Δεν είναι αιρετικό να ισχυριστούμε ότι οι νοσταλγοί της 17 Νοέμβρη – «κρυφοί» ή μη – στην ελληνική κοινωνία ΔΕΝ είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η ατάκα «αν υπήρχε ακόμα, πολλοί θα είχαν χάσει τον ύπνο τους στα χρόνια των μνημονίων» δεν βγαίνει μόνο από τα χείλη ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται εξτρεμιστές. Ομοίως δεν είναι αυθαίρετο το συμπέρασμα ότι θα ήταν πολύ περισσότεροι οι υποστηρικτές της αν η οργάνωση είχε αποφύγει ένα και μόνο χτύπημα. Ήταν αυτό που στέρησε το μοναδικό «ηθικό πλεονέκτημα» που θεωρείτο από πολλούς ότι είχε η 17 Νοέμβρη: να κτυπά μόνο επιλεγμένους στόχους, ουδέποτε αθώους πολίτες.
Η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν άφησε εκτεθειμένη την οργάνωση στα «μάτια» εκείνου του μέρους της κοινής γνώμης που την αντιμετώπιζε έως τότε περίπου ως «αναγκαίο κακό». Ο χαρακτηρισμός «τρομοκρατική» απέκτησε ραγδαία πολύ μεγαλύτερη απήχηση. Ένας «αθώος» άνθρωπος είχε χάσει τη ζωή του και για τους περισσότερους αναλυτές αυτό ήταν ένα βάρος που δεν κατάφερε να σηκώσει ούτε η ίδια η 17 Νοέμβρη. Το γεγονός της 14ης Ιουλίου του 1992 χώρισε την οργάνωση στο πριν και το μετά, δρομολογώντας την αρχή του τέλους για τη δράση της.
Στην πραγματικότητα, η κατακραυγή για αυτήν θα ήταν πολύ μεγαλύτερη αν σε εκείνη την επίθεση είχε επιτευχθεί ο αντικειμενικός στόχος. Στη θωρακισμένη Mercedes του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Παλαιοκρασσά επέβαιναν, εκτός από τον ίδιο, η σύζυγος και η 14χρονη κόρη του! Ήταν δε τόσο κακοσχεδιασμένο το χτύπημα, που σύμφωνα με αστυνομικές πηγές αν η ρουκέτα είχε τρυπήσει το ρεζερβουάρ του οχήματος, η τραγωδία θα αφορούσε πιθανότατα την απώλεια δεκάδων ζωών.
«Η ρουκέτα έξυσε το μερσεντές και εξερράγη σύρριζα δίπλα της», αναφέρει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του «Γεννημένος τη 17 Νοέμβρη». Ένα τυχαίο γεγονός έσωσε τη ζωή των τριών επιβαινόντων, πιθανότατα και αρκετών άλλων. «Ο Παλαιοκρασσάς αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος το βαρύ, δύσκολο στην οδήγηση αυτοκίνητο. Έτσι, ο άπειρος οδηγός, δεν πήρε ομαλά τη στροφή από Καραγεώργη Σερβίας προς Βουλής, επιπλέον, φοβισμένος από τον όγκο του Μερσεντές, φρέναρε την τελευταία στιγμή».
Ο Κουφοντίνας αναφέρει επιπλέον στο βιβλίο του ότι η αρχική ιδέα ήταν «μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης». Το σχέδιο όμως άλλαξε και προκρίθηκε η πρόταση να «χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών ως μια καίρια ενέργεια – η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν».
Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα, αλλά αυτό που δίχασε ήταν η εκτέλεση της. Η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Οι υποστηρικτές της πρότασης επέμειναν: «Μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά», γράφει ο αρχιεκτελεστής της οργάνωσης, εξηγώντας παράλληλα πώς για περίπου ένα μήνα τα μέλη «της κεντρικής ομάδας» έκαναν διαδοχικούς ελέγχους στο σημείο για να βεβαιωθούν ότι δεν θα υπάρξει κάποιο αθώο θύμα.
Κι όμως, η ημέρα που τελικά επελέγη για το χτύπημα δεν πληρούσε σε καμία περίπτωση τις προϋποθέσεις «ασφαλείας». Η επίθεση ματαιώθηκε πολλές φορές ακριβώς για αυτούς τους λόγους και ο Ιούνιος έγινε Ιούλιος. Ο Κουφοντίνας ομολογεί ότι οι διαδοχικές αναβολές «είχαν τεντώσει τα νεύρα όλων των μελών» και ο Βασίλης Τζωρτζάτος, με επιστολή που έστειλε το 2014 στην Ελευθεροτυπία, τον κατηγορεί εμμέσως πλην σαφώς για το φιάσκο, καταδεικνύοντας και το κλίμα που υπήρχε εντός της εξτρεμιστικής οργάνωσης μετά το θάνατου του Αξαρλιάν.
«Η επίθεση είχε αποφασισθεί να εκτελεστεί με δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος μέσα στο αμάξι του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόμια της Νίκης προς Καραγιώργη Σερβίας. Την ημέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και τα δύο προαπαιτούμενα».
Ο «Σταμάτης» της 17 Νοέμβρη ανέδειξε στην επιστολή του ένα μπαράζ ερασιτεχνικών λαθών με τη μορφή εγκληματικής αμέλειας (αδιαφορίας) των δύο ομάδων τσιλιαδόρων και της διμελούς που είχε επωμιστεί να πυροδοτήσει τη ρουκετά με τηλεχειριστήριο. Σύμφωνα με αυτήν, η μία ομάδα τσιλιαδόρων ισχυρίστηκε στην οργάνωση ότι δεν είδε τη γυναίκα και το κορίτσι να μπαίνουν στη Μερσεντές, νομίζοντας ότι μπήκαν στο Audi της Ασφάλειας, ωστόσο η δεύτερη ομάδα των τσιλιαδόρων που βρίσκονταν στον χώρο «βεβαίωσε ότι η σύζυγος και η κόρη του υπουργού δεν μπήκαν αστραπιαία στη Μερσεντές».
Επιπλέον η ρουκέτα πυροδοτήθηκε από το πεζοδρόμιο της Νίκης, απ’ όπου σύμφωνα με τον Τζωρτζάτο ήταν εμφανές ότι στο απέναντι πεζοδρόμιο υπήρχε κόσμος. «Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες», ήταν η απάντηση του τηλεχειριστή όταν ένας τρίτος «σύντροφος» τον ρώτησε «γιατί το πάτησες, αφού είχε κόσμο;».
Το σημείο της επιστολής που μαρτυρά τον ασυγχώρητα ερασιτεχνικό τρόπο με τον οποίο ενήργησε η 17 Νοέμβρη εκείνη την ημέρα είναι όμως άλλο: «Λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι της οδού Νίκης, όπου είχε στηθεί το παρατηρητήριο της Mercedes, είδε τους δύο που θα αποφάσιζαν, να συνεννοούνται με τα μάτια στο στιλ: “Να το πατήσουμε σήμερα, για να τελειώνουμε”. Και το αποκορύφωμα, όπως ανέφερε ο Τζωρτζάτος, ότι «αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές»!
Όλα αυτά αποκρυσταλλώθηκαν ως ξεκάθαρο δείγμα του διχασμού που επέφερε στην οργάνωση η από κάθε άποψη αποτυχημένη επίθεση της 14ης Ιουλίου του 1992. Έγινε άλλωστε γνωστό την περίοδο των συλλήψεων των μελών της 17Ν και των πρώτων καταθέσεων στην αντιτρομοκρατική, ότι η πρώτη συνάντηση των μελών μετά το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν από τα θραύσματα της ρουκέτας ήταν επεισοδιακή και γεμάτη ένταση.
Όπως συνήθιζαν, συναντήθηκαν στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Χαρά» στα Άνω Πατήσια κι εκεί, όπως εκ των έσω έχει επισημανθεί, καταπατήθηκαν όλοι οι κανόνες συνωμοτικότητας στα 17 χρόνια ιστορίας της οργάνωσης. Κάποιοι από αυτούς, όπως για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Τέλιος, ο επονομαζόμενος «Μάρκος», ξέσπασαν σε κλάµατα, ενώ άλλοι άρχισαν να φωνάζουν μπροστά στους υπόλοιπους θαμώνες για τον κάκιστο σχεδιασμό της εκτέλεσης και τα τραγικά αποτελέσματά της. Τότε κατατέθηκαν και οι πρώτες σκέψεις αυτοδιάλυσης της οργάνωσης, αλλά οι ματιές των πελατών προς το τραπέζι των μελών της 17Ν είχαν γίνει πια τόσο αδιάκριτες που η συζήτηση σταμάτησε απότομα και το τραπέζι άδειασε πολύ νωρίτερα του αναμενόμενου.
Σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα «Μακεδονία» πριν από την οικειοθελή παράδοση του στις Αρχές το 2002, ο Τέλιος ισχυρίστηκε ότι μετά το θάνατο του Αξαρλιάν αποσύρθηκε επί της ουσίας από την οργάνωση αποκηρύσσοντας την ένοπλη βία. Στην πραγματικότητα η 17Ν έσπασε σε υποομάδες μετά την αποτυχημένη απόπειρα κατά του Παλαιοκρασσά και τη θυελώδη συνάντηση στη «Χαρά», χάνοντας τη συνοχή της, όπως εξόφθαλμα φάνηκε μετά την εξάρθρωση της, 10 χρόνια αργότερα.
«Ένας αθώος άνθρωπος, ένας από τους δικούς μας, για αυτούς που αγωνιζόμασταν να έχουν ένα καλύτερο αύριο, έμεινε δίχως αύριο. Ο πόνος μας μεγάλος, ο δικός μου αβάσταχτος. Χρόνια αργότερα στο δικαστήριο ζήτησα συγγνώμη. Ήταν ένα τραγικό λάθος. Το μοναδικό λάθος της 17Ν», γράφει ο Δημήτρης Κουφοντίνας στο βιβλίο του, παραλείποντας να αναφέρει ότι η ρουκέτα είχε «προγραμματιστεί» εκείνη την ημέρα να σκοτώσει τη σύζυγο και την κόρη του Γιάννη Παλαιοκρασσά.