν για πάντα το πολιτικό τους στίγμα στα δυο κόμματα του παραδοσιακού δικομματισμού, αναμετρήθηκαν μεταξύ τους: η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη των πραγμάτων του Παπανδρέου -που είχε γοητεύσει τις κρίσιμες μάζες των 80s- κόντρα στην νεοφιλελεύθερη δυτική τάση της εποχής της Θάτσερ, του Ρίγκαν και του επίδοξου εκφραστή των πολιτικών τους και εν ελλάδι, του Μητσοτάκη.

Η κόντρα των δυο ιστορικών πολιτικών είχε πολύ μακρά ιστορία, κρατούσε από την δεκαετία του ’60 όταν οι δυο τους ήταν συνοδοιπόροι στην Ένωση Κέντρου. Τότε που ο Μητσοτάκης αντιλαμβανόταν το εν λόγω κόμμα ως μετριοπαθές μεν αλλά ξεκάθαρα δεξιό και αυτονόητα αντικομμουνιστικό ενώ ο Παπανδρέου, διαβλέποντας την καταπιεσμένη αριστερή συνείδηση που βρισκόταν σε φάση καταδίωξης μετά την εμφυλιοπολεμική ήττα, ήταν εκείνος που μιλούσε για αριστερό άνοιγμα του Κέντρου. Το 1985, η παραδοσιακή αυτή σύγκρουση πήρε πιο ξεκάθαρα, πιο αδιάλλακτα χαρακτηριστικά, εκφράστηκε μέσα από το ΠΑΣΟΚ και την Νέα Δημοκρατία.

Το Μητσοτάκης-Παπανδρέου κράτησε ως κεντρικό δίπολο μέχρι και το 1993 οπότε και ο πρώτος αποσύρθηκε από την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και υπήρξε το απαύγασμα της σύγκρουσης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αλλά παρ’ όλα αυτά, ανάμεσά τους επικρατούσε ένα πολιτικός πολιτισμός που σήμερα μοιάζει με μακρινή πολυτέλεια. Και αυτό παρά το γεγονός, ότι η αντιπαράθεσή τους δεν υπήρξε λιγότερο πολωμένη σε σχέση με τις σημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Το αντίθετο: Παπανδρέου και Μητσοτάκης υπήρξαν δυο πολιτικοί με εκ διαμέτρου αντίθετες αντιλήψεις αλλά και με ένα συμβολικό βάρος στα πολιτικά τους προφίλ που δεν επέτρεπε την παραμικρή σύγκληση. Ακόμα και σε ζητήματα που θα περίμενε κανείς πολιτική συμφωνία -όπως για παράδειγμα το μακεδονικό- η κόντρα ήταν αμείλικτη. Ίσως ωστόσο εξαιτίας αυτής της θαυμαστής ισοτιμίας σε επίπεδο πολιτικής σκέψης που τους διακατείχε, να ήταν αδύνατο να κρυφτεί ο εκατέρωθεν σεβασμός.

Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις που έκανε ο Μητσοτάκης όταν ο Παπανδρέου πέθανε. Τότε, ο Μητσοτάκης όχι απλά τόνισε πως ο Παπανδρέου θα λείψει από την πολιτική σκηνή του τόπου αλλά εκθείασε και τον τρόπο που ήξερε να διαχειρίζεται ένα μαζικό κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ.

Όπως φαίνεται και στο σχετικό βίντεο-ντοκουμέντο από τη συγκεκριμένη εποχή, ο Μητσοτάκης αναγνωρίζει πως η αλλαγή χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ που συντελέστηκε κατά την εποχή Σημίτη ήταν αναπόφευκτη και -κατά τον ίδιο- σωστή αλλά ταυτόχρονα, εκτιμάει πως μόνο η οξυδέρκεια του Παπανδρέου μπορούσε να την κάνει και ομαλή.

Και αν τα λόγια αυτά του Μητσοτάκη εκτός από απεριόριστο σεβασμό στον Παπανδρέου απορρέουν και έναν ελιτισμό (είναι ξεκάθαρη η υποτίμηση του Μητσοτάκη στην -τότε- νέα γενιά πολιτικών παρά το γεγονός ότι εκφράζεται με μια διακριτικότητα), δεν αναιρείται η χαωτική απόσταση πολιτικού πολιτισμού που διαχωρίζει το τότε με το σήμερα: αν μη τι άλλο, ανάμεσα στις σημερινές, γηπεδικού τύπου αντιπαραθέσεις και τον λαϊκισμό να έχει εδραιωθεί ως μεθοδολογία διαφωνίας, υπάρχει η μέρα με τη νύχτα…