Η νύχτα των «καμένων βιβλίων»: Η πρώτη κίνηση του δικτάτορα Μεταξά

Συμπληρώθηκαν 83 χρόνια από την ημέρα που άπειρα βιβλία κάηκαν μαζικά στις μεγάλες πλατείες της Ελλάδας.

Το ρεύμα του φασισμού δεν επικράτησε ποτέ στην Ελλάδα με κυβερνητικούς όρους, παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς οι φασιστικές αντιλήψεις είχαν ενισχυμένο ρόλο τόσο μέσα στους κρατικούς θεσμούς όσο και μέσα σε διάφορα κυβερνητικά σχήματα. Μπορεί ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας να πιστεύει το αντίθετο και μάλιστα, κατά καιρούς να υποστηρίζεται πως «μας κυβερνούν φασίστες» αλλά η πραγματικότητα είναι διαφορετική.

Ο φασισμός άλλωστε ως πολιτικό σύστημα (και όχι ως αντίληψη) δεν ταυτίζεται με κάθε αυταρχικό, αντιδραστικό και συντηρητικό σύστημα. Προϋποθέτει κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο από αυτά: το λαϊκό έρεισμα και μάλιστα, σε συντριπτικό ποσοστό. Βασική αρχή του φασισμού είναι η ύπαρξη μιας κοινωνίας που είναι πέρα για πέρα ταυτισμένη με το Κράτος, το ακολουθεί και το στηρίζει πιστά δίχως ίχνος κριτικής σκέψης, δίχως ίχνος διάθεσης για αντιπολίτευση και αυτό όχι από φόβο αλλά από πεποίθηση.

Ο Βίλχεμ Ράιχ αναφέρει χαρακτηριστικά στο βιβλίο του, «Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού»: «Ο ισχυρισμός, ότι ο εκάστοτε δικτάτορας επιβλήθηκε πάνω στην κοινωνία απ’ τα έξω και παρά τη θέλησή της, ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες πλάνες στην εκτίμηση της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα ο κάθε δικτάτορας δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα ήδη υπαρχουσών ιδεών περί κράτους, που αρκούσε να τις υπερβάλλει για να κατακτήσει την εξουσία».

Στην Ελλάδα, αυτή η ταύτιση ανάμεσα στο Κράτος και την κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ τόσο δυνατή ώστε να μπορούμε με σοβαρότητα να μιλάμε για κάποιο εδραιωμένο φασιστικό καθεστώς – ακόμα και η δικτατορική περίοδος της Χούντας δεν μπορεί να καθοριστεί ως φασιστική. Ιστορικά, η πιο συνειδητή και ξεκάθαρη προσπάθεια φασιστικοποίησης του ελληνικού κράτους προέκυψε στα χρόνια της διακυβέρνησης του Ιωάννη Μεταξά, προπολεμικά δηλαδή.

Ο Μεταξάς ήταν ένας συνειδητός φασίστας, στενός παρατηρητής τόσο της χιτλερικής Γερμανίας όσο και της μουσολινικής Ιταλίας. Το ιστορικό πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου κληροδότησε στο σύστημα του «μεταξισμού» ένα κράτος με εξαιρετικά ισχυρό στρατό αλλά αυτό δεν σήμανε αυτόματα και τον συντονισμό όλης της κοινωνίας με τις ιδεολογικές αντιλήψεις του. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μεταξάς, από την πρώτη μόλις μέρα της ανέλιξης του στην εξουσία, φρόντισε να συνοδεύσει την διακυβέρνηση του με διαδικασίες «φασιστικοποίησης» της κοινωνίας.

Στις 16 Αυγούστου του.1936, μόλις 12 μέρες μετά το πραξικόπημα δηλαδή, ο νεόκοπος δικτάτορας, σαν σωστός μελετητής ων πρακτικών της κυβέρνησης Χίτλερ, οργάνωσε στις πλατείες των μεγάλων πόλεων της Ελλάδας, το δημόσιο κάψιμο βιβλίων με «ανθελληνικό» περιεχόμενο.

Τα βιβλία που κάηκαν εκείνη την ημέρα ήταν:

– Η «Καταγωγή των Ειδών» του Δαρβίνου, το έργο όπου αναπτύσσεται η θεωρία του Δαρβίνου περί συγγένειας του ανθρώπου με τον πίθηκο, η οποία πολεμήθηκε από διάφορους θρησκευτικούς και συντηρητικούς κύκλους.

– Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ένα έργο που στρέφεται ενάντια στο θεσμό της (κάθε) εξουσίας.

– Η «Ζωή εν Τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, εξαιτίας του αντιμιλιταριστικού του περιεχομένου.

-Ο «Επιτάφιος» του Περικλή, που αποτελεί μια ευθεία αποδοκιμασία της φύσης των κρατικών μηχανισμών.

-Βιβλία του Καρλ Μαρξ αλλά και διάφορα άλλα βιβλία επηρεασμένα από τον Γερμανό φιλόσοφο.

Αλλά και βιβλία των Σίγκμουντ Φρόιντ, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ανατόλ Φρανς, Χάινριχ Χάινε, Μαξίμ Γκόρκι, Λέον Τολστόι. Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Γκαίτε και Ιμάνουελ Καντ.

Τυπικά, η πρωτοβουλία πάρθηκε και οργανώθηκε από «ομάδα εθνικόφρονων φοιτητών» αλλά στηρίχθηκε συνολικά από το μεταξικό κράτος, προβλήθηκε σε όλες τις εφημερίδες της εποχής ως μια καταπληκτικά λαμπρή ιδέα ενώ η επίσημη εκκλησία την στήριξε ανοικτά, με πολλά στελέχη της να λένε πως αυτή η συνήθεια πρέπει να συνεχιστεί. Στα μέρη που έλαβε χώρα το κάψιμο των βιβλίων μάλιστα, οι συγκεντρωμένοι «εθνικόφρονες φοιτητές» χαιρετούσαν ναζιστικά μιμούμενοι τον χαιρετισμό των Γερμανών ομοϊδεατών τους.

83 χρόνια μετά την μαύρη εκείνη βραδιά, η μνήμη πρέπει να μένει ζωντανή ώστε να τα αρνητικά του παρελθόντος να μην εμφανιστούν εκ νέου στο μέλλον. Η κοινωνία πρέπει να το θυμάται: πάνω καταστολή της γνώσης και της διεύρυνση των οριζόντων θα επιχειρήσει να χτιστεί ο φασισμός.