Τα λόγια της στην Ντρου Μπάριμορ μοιάζουν, πια, με μια επώδυνη υπενθύμιση της ίδιας της θεσπέσιας ύπαρξής της: «Θέλω να πεθάνω χωρίς πόνο. Σε πολύ μεγάλη ηλικία. Με την εξέλιξη της τεχνολογίας οι άνθρωποι ζουν ολοένα και περισσότερο. Είναι τρομακτικό λιγάκι, μα την ίδια στιγμή είναι εντυπωσιακό. Θέλω να είμαι ευτυχισμένη και υγιής και να ζήσω όσο το δυνατόν περισσότερο…»
Αντ’ αυτού, αντί των γλυκών γηρατειών μετά από μια άκρως πετυχημένη καριέρα στη Μεγάλη Οθόνη, ένας αποκρουστικός γδούπος- λιπόθυμο κορμί που συναντά άψυχο την παγωμένη και σκληρή αγκάλη της μπανιέρας του σπιτιού της. Μπαμ.
Η μητέρα της κοπέλας ακούει το θόρυβο και τρέχει πανικόβλητη στο μπάνιο. Ρίχνει νερό στο πρόσωπο της κόρης της, όμως εκείνη δεν αντιδρά. Τηλεφωνεί για να ζητήσει ασθενοφόρο κι αυτό έρχεται αρκετά γρήγορα.
Η Μπρίτανι Μέρφι είναι νεκρή.
Ήταν μόλις 32 ετών.
Από την Ατλάντα στο Λος Άντζελες: Κυνηγώντας το όνειρο
Γεννημένη το 1977 στην Ατλάντα, η Μπρίτανι Μέρφι γνώριζε από πάρα πολύ μικρή ηλικία- μόλις στα 9 της, σύμφωνα με τη μητέρα της- πως ήθελε να γίνει ηθοποιός και τραγουδίστρια.
Έτσι, όταν έφτασε στην εφηβεία, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Λος Άντζελες, προκειμένου να γεμίσει με ισχυρές δόσεις πραγματικότητας το όνειρό της.
Ο καλλιτεχνικός κόσμος την περίμενε με ανοιχτές αγκάλες, όμως η ίδια θα φαινόταν ασυνεπής στο ραντεβού.
Βλέπετε, μετά την «Αμαρτωλή Πόλη» της έμεναν σκάρτα 4 χρόνια ζωής.
Ένας τσακισμένος άγγελος
Μετά το 2006 και την συμμετοχή της στο animation Happy Feet αρχίζει η κατρακύλα για την ίδια. Οι φήμες πως κάνει χρήση vαρκωτικών ουσιών οργιάζουν, τα μεγάλα στούντιο της κλείνουν τις πόρτες, επικρατεί η «πεποίθηση» πως δεν μπορεί καλά-καλά να σταθεί στα γυρίσματα και ότι ξεχνάει τις ατάκες της.
Σα να μην έφταναν στην Μέρφι ολ’ αυτά, η εικόνα του εξαιρετικά αδυνατισμένου εαυτού της ενισχύει τη θεωρία που τη θέλει να πάσχει από νευρική ανορεξία, την στιγμή που η κατάθλιψη μοιάζει να σφίγγει ολοένα και περισσότερο τον κλοιό γύρω της.
Η ηθοποιός, πάντως, αρνείται κατηγορηματικά τα πάντα: «Δεν είχα ποτέ κάποια διατροφική διαταραχή. Δεν παίρνω vαρκωτικά ούτε πίνω αλκοόλ. Πίνω ένα ποτήρι σαμπάνια μια φορά στο τόσο. Είμαι ο άνθρωπος που χορεύει συνέχεια στα πάρτι και όλοι νομίζουν ότι είναι μεθυσμένη, αλλά δεν ισχύει…», θα δηλώσει σε συνέντευξή της.
Το 2007 θα παντρευτεί τον σύζυγό της, τον σεναριογράφο-σκηνοθέτη-παραγωγό Σιμόν Μοντζάκ, με τον οποίον θ’ αγοράσουν την έπαυλη στην οποία έμενε η Μπρίτνεϊ Σπίαρς στο δυτικό Χόλιγουντ, παίρνοντας και τη χωρισμένη μητέρα της Μπρίτανι ως… συγκάτοικο.
Η Μέρφι μετά από λίγους μήνες παραμονής αρχίζει να απεχθάνεται το σπίτι, το θεωρεί γρουσούζικο και ζητάει από τον άντρα της να μένουν σε ξενοδοχείο. Εκείνος χαρακτηρίζει βλακώδη την ιδέα κι έτσι το ζευγάρι συνεχίζει να ζει εκεί.
Είναι αυτό ακριβώς το σπίτι το οποίο διαθέτει μια μεγάλη, κρύα μπανιέρα.
Η οποία στις 20 Δεκεμβρίου θα «υποδεχτεί» την αναίσθητη κοπέλα.
«Μαμά, δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Νομίζω ότι πεθαίνω. Σ’ αγαπώ πολύ…»
Για περισσότερες από δύο εβδομάδες ήταν άρρωστη. Η κατάστασή της χειροτέρευε ολοένα και περισσότερο. Το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου σηκώθηκε αρκετά νωρίς, πριν τις 8, και έκανε αλλεπάλληλες φορές εμετό.
Σε κάποια φάση είπε στον σύζυγό της να φωνάξει τη μητέρα της: «Μαμά, νομίζω ότι πεθαίνω. Σ’ αγαπώ πολύ…», πρόφτασε να της πει και μετά βγήκε στο μπαλκόνι να πάρει αέρα. Όταν ξαναμπήκε στο μπάνιο έχασε τις αισθήσεις της, προσγειώθηκε στην μπανιέρα και «έσβησε».
Παρά τις οργιώδεις υποθέσεις πως ο θάνατός της οφειλόταν σε υπερβολική δόση, η εξέταση του ιατροδικαστή δεν έδειξε ίχνος vαρκωτικών στο αίμα της. Αντ’ αυτών ανακάλυψε ένα εκρηκτικό κοκτέιλ μη συνταγογραφούμενων (απολύτως νόμιμων, δηλαδή) φαρμάκων: αντιβιοτικά, αντιφλεγμονώδη, σιρόπι για το βήχα, χάπια για τον πονοκέφαλο, σπρέι για τη μύτη, χάπια για τους πόνους της περιόδου.
Ως αιτία θανάτου καταγράφηκε η «Πνευμονία σε συνδυασμό με αναιμία και πολλαπλή λήψη φαρμάκων», ενώ, σύμφωνα πάντα με τον γιατρό, η σοβαρή έλλειψη σιδήρου της ηθοποιού την είχε κάνει εξαιρετικά ευάλωτη σε λοιμώξεις και μολύνσεις.
Ο θάνατός της θεωρήθηκε ατύχημα, όμως ο Εντ Γουίντερ που την εξέτασε τόνισε πως θα μπορούσε κάλλιστα να έχει αποφευχθεί, αν πήγαινε λίγο καιρό νωρίτερα στο νοσοκομείο για να την εξετάσουν.
Γιατί δεν το έκανε, λοιπόν, παρά το ότι δεν αισθανόταν καλά; Ο άντρας της φέρεται να την είχε πείσει πως αυτό ήταν λάθος, καθώς έπρεπε ν’ αποφύγουν πάση θυσία τους αδιάκριτους παπαράτσι και το τσουνάμι ψεύτικων δημοσιευμάτων που θα σηκωνόταν και θα έλεγε ότι πάσχουν από κάποια ασθένεια.
Σύντομα δεν άργησαν να ξεκινήσουν και οι θεωρίες συνωμοσίας, με τη μητέρα της να κατηγορείται από τον πατέρα της ηθοποιού για δολοφονία, έπειτα σειρά είχε ο σύζυγός της, ακόμα και η κυβέρνηση των ΗΠΑ (επειδή η οικογένεια της Μέρφι στήριζε την Τζούλια Ντέιβις- ένα στέλεχος που δούλευε στην Εσωτερική Ασφάλεια της χώρας και που ισχυριζόταν ότι οι ΗΠΑ επέτρεπαν την είσοδο τρομοκρατών από το Μεξικό).
Τα πράγματα έγιναν απείρως χειρότερα όταν 5, μόλις, μήνες μετά το θάνατο της Μπρίτανι πέθανε και ο άντρας της, ο Σιμόν Μοντζάκ, από τα ίδια ακριβώς αίτια. Τότε κυκλοφόρησε εντόνως η φήμη, που φορούσε το προσωπείο της βεβαιότητας, πως το ζευγάρι απεβίωσε λόγω της τοξικής μούχλας που υπήρχε στην έπαυλή του και η οποία δηλητηρίαζε λίγο-λίγο τον οργανισμό του καθενός. Κι αυτή η θεωρία, ωστόσο, καταρρίφθηκε, μιας και δεν υπήρξαν οι σχετικές ενδείξεις.
Ελάχιστη σημασία έχουν, όμως, αυτά. Εκείνο που μετράει είναι πως ένα ταλαντούχο κορίτσι έχασε, έστω και μυστηριωδώς, την ζωή του.
Ένα κορίτσι που έλεγε ότι θέλει να ζήσει όσο περισσότερο μπορεί.
Τελικά, πρόλαβε να ζήσει μόλις 32 χρόνια.
32, που να πάρει ο διάoλος.